Ο «Αρκούδας» του Μπάτμαν...

Ο τίτλος ενδεχομένως να παραπέμπει σε καρτούν, ψυχοτρόπες ουσίες, ταινία επιστημονικής φαντασίας, έναν άγνωστο σούπερ ήρωα…

Δεν γνωρίζουμε αν κάποια στιγμή θα γραφτεί κάποιο βιβλίο με αυτό το όνομα, όμως το αφιέρωμα βασίζεται σε αληθινή ιστορία.

Γράφει ο Μάνος Ανδρουλάκης

Σε ένα από τα ελάχιστα μπαρ της Αθήνας που παίζουν αυθεντική ελληνική μουσική, το Μπάτμαν, υπάρχει ένας μυστήριος τύπος που κάθεται απ’ έξω, ο «Αρκούδας».

Έτσι συνδέονται οι δύο πιο ξεχωριστές λέξεις του τίτλου…

Όταν διαβαίνει κανείς την οδό Θεοδωρήτου Βρεσθένης στον Νέο Κόσμο μετά τα μεσάνυχτα, τότε είναι πολύ πιθανό να δει έναν καλόκαρδο θηριώδη πορτιέρη  υπάλληλο του μπαρ.

Μέσα στην παγωνιά του χειμώνα, την καλοκαιρινή άπνοια, τη βροχή, το χαλάζι και όλα τα υπόλοιπα καιρικά φαινόμενα, ο «Αρκούδας» στέκεται αγέρωχος  κάθεται στα σκαλάκια δίπλα.

Ο Μπρους Γουέιν μετατράπηκε σε Μπάτμαν, όταν έγινε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας των γονιών του από έναν ληστή.

Μισό αιώνα αργότερα, το 1989, ο «Αρκούδας» που τότε ήταν ακόμη Νικολάκης, είδε να μετατρέπεται σε μπαρ ένα μικρό ισόγειο όχι πολλά μέτρα μακριά από το σπίτι του.

Αν περάσεις μέρα από το Νο40 της Θεοδ. Βρεσθένης δεν θα δεις τίποτα…

Πλέον, οι Αθηναίοι λάτρεις του παλιού καλού λαϊκού, του ρεμπέτικου, του «έντεχνου», ακόμη και του ροκ, δεν γνωρίζουν μόνο το Μπάτμαν.

Πλέον, γνωρίζουν ότι Μπάτμαν χωρίς τον Νίκο είναι σαν Μπάτμαν χωρίς… Ρόμπιν. Απλά ο ένας το βράδυ γίνεται νυχτερίδα κι ο άλλος «Αρκούδας».

Αρκετά, όμως, με τις συστάσεις….

Το Menshouse.gr επισκέφθηκε το «άνδρο» του «Αρκούδα» και πήρε μια γεύση από τη ζωή ενός ανθρώπου που εργάζεται τις δύσκολες ώρες της νύχτας, αλλά δεν χάνει ποτέ την κινηματογραφική πλευρά του χαρακτήρα του.

Ένα alter ego του Κώστα Μακέδου από το «The Kopanoi» που δεν κρατά σάντουιτς, αλλά ένα κινητό-μπακατέλα (τελευταία εκσυγχρονίστηκε κάπως) και προστατεύει όχι έναν (Κώστας Παληός), αλλά όλους τους θαμώνες του μπαρ.

-Γιατί σε λένε «Αρκούδα»;

«Αυτό μου το είχαν βγάλει στην Α’ Λυκείου. Ήμουν αξύριστος. Δεν είχα ξυριστεί μέχρι τότε. Ένας κολλητός με έβγαλε και μου έμεινε. Όλη η Αθήνα σαν «Αρκούδα» με ξέρει».

-Σε ενοχλεί αυτό το παρατσούκλι;

«Όχι, ποτέ. Και κόσμος που το ακούει εδώ μέσα, ντρέπεται να με φωνάξει «Αρκούδα».

-Πόσα χρόνια δουλεύεις στο Μπάτμαν;

«Τα Χριστούγεννα θα κλείσω 8 χρόνια».

-Πώς την παλεύεις εδώ έξω τον χειμώνα με το κρύο και το καλοκαίρι με τη ζέστη;

«Το καλοκαίρι είναι λίγο δύσκολο. Με τη ζέστη μαρτυράω. Αλλά τον χειμώνα ντύνομαι και είμαι κυριλέ».

-Έχεις και σόμπα;

«Όχι, δεν έχω. Απλά φοράω τα κατάλληλα ρούχα. Δεν περνάει τίποτα. Έχω και τον απαιτούμενο όγκο, οπότε όλα καλά (γέλια)».

-Όταν κρυώνεις, μπαίνεις μέσα;

«Ναι, μπαίνω».

