Έλεος πια: Το πιο υπερτιμημένο φαγητό όλων των εποχών!

Επιτέλους κάποιος έπρεπε να το πει…

Σαν να βλέπω ήδη μπροστά μου τα σχόλια στο τέλος αυτού του κειμένου.

«Τι είναι αυτά που λες, ρε μυρωδιά»; «Καλά, εντάξει, βγαίνει ο κάθε άσχετος να πει την παπαριά του». «Ντουγάνι, γράψε για κάτι άλλο, γιατί από φαΐ έχεις μεσάνυχτα».

Απτόητος όμως από τέτοια γλυκά μηνύματα, κατάρες και παναγίτσες (ναι, υπάρχει κόσμος που μπορεί να σε βρίσει επειδή λες ότι ένα φαγητό δεν σου αρέσει), θα το ξεστομίσω.

Θα γίνω η φωνή όλων εκείνων που το σκέφτονται, αλλά δεν τολμούν να εναντιωθούν σε ένα από τα μεγαλύτερα γευστικά κλισέ.

Θα εκπροσωπήσω όλους αυτούς που απορούν για τη θεοποίηση ενός «ιερού τέρατος» της ελληνικής κουζίνας. Kαι θα ρωτήσω ευθέως:

ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΟ ΥΠΕΡΤΙΜΗΜΕΝΟ ΦΑΓΗΤΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΣΤΙΤΣΙΟ;;;

Προσοχή, δεν λέει κανείς ότι δεν είναι νόστιμο. Ότι του προκαλεί ξενέρωμα όπως οι μπάμιες.

Ότι γυρνώντας στο σπίτι και διαπιστώνοντας ότι αυτό έχει ετοιμάσει η μάνα του, θα της βάλει τις φωνές.

Απλά (είμαστε πολλοί που πιστεύουμε ότι) περιγράφεται καλύτερο απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα.

Μοιάζει υπερβολικό (όσο κι αν μιλάμε για ένα εντελώς υποκειμενικό ζήτημα) να χαρακτηρίζεται ως το αγαπημένο φαγητού κάποιου.

Είναι, ρε παιδί μου, σαν να λέει κάποιος ότι αγαπημένος του παίκτης είναι ο Παναγιώτης Κόρμπος.

Ναι, τίμιος, μαχητικός, αρέσει σε όλους τους προπονητές, αλλά παραμένει ο Παναγιώτης Κόρμπος. Και δύσκολα θα τον ξεχώριζες από τόσους και τόσους παιχταράδες.

Έτσι λοιπόν και με το παστίτσιο. Δεν γίνεται στον κόσμο όπου υπάρχουν σούπερ σταρ όπως το μοσχαράκι με γιουβέτσι, τα γεμιστά ή το αντικριστό να λατρεύεται το ξενέρωτο ανιψάκι του μουσακά!

Γιατί ο… θείος διαθέτει επιπλέον μελιτζάνα, κολυκυθάκι και πατάτες. Εμπλουτίζει το περιεχόμενο. Σου δίνει κι άλλα γευστικά ερεθίσματα για να τον αγαπήσεις.

Και δεν προσπαθεί να σε δελεάσει μονάχα με τον συνδυασμό μακαρονιού, κιμά και μπεσαμέλ.

Εξάλλου αυτή η τελευταία αποτελεί ίσως και τον βασικό λόγο της μετριότητας του παστίτσιου. Γιατί δεν είναι πάντα δεδομένο ότι θα έχει φτιαχτεί ακριβώς με τον τρόπο που πρέπει.

Η κρεμώδης και πηχτή υφή της είναι εύκολο να σου δημιουργήσει αηδιαστικούς συνειρμούς.

Και η γεύση της (αν δεν έχει προστεθεί τυρί στη συνταγή) είναι πιο ουδέτερη και από τον Ιωσήφ Νικολάου όταν διαβάζει κάρτες αποτελεσμάτων…

Εντάξει, για το χοντρό μακαρόνι το παραδεχόμαστε. Το λατρεύουμε όλοι. Άλλωστε κάθε μερακλής που σέβεται τον εαυτό του παρακαλούσε σε νεαρή ηλικία τη μάνα του να του κρατήσει μερικά ΠΡΙΝ τα βάλει στο παστίτσιο.

Ίσως γι’ αυτό μετά να μην ενθουσιαζόμασταν με το κυρίως φαγητό. Επειδή είχαμε ήδη χορτάσει εν μέρει τρώγοντας το χοντρό μακαρόνι με λίγο τυράκι ή και κιμά.

Ακόμα κι αυτό το «ελαφρυντικό» να έχει όμως το παστίτσιο, δεν αλλάζει ότι υπάρχουν αρκετοί που το αντιμετωπίζουν με αδιαφορία.

Ότι είμαστε ακόμα περισσότεροι εκείνοι που το γυρίζουμε ανάποδα στο πιάτο, για να το πασπαλίσουμε με έξτρα τυράκι από πάνω μπας και αποκτήσει λίγο περισσότερο ενδιαφέρον.

Άσε που δεν τρώγεται με τίποτα την επόμενη μέρα!

Τότε που η μπεσαμέλ έχει σκληρύνει, ο κιμάς έχει στεγνώσει, το μακαρόνι παλεύει μόνο να σώσει την κατάσταση κι εσύ καταλήγεις με το… τηλέφωνο στο χέρι.

Για να παραγγείλεις κάτι να φας, με την ελπίδα στην αναμονή κλήσης να μην ακούγεται κάτι τέτοιο…