Δε χρειάζεται να είσαι ο Daredevil και να έχουν οξυνθεί σε υπεράνθρωπο βαθμό οι αισθήσεις σου. το μυρίζεις. Μπορεί να περπατάς στην αρχή της Τσιμισκή ή να βρίσκεσαι κάτω από τον Λευκό Πύργο και να θαυμάζεις τον πεντακάθαρο πράσινο Θερμαϊκό, όμως το νιώθεις να σε καλεί σαν γαστριμαργική Σειρήνα και ψάχνεις απελπισμένα κατάρτι για να δεθείς και να μην υποκύψεις στον πειρασμό.
Μην παιδεύεσαι αδίκως: το σουβλάκι που φλερτάρει απροκάλυπτα με τα κάρβουνα στην ιστορική γωνίτσα της Κούσκουρα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι για σένα η Ιθάκη σου- κι ας μη σε λένε Οδυσσέα (αν και, για λόγους δραματικότητας, θα βοηθούσε να σε λένε).
Δε σε αδικούμε, έχουμε περάσει κι εμείς το ίδιο επαναλαμβανόμενο μαρτύριο περίπου άπειρες ν+1 φορές στην κοιλιόδουλη ζωή μας. Ο «φταίχτης» έχει χαριτωμένο όνομα και δε γίνεται να μην το γνωρίζεις: «Ντερλικατέσεν».
Ναι, σε περίπτωση που χτύπησε τηλεοπτικό καμπανάκι, είναι πράγματι το «παιδί» του Δημήτρη Εικοσιδυού, τον οποίο απολαμβάναμε στην πρώτη περίοδο του λατρεμένου- για πολλούς, νοσταλγικούς λόγους- Α.Μ.Α.Ν., καθώς υπήρξε ένας εκ των ιδρυτών του (πριν προχωρήσει παραπέρα και κάνει το «22»).
Στο «Όλα σουβλάκι», όπως είναι το… υπόλοιπο του ονόματος του Ντερλικατέσεν, μπορεί κανείς ν’ απολαύσει (κρατηθείτε) σουβλάκια που προκαλούν παρατεταμένο οργασμό στον ουρανίσκο, καθώς επίσης και διάφορα άλλα κρέατα, με την ηχηρή απουσία του γύρου να κλέβει μέρος της γευστικής παράστασης.
Αυτό, ωστόσο, που θα μας αναγκάσει να μπούμε σε ατραπούς ξεδιάντροπου clickbait και θα μας κάνει ν’ αναφωνήσουμε «Θα σας κάψει το μυαλό: Το πιο αδιανόητο σουβλακοειδές που έχετε φάει ποτέ είναι εδώ και σας στέλνει αδιάβαστους- Τολμάτε να το δοκιμάσετε;» είναι η ατραξιόν του μαγαζιού, το περιβόητο «δικάβαλο».
Με τα πλήκτρα να πατιούνται δύσκολα λόγω του γεγονότος πως έχουν γεμίσει σάλια και μόνο που το φέραμε στο μυαλό μας, θα προσπαθήσουμε να σας εξηγήσουμε τι είναι: αντί για πίτα, βάζουμε τορτίγια.
Στη μια της πλευρά, έχουμε ένα σουβλάκι (βοήθεια του φιλεύσπλαχνου κοινού: όπου «σουβλάκι»= «καλαμάκι» στην Αθήνα και τη νότιο Ελλάδα εν γένει), στη μέση βάζουμε σως (ή ό,τι άλλο θέλετε από αλοιφές- μην αρχίσετε τώρα το αστείο για τις counterpain, είμαστε ακόμα στα πατώματα από την προηγούμενη φορά που το είπατε, λυπηθείτε μας), ντομάτα και κρεμμύδι, στην άλλη πλευρά ακόμα ένα σουβλάκι και στο τέλος τυλίγουμε την τορτίγια.
Να, δηλαδή, κάπως έτσι:
Στη συνέχεια, αφήνουμε τα καταπιεσμένα αρχέγονα ένστικτά μας να βγουν στην επιφάνεια και, γορίλες όντες, ισοπεδώνουμε το δικάβαλο μέχρι να πει κάποιος “Homo Sapiens”.
Έπειτα παραγγέλνουμε ακόμα ένα, επαναλαμβάνουμε την κτηνώδη διαδικασία του επιμελώς ατημέλητου μασουλήματος και μετά πηγαίνουμε να ρίξουμε το κουφάρι μας στα τσιμέντα της Ναβαρίνου, καθώς, αίφνης, το να σταθείς όρθιος μοιάζει δυσκολότερο κι από το να πεις «Μια τίγρης έχει τρία τιγράκια» 6 φορές σερί χωρίς να κάνεις λάθος.
Το «δικάβαλο» αποτελεί- εδώ και 15 χρόνια- κρεάτινο «αξιοθέατο» της συμπρωτεύουσας και, αν βρεθείς εκεί έστω και ως επισκέπτης, είναι κάτι που σχεδόν… υποχρεούσαι να φας αν θέλεις να λες πως δοκίμασες θεσσαλονικιώτικο σουβλάκι.
Άλλωστε, θέλοντας και μη, θα σε κερδίσουν οι Σειρήνες. Το μελωδικό τους τραγούδι σε καλεί σε νέο μαρτύριο κι εσύ, το ξέρεις καλά, είσαι έτοιμος να υποκύψεις και να το απολαύσεις, μέχρις ότου ν’ αποδείξεις εμπράκτως πως υπάρχει φιλία ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, καθώς θα κάνεις κολλητή σου την (καλοδεχούμενη) δυσπεψία.
Γιατί, να σε πω και κάτι γιαβρί μου; Σαν το δικάβαλο (και τη Χαλκιδική) δεν έχει.
Φάε ένα και θα τα ξαναπούμε- αν και κάτι μας λέει πως ξέρουμε από τώρα την αντίδρασή σου.
Θα είναι, εικάζουμε, 3 πάρα πολύ συγκεκριμένες λέξεις:
«Πλάκα με κάνεις;!»