Μπούκοβο, «μαύρο» κρέας και... AZAX: Το κορυφαίο «βρόμικο» της Θεσσαλονίκης σίγησε για πάντα

«Μπούκοβο να βάλω;»

Είναι πλανεύτρα. Με τις ασχήμιες της, ναι, μα πλανεύτρα. Ακόμα κι αν το προσπαθήσεις μετ’ επιτάσεως, ακόμα κι αν δεθείς σ’ ένα εικονικό κατάρτι και βουλώσεις τ’ αυτιά σου, δύσκολα θ’ αντισταθείς στο θελκτικό της τραγούδι. Η ίδια η πόλη, με την αέναα παλλόμενη, έστω και ράθυμα, καρδιά της, θα βρει τον τρόπο να σε μαγέψει.

Την ημέρα, αν περπατήσεις στα σωστά σημεία, θα την βρεις από συμπαθητική έως- σε περίπτωση που διαθέτεις πλούσιο λεξιλόγιο και μπορείς να εκφραστείς καλύτερα- «εχμ..». Το βράδυ, όμως, όταν η Θεσσαλονίκη βαφτεί, φορέσει τα καλά της και σου τείνει το χέρι, είναι αδύνατο να μην το πιάσεις και να μην υποκύψεις. Αδύνατο να μην νιώσεις μια ζεστασιά στην ψυχή και να μην ερωτευτείς κτήρια, μουσικές, ήχους, μυρωδιές.

Επί σχεδόν μισό αιώνα, η πιο διάσημη και «εναλλακτική» μυρωδιά της συμπρωτεύουσας ερχόταν πίσω από τα παλιά καπνομάγαζα της Σταυρούπολης. Εκεί, στη γωνία της οδού Αμπελοκήπων με την Ιατρού Γωγούση λίγο μετά τις γραμμές του ΟΣΕ, είχε στήσει την καντίνα του από το 1965 ο «Μαύρος».

Το να προσπαθήσεις ν’ αποτυπώσεις με λόγια τη σημασία του «Μαύρου» και των «βρόμικων» σάντουίτς του μοιάζει εξ αρχής με θνησιγενές εγχείρημα. Όσο γευστικές κι αν είναι οι λέξεις, ουδέποτε θα καταφέρουν να συγκριθούν με μια… δαγκωνιά στο σουβλάκι του- μια μπουκιά που, μεταξύ μας, ήταν ικανή να λύσει το κυκλοφοριακό πρόβλημα της Ινδίας, μετά το δικό σου κυκλοφορικό.

Η ευτυχία, λένε, δεν είναι κάτι που βιώνεις, μα κάτι που θυμάσαι. Και για τους μεταμεσονύκτιους λάτρεις των βρόμικων του «Μαύρου», η θύμηση δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ, ακόμα κι αν στην πορεία της επιτεθεί μια αγέλη από τα λυσσασμένα παιδιά του Χρόνου.

Η πιο διάσημη καντίνα της πόλης περίμενε με ανοιχτές, και μυρωδάτα δυσώδεις, αγκάλες τον πεινασμένο «επισκέπτη», ο οποίος συνήθως πήγαινε εκεί μετά τις 2-3 το βράδυ.

Τα σουβλάκια, το λουκάνικο και οι παντσέτες του «Μαύρου» ήταν το καλύτερο γιατρικό αν ήσουν έξω και είχες προσπαθήσει να πιεις τον αλκοολούχο Βόσπορο, καθώς δε νοείτο «σβήσιμο» λευκών αποχρώσεων.

Ο συμπαθέστατος Νετσμί (που ήταν το πραγματικό όνομα του ιδιοκτήτη, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Κομοτηνή και μιλούσε άπταιστα τούρκικα και ελληνικά) με το που σε έβλεπε έπιανε το ψωμάκι, το «πατούσε», έριχνε μέσα όλο, θαρρείς, το κρεμμύδι της γης («Βάλε κρεμμύδι να κατεβάσεις γάλα, σε λέω!»), έπειτα έραινε τα πάντα με μπούκοβο, και στο τέλος ολοκλήρωνε την ιεροτελεστία με ψεκασμό από το πασίγνωστο AZAX!

Το τι υπήρχε μέσα στο βαποριζατέρ ουδείς το γνώριζε- ήταν το μεγαλύτερο μυστήριο του κόσμου μετά τον δίσκο της Φαιστού. Αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς, μόνο ο «Μαύρος» και η μητέρα του ήξεραν τι καλούδια υπήρχαν μέσα στο AZAX και προσέδιδαν αυτή την τόσο ξεχωριστή γεύση στο «βρόμικο».

