Είναι παράδοση στον δυτικό Πειραιά η κόκκινη ντοματένια σάλτσα στα σουβλάκια. Τη φτιάχνουν σε διάφορα σουβλατζίδικα, ο καθείς με το δικό του τρόπο, τη δικιά του συνταγή. Καλή ώρα σαν το Ροδόπολις, για το οποίο θα σου μιλήσουμε σε τούτες εδώ τις αράδες…
Πρώτα όμως, μια αναδρομή. Έστω κι αν είναι ελλιπής. Κανείς γαρ δεν ξέρει πώς ακριβώς ξεκίνησε αυτή η ιστορία με τη σάλτσα, κρίμα, δεν γνωρίζουμε άρα πού το οφείλουμε τέτοιο καλό. Θα το πούμε πάντως ένα μεγάλο «ευχαριστώ» σε αυτόν τον άγνωστο ή τους άγνωστους… στρατιώτες της γεύσης. Επειδή έτσι έφτασε ως τις μέρες μας ένα θαυμαστό μπόνους, το κάτι παραπάνω στο αγαπημένο μας εθνικό έδεσμα.
Το πιθανότερο είναι πως πρόκειται για γνώση που ήρθε απευθείας από τη Μικρά Ασία, την Πόλη ή τον Πόντο. Οι συμπατριώτες μας που ξεριζώθηκαν βίαια και ξαφνικά από τον τόπο τους, χρειάστηκε να χτίσουν από το μηδέν μια νέα ζωή. Πρόσφυγες που δεν έσβησαν όμως ποτέ το παρελθόν τους. Μέσα από απλές καθημερινές συνήθειες, όπως το φαγητό τους, κρατούσαν ζωντανή τη μνήμη του τόπου τους, του τότε.
Η σάλτσα του Ροδόπολις, εκεί στα σύνορα Δραπετσώνας και Κερατσινίου, έχει άλλωστε στοιχεία που μπορούν να χαρακτηριστούν πολίτικα. Γλυκιά και καυτερή (υπάρχει και σε βερσιόν λιγότερο πικάντικη) μπαίνει πάντα στο τέλος, πάνω σε ανοιχτή μερίδα (αυτό είναι το best seller του μαγαζιού) ή σε τυλιχτό, με ζουμερό και λαχταριστό κεμπάπ.
Το πώς φτιάχνεται πάντως, είναι μυστικό. Το οποίο τα αφεντικά δεν μοιράζονται με άλλους. Δεν μας πειράζει διόλου. Αρκεί που το ξέρουν αυτοί (που πρέπει). Το ίδιο λένε και οι πελάτες, ή μάλλον οι φίλοι.
Για ένα μαγαζί που λειτουργεί ανελλιπώς από το 1945. Το άνοιξαν εσωτερικοί μετανάστες από τη Ροδόπολη Σερρών (εξ ου και το όνομα) και γρήγορα έγινε το αγαπημένο σουβλατζίδικο της γειτονιάς, αυτό που οι ντόπιοι νιώθουν δικό τους και δεν το αλλάζουν με τίποτα. Μια σχέση ζωής που περνάει από γενιά σε γενιά, κληρονομιά και καμάρι.
Πρέπει να πας από εκεί (Ανδριανού 13) για να δοκιμάσεις αυτό το γευστικό θαύμα, ντελίβερι δεν παίζει. Είναι κόντρα στο πνεύμα του μαγαζιού, θα ‘ταν παράταιρο με τη φιλοσοφία του, τον τρόπο που λειτουργεί και αντιλαμβάνεται τη σχέση του με τον κόσμο.
Αυτό το σουβλάκι, είτε τυλιχτό είτε σε ανοιχτή μερίδα, τρώγεται με το που το φτιάξει ο «μάστορας». Δεν θέλει ταρακούνημα σε μηχανάκι, δεν είναι το ίδιο άμα κρυώσει. Και αυτό το λέμε νέτα σκέτα, δίχως… σάλτσες.
Κι άλλωστε ο χώρος είναι ταμάμ με την περίσταση. Σαν να βρίσκεσαι σε κάποιο ορεινό χωριό της Ελλάδας θα νιώσεις καθώς θα κάθεσαι και θα απολαμβάνεις. Τη γνησιότητα, τη φιλοξενία και βεβαίως τη νοστιμιά. Με την εκλεκτή πρώτη ύλη, το «λίγα και ποιοτικά» να συναντά τον ορισμό του.