Γράφει ο Παύλος Παπαπαύλου
Βράδυ Κυριακής λαέ μου ο ηγέτης σου (εγώ είμαι αυτός) ένιωσε μια μικρή λιγούρα. Το μεσημέρι τσίμπησα κάτι (2 πέρκερ, 3 πίτες γύρο χοιρινό με σπάταλο κρεμμύδι, 1 πίτσα 4 εποχέςΧ3 χρόνια η κάθε εποχή και 1 κολοκυθοκεφτέδες), αλλά ξέχασα να βάλω ψωμί και δεν με έπιασε…
Για καλή μου τύχη εκεί κοντά είχε ένα εφημερεύων μεζεδοπωλείο, (“Ζεμπερέκι”, στο Μοσχάτο) για να ρίξω λίγη μπεντζίνα στο ρεζερβουάρ, γιατί είχα αρχίσει να τρεκλίζω απ’ την αδυναμία. Έφτασα πετώντας μέχρι το μαγαζί το οποίο βρίσκεται στα ενδότερα του Μοσχάτου κι όχι σε κεντρικό δρόμο και αφού πάρκαρα με ευκολία ξεκούμπωσα το πρώτο κουμπί του παντελονιού μου για να φτιάξω ατμόσφαιρα.
5 λεπτά αργότερα τα γκαρσόνια του μαγαζιού είχαν μπει σε πρόγραμμα κινητικότητας…
Για προθέρμανση πήρα μια κεφτέδες.
Συνέχισα με μια μερίδα συκωτάκια μπας και αρχίσω να νιώθω τίποτα
Έκανα ένα μικρό διάλλειμα για φρούτο (η ντομάτα θεωρείται φρούτο)
Και αφού τσίμπησα μια μεριδούλα πατάτες (για να φύγει η μυρωδιά του κεφτέ)
Έφαγα και τη σαλάτα που μου ‘χε γράψει ο διαιτολόγος μου (μεγάλο πράγμα η πειθαρχία στη δίαιτα).
Εντυπώσεις απ’ τον πρώτο γύρο: Τα φαγητά καλομαγειρεμένα. Το κρέας, μαλακό και ζουμερό. Η σαλάτα πιο μεγάλη και απ’ το βοσκοτόπι του Καλογρίτσα. Δοκιμάστε συκώτι και ντοματοκεφτέδες. ΘΑ-ΝΑ-ΤΟΣ. Ιδανικό μαγαζί για φαγητό στο κέντρο, το οποίο μαζεύει νεαρόκοσμο. Μείον το ότι δεν έχει κοακόλα, αλλά μόνο ΕΨΑ (χτύψες; -Αστείο με σχετικά μέτριο χιούμορ).
Επειδή είχα τρία ολόκληρα λεπτά να φωνάξω τα γκαρσόνια (πιτσιρικάδες όλοι) ένα από απ’ αυτά ήρθε να με ρωτήσει αν αισθάνομαι καλά. Μοιραίο λάθος.
Σε 10 δευτερόλεπτα τον είχα τεντώσει στέλνοντας τον να μου φέρει μια λουκουμάδες για να φύγει η μυρωδιά της πατάτας που είχα φάει για να φύγει η μυρωδιά του κεφτέ (συνεχίζεται…).
Πράγματι το επιδόρπιο κατέφθασε
Οι λουκουμάδες, φρέσκοι, ζεστοί, αλλά πιο σκληροί και απ’ τους «Σκληρούς του Μαϊάμι». Με ανεβασμένη διάθεση (και ζάχαρο) πρότεινα στην καλή μου να της κάνω ένα μαγικό. Έκλεισε τα μάτια, μέτρησε μέχρι το 3 και μόλις τα άνοιξε…
Αν κρίνω απ’ την ιπτάμενη παντόφλα που μου ήρθε στο Δόξα Πατρί δεν εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα απ’ το κόλπο της εξαφάνισης των λουκουμάδων (άμα δεν το ‘κανε το λαϊκό παιδί, αλλά ο Κόπερφιλντ όμως θα ‘χε σκίσει τα καφτάνια της απ’ τον ενθουσιασμό).
Στον πηγαιμό για την τουαλέτα (για να ρίξω λίγο νερό στο καρούμπαλο) συνάντησα ένα έργο τέχνης
Οκ, γράψτε λάθος. Δυο έργα τέχνης…
Μεθυσμένος απ’ το γλυκό πιοτό των γεύσεων λαέ μου βρήκα τη σωστή έξοδο και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι εγώ και το «Ζεμπερέκι» δεν θα τελειώσουμε έτσι εύκολα…