Ένα από τα θετικά πράγματα που δημιούργησε το διαδίκτυο τα τελευταία χρόνια, είναι ότι έχει πετύχει να καταργήσει την έννοια του ταμπού σε πράγματα που δεν θα έπρεπε να τα λέμε με ντροπή.
Ειδικά ζητήματα ερωτικού προσανατολισμού είναι πολύ σημαντικό να μπορούν να εκφραστούν από τον καθένα, γιατί στην ουσία μόνο έτσι μπορεί να δημιουργηθεί μια πιο ευγενής συμπεριφορά και ένας σεβασμός προς τον άλλο. Όσο κάτι το κρύβεις, τόσο γίνεται άγνωστο και μπορεί να προκαλέσει σε κάποιον φόβο ή αρνητική αντίδραση.
Το ζήτημα της κατάργησης των ταμπού δεν είναι μόνο υπόθεση της διαπαιδαγώγησης, αλλά προέρχεται και από την κουλτούρα που θέτουν οι εκάστοτε εποχές. Υπήρξε ένα διάστημα, στο οποίο τις περισσότερες φορές ήταν ταμπού να ορίζεις τα γεννητικά όργανα και να μην φοβάσαι να τα αναφέρεις, αλλά κάποιοι, σκαπανείς θα λέγαμε, αντιλήφθηκαν ότι αρμόζει μια μεγαλύτερη ελευθεριότητα στο ζήτημα.
Μέρος μιας τέτοιας κουλτούρας απελευθέρωσης, συνώνυμο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, έγινε και ένα μαγαζί για το οποίο μιλούσε όλη η Αθήνα και πολλοί από την επαρχία ερχόντουσαν και το έβαζαν στα must της βραδινής εξόδου τους.
Το Κουκλάκι ήταν ένα μαγαζί θρύλος που πέρασε απ΄όλα τα στάδια και κάποια στιγμή φάνηκε ότι είχε επιτελέσει τον σκοπό του, οπότε λογικά ήρθε η παρακμή και η ολική πτώση. Δεν επιχαίρουμε προφανώς, ούτε λέμε ότι καλώς έκλεισε γύρω στο 2017 που ολοκλήρωσε τη «ζωή» του. Αν δεν είχαν εμφανιστεί οικονομικές δυσκολίες σίγουρα θα είχε αντέξει μέχρι την εμφάνιση της πανδημίας.
Απλώς αυτό που είχε να προσφέρει δεν ήταν μια τρομερή ποιότητα φαγητού σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Δεν είναι δηλαδή ότι πήγαινες εκεί για να απολαύσεις το καλύτερο φαγητό της περιοχής. Μια χαρά φαγητό είχε, μην παρεξηγηθούμε. Αλλά δεν ήταν αυτός ο πολιορκητικός του κριός.
Η απόλαυση βρισκόταν στη συνολική εμπειρία. Πήγαινες για να κάτσεις και να βλέπεις στους τοίχους στάσεις από το Κάμα Σούτρα. Πήγαινες για να κοκκινίσουν λίγο τα μάγουλα σου από τα γυναικεία και ανδρικά μόρια που κοσμούσαν τους τοίχους. Πήγαινες για να ακούσεις τον σερβιτόρο να λέει σε σένα και την παρέα σου «βρωμόλογα», όπως για παράδειγμα «Καθίστε να τον φάτε» ή «βάλτον στο στόμα σου» και άλλα συναφή γύρω από τα σημεία του σώματος που σχετίζονται με ερωτικές πράξεις. Πήγαινες για να γελάσετε πονηρά μεταξύ σας οι ομοτράπεζοι με τις ονομασίες των πιάτων και εν τέλει για να ζήσεις κι εσύ το hype.
Αν το Κουκλάκι είχε ξεκινήσει τα τελευταία 4-5 χρόνια την πορεία του, τότε θα βλέπαμε ασταμάτητα αναρτήσεις στο Instagram με τα πιάτα και το μενού. Όλοι θα ένιωθαν μέσα σε αυτό που λέμε «φάση» με το να κάνουν μια ανάρτηση. Δε θα υπήρχε φοιτητοπαρέα για φοιτητοπαρέα που δεν θα το προτιμούσε, ειδικά για περιόδους Αποκριών, όταν και συνήθως η εμπειρία γινόταν πιο ξέφρενη στο Κουκλάκι, με τις στολές να συνάδουν με το γενικότερο κλίμα.
Η όλη εμπειρία δυναμίτιζε διαρκώς τη φαντασία για πιο πικάντικες ατάκες στην παρέα, με πιο κλασικό απ΄όλα το «ήσασταν για τον π…» στο φινάλε της βραδιάς, απλώς με σαφώς περιπαικτική και θετική διάθεση.
Το Κουκλάκι ενδεχομένως είναι ένα από τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού εστιατόρια που κατάφερε να αφήσει ένα αποτύπωμα, έστω και με τρόπο ανορθόδοξο και εξεζητημένο για τα μυαλά κάποιων.
Για σχεδόν 2 δεκαετίες άντεξε, για πάνω από δέκα χρόνια συζητιόταν και αποτελούσε επιλογή για το αθηναϊκό κοινό σε σταθερή βάση, εν έτει 2021 είναι μια συζήτηση αναπόλησης και αναμνήσεων για τους ανθρώπους του και για όσους έχουν να μοιραστούν προσωπικές ιστορίες.