Προτού η στήλη ζητήσει τα… ρέστα για μία ανεξήγητη επιλογή, θα πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες συστάσεις. Δηλαδή μία αναφορά στο TasteAtlas. Από το όνομα και μόνο, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι απευθύνεται σε όσους ασχολούνται με τη μαγειρική και το παραδοσιακό φαγητό.
Πρόκειται για έναν βιωματικό ταξιδιωτικό διαδικτυακό οδηγό, ο οποίος ιδρύθηκε το 2015 από έναν Κροάτη δημοσιογράφο και επιχειρηματία.
Χρειάστηκαν περίπου τρία χρόνια έρευνας και ανάπτυξης προτού ξεκινήσει το project στα τέλη του 2018, ωστόσο ήδη από τις αρχές εκείνης της χρονιάς είχαν συμπεριληφθεί σχεδόν 5.000 πιάτα.
Το μεράκι και ο κόπος του Κροάτη, ονόματι Ματίγια Μπάμπιτς, δεν πήγαν χαμένα, αφού σταδιακά η ιστοσελίδα απέκτησε αξιοπρόσεκτη δημοφιλία.
Αυτοχαρακτηριζόμενο ως «παγκόσμιος άτλαντας παραδοσιακών πιάτων, τοπικών συστατικών/υλικών και αυθεντικών εστιατορίων», το TasteAtlas συγκεντρώνει συνταγές, κριτικές και ερευνητικά άρθρα.
Τώρα σιγά-σιγά αρχίζετε να καταλαβαίνετε περισσότερα ή, αν προτιμάτε, να μπαίνετε στο… ψητό.
Το TasteAtlas διαθέτει έναν διαδραστικό παγκόσμιο χάρτη φαγητού με σχετικά εικονίδια πιάτων που εμφανίζονται στις αντίστοιχες περιοχές τους.
Αναπτύχθηκε πολύ, ώσπου έφτασε στο σημείο να περιλαμβάνει περίπου 10.000 πιάτα, ποτά και υλικά, όπως επίσης 9.000 εστιατόρια.
Να υπογραμμιστεί ότι δεν δημιουργήθηκε για να ανταγωνιστεί τον οδηγό Michelin ή το Tripadvisor, δεδομένου ότι κανένα εξ αυτών δεν επικεντρώνεται στο παραδοσιακό φαγητό.
Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί συστάσεις από επαγγελματίες της γαστρονομίας και κριτικές αντί για περιεχόμενο που δημιουργείται από χρήστες, αναφέροντας την αξιοπιστία ως τον κύριο λόγο.
Συνίσταται ως πόρος προγράμματος σπουδών σε πολλά εκπαιδευτικά συστήματα, όπως σε εκείνο της Ιρλανδίας και του Κάνσας.
Προκειμένου να εκπληρώσει την αποστολή του, δηλαδή να παραμείνουν ζωντανές οι παραδοσιακές συνταγές και να προωθηθούν τα αυθεντικά εστιατόρια και πρώτες ύλες, το TasteAtlas διαθέτει μια ομάδα 30 συγγραφέων που διενεργεί αυστηρή έρευνα.
Γίνεται χρήση όλων των διαθέσιμων πηγών και κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένων άρθρων και κριτικών, καθώς επίσης της δημοτικότητας στην αναζήτηση της Google.
Βασίζεται ακόμη σε σχετικά πιστοποιητικά, όπως τα προγράμματα τροφίμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Unesco και την Κιβωτό της Γεύσης.
Η βάση δεδομένων περιλαμβάνει διάσημα φαγητά (τσίζμπεργκερ, σάντουιτς, τάκο, ιρλανδικό πρωινό, σεβίτσε), αλλά και λιγότερο γνωστά, όπως το καρέ-καρέ από τις Φιλιππίνες, η αστουριανική φασολάδα (fabada asturiana) και το γεωργιανό χατσαπούρι.
Αρκετά, όμως, με τα… ορεκτικά. Το TasteAtlas έφτιαξε μία λίστα με τα 100 χειρότερα πιάτα. Και στη 10η θέση υπάρχει η σαλάτα με αγκινάρες (αναφέρεται ως aginares salata). Ε, αν είναι δυνατόν!
Η ιστοσελίδα γράφει τα εξής για το… αδικημένο φαγητό: «Πρόκειται για μια παραδοσιακή ελληνική σαλάτα με ρίζες στην Κρήτη. Αν και υπάρχουν παραλλαγές, γίνεται συνήθως με μιξ τρυφερών αγκινάρων, λεμονιού, χυμού λεμονιού, ελαιόλαδου, μουστάρδας, σκόρδου, άνηθου, αλατιού και πιπεριού.
Οι αγκινάρες κόβονται και βράζονται σε μείγμα νερού και χυμού λεμονιού. Στη συνέχεια κόβονται, αρωματίζονται εκ νέου με λεμόνι και τοποθετούνται σε μια πιατέλα.
Ένα ντρέσινγκ που αποτελείται από χυμό λεμονιού, ελαιόλαδο, μουστάρδα και σκόρδο περιχύνεται πάνω στις αγκινάρες. Η σαλάτα πασπαλίζεται με ψιλοκομμένο άνηθο, αλατοπιπερώνεται και σερβίρεται αμέσως».
Οk, δεν είναι παστίτσιο, μουσακάς ή σουβλάκι, αλλά όχι και να μπαίνει στην ίδια δεκάδα με το ισλανδικό χάκαρλ (ζυμωμένος καρχαρίας), το ισπανικό μποκαντίγιο ντε σαρντίνας (σάντουιτς με σαρδέλες) ή τον αγγλικό ζελέ από χέλια.
Οι αγκινάρες μπορούν να μαγειρευτούν με αρκετούς τρόπους, καλύπτοντας όλα τα γούστα. Μια πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο, θα πείσει και τους πιο δύστροπους. Χώρια τα οφέλη που χαρίζουν στον οργανισμό.
Βελτιώνουν την πέψη, μειώνουν τη χοληστερίνη και την αρτηριακή πίεση, προσφέρουν καλύτερη ηπατική λειτουργία, αποτελούν πολύτιμη πηγή πρωτεΐνης και άλλα πολλά.
Ακούς εκεί μες στα 10 χειρότερα πιάτα του κόσμου… Δηλαδή τυχαία βγήκε η φράση «καρδιά αγκινάρα» για εκείνους που αγαπούν εύκολα; Καλά μπορεί και ναι. Πάντως σίγουρα αμέτρητοι είναι εκείνοι που αγαπούν τις ίδιες τις αγκινάρες.