Το φαγητό που όλοι λατρεύουν, αλλά σχεδόν κανείς δεν παραγγέλνει μερίδα του στην ταβέρνα

Προβληματισμός για ένα σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο…

Κάποια πράγματα είναι εντελώς ανεξήγητα σε αυτή τη ρημάδα τη ζωή.

Το πώς οι παραστάσεις του Μάρκου Σεφερλή γίνονται sold out.

Το πώς έκανε καριέρα στην Μπαρτσελόνα ο Βίκτορ Βαλντές.

Το πώς κατάφερε ο Πίτερ Κράουτς (ο ΠΙΤΕΡ ο ΚΡΑΟΥΤΣ), όχι μόνο να ψήσει, αλλά εντέλει και να παντρευτεί μια γυναίκα σαν κι αυτή…

Ε, στην ίδια κατηγορία με τα παραπάνω μπαίνουν και τα… μπιφτέκια! Ή μάλλον για να το θέσουμε καλύτερα το θέμα «μπιφτέκια στην ταβέρνα».

Τα μπιφτέκια είναι φοβερό φαΐ. Είναι ζουμερά. Είναι αφράτα. Είναι νόστιμα. Γεμίζονται. Δίνουν δυνατότητα πάμπολλων παραλλαγών:

Μπιφτέκια στα κάρβουνα, μπιφτέκια γεμιστά, μπιφτέκια στον φούρνο με πατάτες, burger και σεφταλιές.

Παρόλα αυτά όμως, ισχύει ένα περίεργο… στατιστικό με την πάρτη τους. Ένα αντιφατικό φαινόμενο σαν αυτά που περιγράφηκαν παραπάνω.

Αν και αρέσουν σε όλους και είναι πάντα επίφοβο να σου τρέξει… σαλάκι από το στόμα όταν τύχει και τα σκεφτείς, ΣΠΑΝΙΑ θα παραγγείλεις μπιφτέκια όταν θα βγεις έξω για φαγητό!

ΠΡΟΣΟΧΗ!

Δεν λέει κανείς ότι στο τραπέζι της ταβέρνας που θα καθίσεις με την παρέα σου και θα αποπειραθείτε να αυτοκτονήσετε από χοληστερίνη δεν θα υπάρχουν ΚΑΙ μπιφτέκια.

Το θέμα είναι ότι δύσκολα και με συχνότητα μικρότερη του «μια στο τόσο» κάποιος θα τα παραγγείλει ως προσωπική του μερίδα!

Ναι, μπορεί να υπάρχουν στη μέση. Ναι, μπορεί να σου μύρισαν όταν περνούσαν από δίπλα με προορισμό άλλο τραπέζι και να τα παρήγγειλες κι εσύ ως… τσόντα «έτσι για τη λιγούρα».

Σχεδόν ποτέ όμως δεν θα είναι το βασικό πιάτο που θα παίξεις μπάλα. Και υπάρχουν συγκεκριμένες εξηγήσεις που συμβαίνει αυτό.

Καταρχάς τα μπιφτέκια είναι ένα φαγητό που φτιάχνεται συχνά και στο σπίτι. Όταν πας σε ταβέρνα θέλεις να φας κάτι πιο ιδιαίτερο. Καμιά μοσχαρίσια μπριζολάρα, κάνα παϊδάκι, κάνα ψαρονέφρι…

Έπειτα υπάρχει ένα εξίσου σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας: Ανησυχείς ότι ενδεχομένως να μην χορτάσεις!

Αν δεν μιλάμε για συγκεκριμένα μαγαζιά, όπου όντως τα μπιφτέκια είναι ενισχυμένα και φτιάχνονται σε μέγεθος λαγάνας, δεν ρισκάρεις την πιθανότητα να μείνεις… ακάλυπτος.

Ούτε το ενδεχόμενο να έρθει μπροστά σου μια μερίδα με δυο σβόλους αναποφάσιστους αν είναι μπιφτέκια ή κεφτεδάκια!

Άσε που πάντα υπάρχει ο κλασικός (αλλά παρόλα αυτά υπαρκτός) φόβος του τι ακριβώς είναι αυτό που θα σου σερβιριστεί.

Η αμφιβολία μήπως φας κάποιο άλλο ζώο απ’ αυτό που θα πιστεύεις. Το εύλογο άγχος ότι ο κιμάς είναι πανεύκολο (για λόγους οικονομίας του καταστηματάρχου) να νοθευτεί.

Για να μην αναφερθούμε σε ανατριχιαστικές σκέψεις του πού ακριβώς είχε τοποθετήσει νωρίτερα τα χέρια του ή τι γενετικό υλικό μπορεί να είχε εγκατασταθεί στα νύχια εκείνου ή εκείνης που έπλασε τον κιμά για τα δικά σου μπιφτέκια.

Ελπίζοντας να μην είχε την ίδια άποψη με μερακλή ψήστη που συνάντησα κάποτε στον στρατό, o οποίος στα παράπονα ότι έπιανε τα μπιφτέκια έχοντας ξύσει πρώτα με ζήλο τα καμπανέλια του, απαντούσε καθησυχαστικά:

«H σχάρα ρε τα καίει όλα ρε»!