Μια από τις πιο διαχρονικές διαμάχες ανάμεσα σε Αθηναίους και Θεσσαλονικείς έχει να κάνει με το σουβλάκι. Δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε στο πώς θα το πουν, ούτε στο πώς θα το φάνε. Σε τέτοιες περιπτώσεις ωστόσο (θα έπρεπε να) ισχύει η μνημειώδης ατάκα του Γιώργου Κωνσταντίνου στην ιστορική σκηνή με το προφιτερόλ:
Τότε που -απελπισμένος από την προσπάθεια να το προφέρει- ξεκαθάρισε στον σερβιτόρο: «Δεν θέλω να το μάθω, θέλω να το φάω»!
Υπό αυτή την έννοια, δεν έχει τόση σημασία αν θα το πεις σουβλάκι, καλαμάκι, τυλιχτό ή σάντουιτς. Δεν έχει νόημα η αντιπαράθεση αν το υλικό που το συνοδεύει λέγεται τζατζίκι, σος ή… αλοιφή. Σημασία έχει τη στιγμή που το γεύεσαι και κατεβαίνει από την καταπιόνα σου να νιώθεις ευλογημένος.
Και αυτή την αίσθηση (περισσότερο ίσως και από Αθήνα-Θεσσαλονίκη) μπορεί να την προσφέρει η Κρήτη! Αναμφίβολα η φήμη για τα πιτόγυρα της Μεγαλονήσου συνδέεται (και) με τον όγκο τους. Έχουν γίνει viral κατά καιρούς τυλιχτά, που μοιάζουν με… ανθοδέσμες! Υπάρχει ωστόσο μια γωνιά στα Χανιά που απογειώνει με τον δικό της τρόπο την εμπειρία «σουβλάκι».
Που επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου το μέγεθος είναι… δευτερευούσης σημασίας. Και έχει δημιουργήσει φανατικούς οπαδούς σε ολόκληρη την Ελλάδα μ’ έναν θρίαμβο της απλότητας.
Όσοι έχουν πάει λοιπόν στα Χανιά, είναι από τα πρώτα μέρη που επισκέπτονται. Όσοι ζουν εκεί και ερωτούνται από επισκέπτες, είναι από τις βασικές προτάσεις που τους κάνουν: Δεν γίνεται να βρεθείς στην πόλη και να μην κάνεις τη χάρη στον εαυτό σου να περάσεις από την «Όαση»… Όπως ακριβώς υποδηλώνει το όνομά του, το ιστορικό σουβλατζίδικο είναι μια φωτεινή εξαίρεση στον τρόπο που φτιάχνει τα τυλιχτά του.
Από το 1966 που πιάνει… αιχμάλωτους τους πελάτες του το καταφέρνει με μια λιτή, απέριττη συνταγή. Και έναν μόνο απαράβατο κανόνα: Δεν βάζει τζατζίκι, αλλά πάντοτε γιαούρτι!
Όταν λοιπόν πας συστημένος ή… σαγηνεμένος από τη μυρωδιά που σπάει τη μύτη, μην περιμένεις πολυτέλειες. Στο μικρό, παραδοσιακό μαγαζάκι δεν υπάρχουν τραπεζοκαθίσματα, κατάλογοι και σερβιτόροι. Υπάρχει όμως μια αλάνθαστη, ταπεινή, αλλά και τόσο μαγική συνταγή:
Φρέσκος, χειροποίητος γύρος. Ζουμερή, κατακόκκινη, γλυκιά ντομάτα… Ψιλοκομμένο, μυρωδάτο κρεμμυδάκι… Πλούσιο, δροσερό γιαούρτι… Κι από πάνω αλατάκι, ρίγανη και κοκκινοπίπερο…
Ούτε πατάτες, ούτε σος, ούτε τζατζίκια, μουστάρδες και κέτσαπ… Κι όλα αυτά αγκαλιασμένα από μια λαχταριστή πίτα που καταφέρνει το ακατόρθωτο: Και τρυφερή και τραγανή. Και καλοψημένη και χωρίς να πνίγεται στο λάδι. Φτιαγμένη ιδανικά για ν’ απογειώνει τα υπόλοιπα υλικά. Και να μετατρέπει κάθε μπουκιά σε «λουκούμι» που αγαλλιάζει τον ουρανίσκο…
Ενδεικτικό των εκπτώσεων που… δεν κάνει η «Όαση» στην ποιότητα είναι ότι δεν φτιάχνει πάνω από ένα γύρο καθημερινά. Μόλις τελειώσει το χειροποίητο απόθεμα που έχει φτιαχτεί από νωρίς, το μαγαζί κλείνει.
Κυριολεκτικά λοιπόν ισχύει το «όποιος προλάβει». Αλλά και ένας ακόμα «νόμος» τον όποιο πρέπει να έχει υπόψη του, όποιος δοκιμάσει το θρυλικό τυλιχτό: Μην απομακρυνθείς τρώγοντας, γιατί σίγουρα θα χρειαστεί να επιστρέψεις…