Ωστόσο, ποσώς. Ελάχιστη σημασία είχε το τι υπήρχε μέσα. Εκείνο που μετράει- εκείνο που γέννησε αφειδώς υπέροχες στιγμές στο τότε, που έγιναν θλιμμένες αναμνήσεις του σήμερα- ήταν το πώς σε έκανε να αισθανθείς το ίδιο το σάντουιτς: τα μάτια ακόμα και των πιο «προπονημένων» δάκρυζαν, ο ουρανίσκος πλημμύριζε από ένα σπάνιο γαστριμαργικό συνονθύλευμα κι έπειτα, όταν τα πάντα είχαν τελειώσει κι εσύ άφηνες στην άκρη των αγνωστικισμό σου κι άρχιζες να ρέπεις προς το ότι υπάρχει τελικά Θεός, πήγαινες απλά σα μαγεμένος ξανά στην καντίνα για να παραγγείλεις το δεύτερο. Και το τρίτο και… και…και.

Το να πει κανείς πως η μεταμεσονύκτια επίσκεψη στον «Μαύρο» προσιδίαζε σε λαϊκό προσκύνημα δεν απέχει και τόσο πολύ από την πραγματικότητα, παρά, ενδεχομένως, τις ασθενείς αντιρρήσεις των φονταμενταλιστών (ή, εν προκειμένω, των vegan).

Ο «Μαύρος», σύμφωνοι, δύσκολα θ’ ανέβαινε στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου σ’ ενδεχόμενο διαγωνισμό που θα διοργανωνόταν από το υγειονομικό, αλλά «έχτιζε» το ανοσοποιητικό σου σύστημα με διαφορετικό τρόπο. Δεν είναι τυχαίο πως προ μηνών οι θαμώνες του έγραφαν πως «Έχω φάει σουβλάκι στον Μαύρο, τι να φοβηθώ από το εμβόλιο;».

Αν φτάσατε μέχρι εδώ (μ’ ένα διάλειμμα για να τσιμπήσετε κάτι, λογικό…) και αναρωτιέστε γιατί έχει επιλεγεί παρελθοντικός χρόνος σε ό,τι έχει να κάνει με την ιστορία του «Μαύρου», είναι γιατί, ρε γαμώτο, πολύ απλά η γραφίδα έσπασε και ιστορία δε γράφεται πια: ο Νετσμί «έφυγε» από την ζωή, νικημένος από τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε εσχάτως.

Η καντίνα του, άλλωστε, τα τελευταία χρόνια είχε φύγει από το «σπίτι» της στην Σταυρούπολη λόγω ενός ζητήματος που είχε να κάνει με την άδειά της και είχε ανοίξει κάτω από τον περιφερειακό, αρκετά πιο μακριά απ’ ό,τι την είχαμε συνηθίσει.

Ωστόσο, μπορεί ο «Μαύρος» να μη μένει πια εδώ, όμως άφησε πίσω του μυριάδες «Καμάν», «Ταμάμ», «Το μπούκοβο αγαπιέται βρε!» και, πάνω απ’ όλα, έναν αστικό μύθο κλεισμένο σ’ ένα μπουκάλι του AZAΧ, μαζί με απειράριθμους ικανοποιημένους κοιλιόδουλους.

Η Θεσσαλονίκη, ξέρετε, είναι πλανεύτρα. Θα σε μαγέψει ακόμα κι αν προσπαθήσεις ν’ αντισταθείς. Θα βρει το δρόμο για την καρδιά σου, θ’ ανοίξει με το μαγικό κλειδάκι της και θα φωλιάσει μέσα της για πάντα. Σ’ αυτό, στον αλαβάστρινο μύθο της, συνετέλεσε και ένα «βρόμικο».

Μπορείς να ερωτευτείς μια καντίνα άραγε; Μπορείς ν’ αδημονείς να βγεις έξω ένα βράδυ, απλά και μόνο για να περάσεις από την Σταυρούπολη μετά; Μπορείς να πέφτεις με χαμόγελο στην αγκαλιά της δυσπεψίας, εκεί γύρω στις 5.33 τα ξημερώματα, με το απλανές βλέμμα στον μαυροκόκκινο ουρανό; Αν έφαγες στο ανυπέρβλητο στέκι του Νετσμί, ξέρεις ήδη την απάντηση.

Κι αν αυτό το ερωτικό γράμμα προς μια Θεσσαλονίκη που δεν υπάρχει πια σου φάνηκε βουτηγμένο στην κολλώδη νοσταλγία, συμπάθα μας: η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία.

Κι εκεί, στην άκρη της σημαίας μας, θα έχουμε πάντα χώρο για τον «Μαύρο».