Όταν είσαι Κρητικός, κάποια πράγματα τα θεωρούν δεδομένα στην υπόλοιπη Ελλάδα για σένα.
Πρέπει να φοράς μαύρο πουκάμισο. Πρέπει να ‘χεις πιστόλι. Πρέπει να χύνεις αίμα για την τιμή της αδερφής σου. Και φυσικά πρέπει να τρελαίνεσαι για χοχλιούς!
Και πες εντάξει, ένα μαύρο πουκαμισάκι (για να ενισχύσω ενίοτε τη βαρβατίλα) θα το φορέσω.
Άντε να πάρω και την κουμπούρα του παππού μου στο σπίτι, σε περίπτωση που μας κάνουνε ντου οι Τούρκοι.
Καλά, για την αδερφή μου δεν το συζητώ, ούτως ή άλλως πρέπει να διαθέτει ενισχυμένη ασφάλεια ζωής όποιος έχει την ατυχή έμπνευση να την πειράξει.
Ώπα όμως, φίλε. Μέχρι εδώ. Γιατί το τελευταίο δεν μπορώ να το κάνω. Όσο και να κάνω την… κοιλιά μου πέτρα, δεν γίνεται να το δεχθώ.
Εκατό φορές λοιπόν να χορέψω πεντοζάλη με δεμένα μάτια κι έχοντας κοπανήσει πρώτα μια νταμιτζάνα ρακή (ξεροσφύρι) παρά να βάλω στο στόμα μου χοχλιούς!
Από τότε που ήμουν παιδάκι, ήταν αδύνατο να χωρέσει στο μυαλό μου ότι αυτή η πράσινη γλίτσα με το μίνι τροχόσπιτο μπορεί να καταλήξει στο στομάχι μου.
Θυμάμαι γυρίζοντας από το σχολείο στο σπίτι να μυρίζω την τηγανίλα και να ενθουσιάζομαι.
Κι εκεί που πήγαινα γεμάτος προσμονή πάνω από το τηγάνι περιμένοντας ότι θα χοροπηδάνε μέσα τίποτα μπριζολάρες, να βλέπω τα αφρισμένα μαλακιστήρια!
Πωωωωωωωωωωωωω…
Τέτοιο ξενέρωμα ούτε σέντερ φορ που μόλις έχει σκοράρει και πάνω στους πανηγυρισμούς βλέπει τον επόπτη να τον έχει βγάλει οφσάιντ.
Πραγματικά καταλαβαίνω όσους τους αρέσουν οι χοχλιοί. Περί ορέξεως εξάλλου (ειδικά στο φαΐ) ουδείς λόγος.
Εντάξει, διαολίζομαι λίγο με την ατάκα «ο καλύτερος μεζές είναι» (όταν στο ίδιο μέρος της Ελλάδας συναντάται η ευλογία που ονομάζεται αντικριστό) αλλά δεν γ…εται.
Πραγματικά όμως, δεν μπορώ να δεσμευτώ ότι θα είναι ψύχραιμη η αντίδρασή μου την επόμενη φορά που θα γίνει ο κλασικός διάλογος:
-Σ’ αρέσουν οι χοχλιοί;
-Όχι.
-Καλά, ρε φίλε, είσαι από την Κρήτη και δεν τρως τους χοχλιούς;
-Γιατί, ρε μούσκαρε, λέει πουθενά ότι στην Κρήτη τα αγόρια που δεν μαθαίνουν να τρώνε χοχλιούς από μικρά τα πετάμε από τον Ψηλορείτη;
Αυτό το τελευταίο δεν το λέω, αλλά ως πότε ακόμα θα είμαι ευγενικός; Ως πότε θα το συζητάω ακόμα; Ως πότε θα μπαίνω στη διαδικασία να επιχειρηματολογώ/απολογούμαι;
«Καλά, δοκίμασε μια φορά και αν δεν σου αρέσουν, τα ξαναλέμε».
Γιατί, ρε μάστορα, να δοκιμάσω; Εσύ κάτι που το σιχαίνεσαι και μόνο που το βλέπεις υπάρχει περίπτωση να το βάλεις στο στόμα σου;
Είμαι δηλαδή εγώ ο περίεργος και όχι εσύ που γλείφεις τα δάχτυλά σου για κάτι που σέρνεται και τρέχουν τα σάλια του, πριν τηγανιστεί εντέλει ζωντανό;
Ωραία, γιατί να μην δοκιμάσουμε τότε και σκουλήκια; Σαμιαμίδια; Πασχαλίτσες και κλασοπαπαδιές;
Μπορεί κι αυτές να είναι νόστιμες. Πού το ξέρεις άμα δεν δοκιμάσεις; Δηλαδή οι Κινέζοι που τρώνε φίδια και βατράχους μαλάκες είναι;
Δικαίωμά σου είναι λοιπόν να καταβροχθίζεις αυτό τον σπιτωμένο εξωγήινο με τις κεραίες και να ρουφάς σαν καζανάκι τα ζουμιά του από το κέλυφος.
Γούστο σου και καπέλο σου να τον θεωρείς πεντανόστιμο και εκλεκτό έδεσμα.
Ο επόμενος, όμως, που θα προσπαθήσει να με πείσει ότι «δεν ξέρω τι χάνω» και θα αμφισβητήσει την… κρητικότητά μου λόγω χοχλιών, θα φύγει «μπουμπουριστός» (μτφ. ξαπλωμένος)!
Ακριβώς σαν τον μεζέ που τόσο του αρέσει…