-Πίνεις και σφηνάκια με τον κόσμο;

«Εννοείται, αφού τόσα χρόνια εδώ ξέρω τους πάντες και με ξέρουν οι πάντες. Με κερνάνε, τους κερνάω, χαβαλέ…».

-Έχει τύχει ποτέ να τσακωθείς ή να συμβεί κάποιο παρατράγουδο;

«Ψιλοπαρεξηγήσεις συμβαίνουν συχνά, όμως «χοντρό» σκηνικό έχει γίνει μια φορά μόνο. Δεν μου άρεσε που συνέβη, αλλά έγινε».

-Με μεθυσμένους φαντάζομαι.

«Ναι, υπάρχουν και τέτοιοι».

-Έχεις τον τρόπο να τους διαχειριστείς;

«Πλέον ναι. Μετά από τόσα χρόνια τους έχω μάθει».

-Έρχονται και διάσημοι στο Μπάτμαν;

«Ανά τακτά διαστήματα όλο και κάποιος θα περάσει».

-Όπως;

«Μια φορά είχε έρθει η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Ο ηθοποιός Κώστας Αποστολάκης, η Δήμητρα Ματσούκα και πολλοί άλλοι που δεν τους θυμάμαι».

-Εσύ, πλέον, διατηρείς και πιο φιλικές σχέσεις με διάσημους;

«Ναι. Και με το όνομά μου κανονικά. Με το μικρό μου».

-Πώς σε λένε;

«Νίκο».

-Πώς είναι να ξενυχτάς σχεδόν κάθε βράδυ και να κοιμάσαι πρωί;

«Στην αρχή ήταν λίγο δύσκολο. Δηλαδή κοιμόμουν το πρωί και «ξεραινόμουν» μέχρι το βράδυ. Τώρα το έχω συνηθίσει και κοιμάμαι λίγο το μεσημέρι».

Ποιο είναι το πρόγραμμά σου;

«Έρχομαι 00:30. Φεύγω στο κλείσιμο. Είμαστε στάνταρ μέχρι τις 06:30, αλλά μπορεί να πάει μέχρι τις 07:00 – 07:30».

-Όταν έχεις ρεπό έρχεσαι ως πελάτης ή το αποφεύγεις;

«Έρχομαι, δεν έχω πρόβλημα. Μένω και κοντά, οπότε και βόλτα αλλού να πάω, αναγκαστικά από ‘δω θα περάσω».

-Είναι το δεύτερο σπίτι σου δηλαδή.

«Τώρα ναι».

-Για πες τώρα κανά ευτράπελο.

«Τον δεύτερο χρόνο μου εδώ, «σκάει» μια τύπισσα, της ανοίγω την έξω πόρτα και αρχίζει να ψάχνει πώς ανοίγει η μεσαία πόρτα. Μου λέει ‘τι κάνω;’ Της λέω ‘σπρώξε’. Και τι γυρίζει ρε φίλε και μου λέει;

‘Μέσα ή έξω;’ Της λέω ‘σπρώξε έξω, να σε δω’. Μόλις κατάλαβε τι είπε, σηκώθηκε και έφυγε! Δεν μπήκε στο μαγαζί!  Άλλη μια φορά έχει βγει ένας, παραπατάει, τον πιάνω και μόλις σηκώνεται στα πόδια του μου κάνει ‘άντε γ… ρε, που θα με πιάσεις κιόλας’».

Τα περισσότερα παιδιά «τρέφονται» με σούπερ-ήρωες. Μεγαλώνοντας, επειδή το μυαλό κρατά τα πάντα από γεννησιμιού, αναζητούν ενδόμυχα «ήρωες» της καθημερινότητας.

Ο «Αρκούδας» είναι τυχερός για δύο λόγους: α) Γιατί όσοι έχουν τόσο διαδεδομένα παρατσούκλια δεν ξεχνιούνται ποτέ και β) Γιατί -γερός να είναι- θα έχει αμέτρητες ιστορίες για να διηγηθεί όταν θα βγει στη… σύνταξη

Τυχεροί είναι επίσης εκείνοι που μπορούν να ξεχωρίσουν την αυθεντία από το κιτς. Το γουστόζικο κλασικό από τη φτιασιδωμένη μόδα. Το καλό λαϊκό τραγούδι από τα υποπροϊόντα.

Το Μπάτμαν δεν είναι ούτε «αφτεράδικο» (άκου λέξη) ούτε «καμένο» ούτε «κονσομασιόν». Το μαγαζί αυτό είναι παρέα, είναι συναίσθημα, είναι ταξίδι. Και ο «Αρκούδας» είναι απλώς ένας από τους πολλούς «ήρωες» του.

Πώς ήταν τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία και τα γήπεδα σε άλλες εποχές, όταν οι περισσότεροι γνωρίζονταν μεταξύ τους; Αυτό είναι το Μπάτμαν.