Είμαι ένας άνθρωπος που θεωρεί πως η Αθήνα έχει πάντοτε τα πιο ανώτερα πράγματα που μπορεί κανείς να βρει στην ελληνική επικράτεια. Είμαι επίσης από τους τύπους που θα μπορούσαν να βγαίνουν κάθε βράδυ σε κάποιο μεζεδοπωλείο. Ευτυχώς η Αθήνα έχει αφθονία σε τέτοια. Δεν είμαι όμως από τους τύπους που θα μπορούσαν να δίνουν κάθε βράδυ από ένα 20άρικο για να φάνε και να πιούνε. Και η αλήθεια είναι πως η Αθήνα δεν προσφέρει πολλές επιλογές που να είναι φθηνές. Μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι. Σε αντίθεση με τον Βόλο που είναι μια πόλη εμβριθής σε αυτό το πακέτο.
Φυσικά ένας Αθηναίος είναι αναγκασμένος να υποστεί το combo που λέει ότι οι όμορφες γεύσεις θα πρέπει να πληρώνονται αδρά. Ένας Βολιώτης το ακούει και απλά γελάει. Γελάει γιατί έχει ζήσει αλλιώς τα πράγματα. Και αναρωτιέται μαζί με εμάς τους Αθηναίους, γιατί δεν σκέφτηκε ποτέ κανείς να ανοίξει ένα πραγματικό βολιώτικο τσιπουράδικο στην πρωτεύουσα. Τι είναι αυτό που προκαλεί εμπόδια;
Από τη μία είναι σίγουρα τα υψηλά νοίκια και γενικά τα έξοδα που απαιτεί ένας οποιοσδήποτε χώρος σε ένα μέρος της Αθήνας με υψηλή κίνηση. Από την άλλη είναι ότι ελάχιστα μαγαζιά διαθέτουν δική τους τράτα να βγουν στ΄ανοιχτά να κάνουν τις ψαριές τους ή έστω ο σεφ να πάει στον προμηθευτή και να του ζητήσει τα πιο φρέσκα πράγματα.
Αναμφίβολα, θα βρεθούν και άλλες μικρές παράμετροι που διατηρούν το βολιώτικο τσιπουράδικο ως αποκλειστικό προνόμιο των εμπνευστών του. Ακόμα και το ομώνυμο μαγαζί στου Ψυρρή, ουδεμία σχέση έχει με το αυθεντικό, με το ιδεατό.
Αυτό είναι σαφώς το δίκαιο, αλλά και ταυτόχρονα άδικο για εμάς που δεν ζούμε στο Βόλο. Θες να μάθεις το γιατί; Γιατί στο Βόλο τα τσιπουράδικα έχουν μια συγκεκριμένη λειτουργία που τα καθιστά πολύ πιο επιθυμητά στον πιτσιρικά και την παρέα του.
Το γεγονός πως μπορείς να πάρεις ένα μπουκάλι τσίπουρο και να μην χρειαστεί καν να ασχοληθείς με τους μεζέδες είναι η ευλογία και η «ευρεσιτεχνία» των Βολιωτών. Εδώ ο κανόνας είναι ένας. Εσύ απλά καθορίζεις πόσο τσίπουρο θα πιεις και το μαγαζί πόσους και ποιους μεζέδες θα σου φέρει. Και θα χαρείς να διαπιστώσεις ότι δεν μιλάμε για τσιγκούνηδες, αλλά για κιμπάρηδες.
Αντιλαμβάνεσαι ότι όλο αυτό το γράφω έχοντας αποκτήσει την πρόσφατη εμπειρία σε ένα βολιώτικο τσιπουράδικο. Άρα έχω απτό παράδειγμα να σου πω. Ένα μπουκάλι τσίπουρο του ενός λίτρου συνοδεύτηκε από 11-12 πιάτα με θαλασσινούς μεζέδες. Όχι τίποτα ρέγγες και αθερίνες. Θαλασσινά που δεν είναι με τίποτα φθηνά. Όπως καβουροδαγκάνες, κολιτσιάνοι ή κολλιτσάνοι, γυαλιστερές, μύδια, γαρίδες με τυρί και κόκκινη σάλτσα, καλαμάρι γεμιστό με τυρί. Τα προηγηθέντα δεν είναι με τίποτα φτήνια.
Πρακτικά, εσύ καλείσαι απλώς να πιεις 2-3 ποτηράκια τσίπουρο κι έχεις τη δυνατότητα να δοκιμάσεις από ένα εύρος πιάτων σε βαθμό που είσαι αρκετά χορτάτος αν η παρέα σου είναι 5-6 ατόμων. Αν είστε 3-4 μέχρι και που σκας. Χορτάτος χωρίς να ακολουθεί αφαίμαξη της τσέπης σου.
Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι 12 θαλασσινοί μεζέδες θα μπορούσαν να κοστίζουν κάτω από 100 ευρώ. Θεωρούσα παρανοϊκό σχεδόν να κοστίζουν κάτω από 70 ευρώ. Έμοιαζε με ουτοπία το ποσό των 63,60 λεπτών που αναγραφόταν στην απόδειξη. Μιλάμε για πιάτα που στην καλύτερη των περιπτώσεων θα τα πλήρωνες 95-100 ευρώ στην Αθήνα.
Δίπλα σε αυτή την βασική εξήγηση, πρόσθεσε και τις μικρές λεπτομέρειες που καθιστούν ένα τσιπουράδικο μια επιλογή πιο πάνω από value for money. Τον κόσμο, τη μουσική, την αντιμετώπιση των ανθρώπων του καταστήματος, την γενικότερη κατάνυξη. Κάπως έτσι το βολιώτικο τσιπουράδικο αποτελεί έναν κυρίαρχο στο Βόλο.
Κάπως έτσι είναι, με καθαρά αντικειμενικά κριτήρια, το υγρόν πυρ της πόλης και του νομού Μαγνησίας γενικότερα. Μια επιλογή που υπερέχει κάθε αντίστασης. Ό,τι κι αν αντιτάξει η Αθήνα ή κάποια άλλη πόλη, απλώς δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει.