Εντάξει, δεν αντιλέγει κανείς- έχετε δίκιο. Το ξέρουμε. Ο καθένας έχει τα γούστα του, κι αυτό που για τον έναν μπορεί να είναι το κορυφαίο πιτόγυρο της γης, για κάποιον άλλον μπορεί ν’ αντιμετωπίζεται με ελαφρύ ανασήκωμα των ώμων κι ένα απαξιωτικό «εεεχμ…» Το καταλαβαίνουμε, ΟΚ. Όμως. Όμως μέσα στην υποκειμενικότητα υπάρχουν και κάποια σταθερά ψήγματα αντικειμενικότητας, που καθιστούν το ένα σουβλάκι καλύτερο από το άλλο. Έτσι δεν είναι;
Υπάρχουν κάποια τυλιχτά που, όπως και να το κάνουμε, κάνουν τη διαφορά και, παράλληλα, κάνουν τους απανταχού κοιλιόδουλους να γλείφουν τα χέρια τους από ευχαρίστηση, λίγο πριν παραδοθούν στη θελκτική αγκάλη της δυσπεψίας.
Ένα από αυτά, λοιπόν, είναι ο λατρεμένος «Διόνυσος» στην Κυψέλη- κάτι που οι μύστες θα σας το επιβεβαιώσουν. Ένα από τα παλαιότερα ψητοπωλεία της Αθήνας (έτος… έναρξης το μακρινό 1954), αποτέλεσε στέκι πολλών ηθοποιών και τραγουδιστών, ενώ ήταν η μόνιμη «κατάληξη» των φοιτητών μετά από εξόδους που πήγαιναν τον όρο «κραιπάλη» σε άλλα επίπεδα.
Το μενού στο «Διόνυσο» περιλαμβάνει πιτόγυρα με «στεγνή» πίτα προκειμένου να μη γίνονται τα χέρια σου χάλια, γύρο με όσο λίπος χρειάζεται (ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο) και τζατζίκι να συμπληρώνει το… οπτικοακουστικό κομψοτέχνημα. Το μυστικό λένε όσοι έχουν δοκιμάσει το έργο τέχνης έστω και μια φορά κρύβεται στην πίτα. Είναι τόσο… ελαφριά και νόστιμη που δεν σε βαραίνει ούτε μετά το τρίτο τυλιχτό.
Πέραν αυτών- μιας και το ‘φερε η ηλεκτρονική κουβέντα- υπάρχουν και μαγειρευτά, αλλά και Μεξικάνικο για τους πιο «εναλλακτικούς».
Και το καλύτερο όλων;
Είναι τέτοιος ο βαθμός του κρεάτινου εθισμού στο «Διόνυσο» που πολλοί γονείς με παιδιά που σπουδάζουν στο εξωτερικό παίρνουν από κει σουβλάκια, τα συσκευάζουν και τα στέλνουν… ντελίβερι με το αεροπλάνο στην Αγγλία ή σε όποια άλλη χώρα βρίσκονται.
Μεταξύ μας, τους αδικεί κανείς;