Εισαγωγή από τα βασικά. Δηλαδή ότι η κρητική κουζίνα συγκαταλέγεται στις κορυφαίες του κόσμου. Χωρίς υπερβολή. Τι να πρωτοπείς; Ντάκος, απάκι, στάκα, χοχλιοί, αντικριστό, γαμοπίλαφο, καλιτσούνια, σταμναγκάθι, μακαρούνες… Ένας ευλογημένος τόπος με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα παράγωγά του.
Δεύτερο bullet προτού έρθει το… παρασύνθημα. Ο νομός Χανίων ανήκει στους ωραιότερους της Ελλάδας και δικαίως συμπεριλαμβάνεται στους πιο δημοφιλείς προορισμούς παγκοσμίως. Από την ομώνυμη πόλη μέχρι τις δεκάδες παραλίες που βλέπουν Λιβυκό Πέλαγος.
Αμέτρητα είναι τα διαδικτυακά αφιερώματα που μπορεί να εντοπίσει κανείς για το δυτικότερο σημείο της Κρήτης (και προφανώς για ολόκληρο το νησί), το οποίο βουλιάζει από κόσμο κατά τη θερινή περίοδο.
Αν κάποιος συνδέσει τα δύο κομμάτια, δηλαδή τα Χανιά και την κουζίνα, θα αρχίσει να μπαίνει στο νόημα του θέματος. Εν προκειμένω, η στήλη εστιάζει σε μία ταβέρνα. Το όνομά της; «Ντουνιάς».
Δεν είναι τυχαίο ότι τον Νοέμβριο του 2022 οι “New York Times” την πρότειναν σε ένα μεγάλο αφιέρωμα που ετοίμασε επί τούτου μία ειδική επιτροπή.
Δύο συγγραφείς, ένας σεφ/επιστήμονας τροφίμων, μία φωτογράφος τοπίων και μία αρχιτέκτονας, σημείωσαν 25 μέρη του κόσμου που αξίζει κανείς να επισκεφθεί.
«Εντοπίζοντας το βόρειο σελας στη Νορβηγία», «Κολυμπήστε σε μία όαση ερήμου στο Ομάν», «Πεζοπορία στο Κουμάνο Κόντο της Ιαπωνίας», «Φάτε νόστιμο μεξικάνικο φαγητό στην Οαχάκα», αναφέρονται ενδεικτικά για να καταλάβετε το νόημα.
Υπάρχει, λοιπόν, σημείο του άρθρου που φέρει ως μεσότιτλο τη φράση: «Τρώγοντας νόστιμο φαγητό στην Κρήτη», επομένως τώρα έχετε πιάσει πλήρως το θέμα.
Παρατίθεται σχετικό απόσπασμα:
«Η επίσκεψη στην Κρήτη, το μεγαλύτερο ελληνικό νησί, είναι ένα γεγονός που από μόνο του αποτελεί μια μαγική εμπειρία. Εδώ οι ταξιδιώτες θα βρουν μερικές από τις πιο ζεστές παραλίες της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όμορφα τοπία και νόστιμο μεσογειακό φαγητό.
Οι ειδικοί των “New York Times” προτείνουν το εστιατόριο «Ντουνιάς», με οικοδεσπότη τον σεφ Στέλιο Τριλυράκη, το οποίο θεωρείται ότι έχει το πιο αυθεντικό και νόστιμο τοπικό φαγητό.
Ο Ντέιβιντ Ζίλμπερ (σ.σ. ο προαναφερθείς σεφ/επιστήμονας τροφίμων) λέει: ‘Το ίδιο το νησί αποτελεί έναν από τους αρχαιότερους συνεχώς κατοικούμενους πολιτισμούς σε όλη την Ευρώπη. Έχει μια τρελή ιστορία! Το να πηγαίνεις εκεί και να τρως αυτό το φαγητό, με τον τρόπο που το μαγειρεύει, είναι κάτι τόσο γνήσιο’».
Παράλληλα, ο Ζίλμπερ αναφέρεται στον Τριλυράκη, δηλώνοντας: «Αυτός ο άνθρωπος ήταν σεφ στα Χανιά και μετά άρχισε να σκέφτεται, όπως κι εγώ, ότι ο κόσμος των εστιατορίων δεν μπορεί να είναι μόνο έτσι.
Συνεπώς έφυγε και ίδρυσε ένα μικρό βιοδυναμικό αγρόκτημα. Έχει ένα οικόπεδο που βλέπει σε ένα κατάφυτο φαράγγι και μαγειρεύει τα πάντα σε ανοιχτή φωτιά. Παραγγέλνετε σαλιγκάρια, αρνί στιφάδο και οτιδήποτε είναι στην εποχή του. Δεν είναι πολύπλοκο φαγητό. Δεν πρόκειται ποτέ να μπει στον οδηγό Michelin ή στη λίστα “World’s 50 Best”. Αλλά είναι ό,τι πιο κοντινό έχω δοκιμάσει σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τροφή της ψυχής».
Η ταβέρνα βρίσκεται στη Δρακώνα Κεραμειών, σε μία καταπράσινη πλαγιά των Λευκών Ορέων, σε υψόμετρο γύρω στα 500 μέτρα, ενώ απέχει 18 χιλιόμετρα από τα Χανιά, δηλαδή περίπου 45 λεπτά.
Η αρχή έγινε το 2004, όταν ο Στέλιος Τριλυράκης αποφάσισε να ζήσει στο χωριό του και να ασχοληθεί με το ταβερνάκι των γονιών του, ώσπου έφτασε να γίνει θέμα στους “New York Times”.
Τα λαχανικά, τα φρούτα και οι καρποί προέρχονται από τα χωράφια της οικογενείας, τα φαγητά μαγειρεύονται αποκλειστικά σε πήλινα σκεύη στην παραδοσιακή παραστιά, χωρίς ρεύμα και δεν υπάρχει μενού.
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι το ψωμί, το παξιμάδι, καθώς και ορισμένα πιάτα, έχουν βραβευτεί από τον διαγωνισμό φαγητών και εδεσμάτων ελαιόλαδου.
Πρόκειται για ένα μέρος που άρχισε ως καφενείο και σταδιακά μεταμορφώθηκε σε φάρμα-εστιατόριο, όπου ακόμα και οι πατάτες τηγανίζονται σιγά-σιγά στο αγνό κρητικό ελαιόλαδο.
Λάδι, κρασί και ρακή παράγονται φυσικά χωρίς φάρμακα, ενώ τα ζώα τους είναι ελευθέρας βοσκής και βρίσκονται στις πλαγιές της μαδάρας.
Χρειάζεται μπόλικη υπομονή μέχρι να έρθουν τα πιάτα στο τραπέζι, όμως, η βιασύνη και το άγχος μάς έχουν φάει… Το καλό πράγμα αργεί να γίνει. Δεν είναι τυχαίο ότι οι “New York Times” χαρακτήρισαν «Μέκκα της σπιτικής μαγειρικής» την ταβέρνα «Ντουνιάς».
*Οι φωτογραφίες είναι από το TripAdvisor