Όταν φτάνεις στην ταβέρνα σταματάς να ενεργείς με τη λογική.
Η τσίκνα και οι λοιπές αναθυμιάσεις θολώνουν την κρίση σου.
Σταματάς να εμπιστεύεσαι το μυαλό και αφήνεις να σε καθοδηγήσει μονάχα η μύτη και το στομάχι σου.
Παρόλα αυτά, ισχύει και κάτι άλλο:
Όταν το μαγαζί το επισκέπτεσαι πρώτη φορά ή δεν έχεις φάει αρκετές φορές εκεί για να είσαι βέβαιος για την ποιότητά του, κάνεις κάποιες δεύτερες σκέψεις.
Έχεις κάποιες εκλάμψεις ορθολογισμού.
Και την ώρα που έχεις ξεκινήσει ήδη να σκίζεις από την ανυπομονησία σου το χάρτινο τραπεζομάντηλο, διστάζεις να παραγγείλεις συγκεκριμένα φαγητά.
Όπως, για παράδειγμα, τα εξής:
Μπιφτέκια
Μια μεγάλη αλήθεια που επιβεβαιώνουν όλοι οι μύστες της ταβέρνας είναι ότι τα μπιφτέκια (παρόλο που είναι αναμφίβολα λαχταριστά) ελάχιστοι τα παραγγέλνουν ως προσωπική τους μερίδα. Κι ένας από τους βασικούς λόγους που συμβαίνει αυτό -πέρα από την επιθυμία να φας κάτι που δεν φτιάχνεις τόσο εύκολα στο σπίτι ή την αμφιβολία αν θα χορτάσεις- είναι ο φόβος. Η ανησυχία ότι ο κιμάς μπορεί να μην είναι φρέσκος. Το εύλογο άγχος ότι είναι πανεύκολο (για λόγους οικονομίας τους καταστηματάρχη) να νοθευτεί.
Θαλασσινά
Σύμφωνοι, ειδικά το καλοκαίρι σου μυρίζουν. Μοιάζει ανήκουστο να κάτσεις σε ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα μετά από μπάνιο και να ΜΗΝ παραγγείλεις καλαμαράκια, γαρίδες, λοιπά μαλάκια και ψάρια. Ας το παραδεχθούμε όμως: Ακόμα και όταν ενδίδουμε (εννέα στις δέκα φορές) στον πειρασμό, πάντοτε έχουμε στην άκρη του μυαλού τη φοβία. Και σε περίπτωση που δεν ξέρουμε καλά την ταβέρνα ή τον ιδιοκτήτη, πάντα αμφιβάλλουμε αν αυτά που θα φτάσουν στο τραπέζι θα είναι φρέσκα ή ό,τι καλύτερο έχει περισσέψει στον καταψύκτη.
Ντολμαδάκια
Καταρχάς και μόνο λόγω του προκλητικού τρόπου που σερβίρονται σε πολλές ταβέρνες (με τη μερίδα να περιέχει under 4,5 τεμάχια λες και στα φέρνουν για να δοκιμάσεις) υπάρχει ζωηρή πιθανότητα να εκνευριστείς. Αλλά και μπόλικα να είναι -βουτηγμένα σε αυγολέμονο και με δροσερό γιαουρτάκι να τα χαϊδεύει- ελλοχεύει πάντα ένας σοβαρός κίνδυνος: Τα ντολμαδάκια που θα βάλεις εντέλει στο στόμα σου να μην είναι «της γιαγιάς» (όπως γράφει δελεαστικά ο κατάλογος) αλλά «της κονσέρβας».
Πράσινη σαλάτα
Ο κοιλιόδουλος που σέβεται τον εαυτό του στην ταβέρνα δεν παραγγέλνει ούτως ή άλλως πράσινη σαλάτα. Η μόνη που επιτρέπεται στο ιερό αυτό όργιο είναι η χωριάτικη (κυρίως για ν’ ακολουθήσει στη συνέχεια η απαραίτητη παπάρα). Υπάρχει όμως κι ένας ακόμα βασικός λόγος που διστάζεις να παραγγείλεις πιάτο με πρασινάδες και λαχανικά: Η εύλογη ανησυχία ότι το πλύσιμό τους θα είναι ανύπαρκτο ή έστω… πλημμελές και θα δεις κάποια χαρωπή κάμπια να βολτάρει ξέγνοιαστα στη ρόκα.