Ανάμεσα στις πολλές παραδόσεις που τείνουν να χαθούν πλήρως, θα πρέπει να περιλαμβάνονται και οι περίφημες τσιγαρίδες. Η χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια ανέβαιναν στα ύψη, όμως, ο γενικός τρόπος ζωής δεν ήταν τόσο βλαβερός. Ναι, καλά καταλάβατε, το θέμα είναι αφιερωμένο σε μερακλήδες!
Σε αλλοτινές εποχές, όταν η πλειοψηφία των Ελλήνων εξέτρεφε ζώα στο σπίτι, η διαδικασία συχνά ήταν… από την παραγωγή στην κατανάλωση. Κοινώς όλοι ήξεραν τι βάζουν στο στομάχι τους. Χωρίς ζωοτροφές και λοιπά αμφιλεγόμενα προϊόντα.
Οι τσιγαρίδες, για τις οποίες θα διαβάσετε παρακάτω, αποτελούσαν παράγωγο του χοίρου, το οποίο μεγάλωνε για περίπου έναν χρόνο, προτού καταλήξει στο οικογενειακό πιάτο. Τρεφόταν με βελανίδια, τσουκνίδες, χόρτα και αποφάγια.
Εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι ήταν συντρέχτες. Δηλαδή ο ένας υποστήριζε τον άλλον και όλοι μαζί προσπαθούσαν να επιβιώσουν σε χαλεπούς καιρούς. Εικόνα αρκετά διαφορετική από τη σημερινή, ιδίως για όλους όσοι ζουν στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Το ιδανικό ήταν ένα ζώο να ζυγίζει έως 100 κιλά, όπως επίσης να διαθέτει μπόλικο ξίγκι. Είπαμε, το άρθρο δεν ενδείκνυται για ανθρώπους με αυξημένη χοληστερίνη και πάνω από 200 mg/dl τριγλυκερίδια. Αν και τότε οι θερμίδες ήταν χρήσιμες, ιδίως όταν ο χειμώνας αποδεικνυόταν βαρύς.
Η πολυήμερη νηστεία αποτελούσε πια παρελθόν. Τα γουρουνάκια καίγονταν σε τζάκια. Οι άνθρωποι γέμιζαν τα στομάχια τους για μέρες. Ήταν μία περίοδος που συνοδευόταν και με άφθονο κρασί.
Παράλληλα, ένα σεβαστό μέρος του κρέατος, σκεπασμένο με καυτό λίπος, τοποθετούνταν σε κιούπια. Οι εποχές ήταν δύσκολες, επομένως τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Οι νοικοκυρές είχαν… στοκ για μήνες.
Οι γυναίκες έφτιαχναν πηχτή με τα αυτιά και τα πόδια, ενώ με τα έντερα ετοίμαζαν λουκάνικα και με το δέρμα (αφού το ξύριζαν) συνόδευαν τα όσπρια.
Οι τσιγαρίδες παρασκευάζονταν από το προαναφερθέν λίπος, το οποίο στραγγιζόταν και φυλασσόταν σε δροσερό μέρος, με σκοπό να χρησιμοποιείται στο μαγείρεμα καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Ονομαζόταν λαρδί ή γλίνα (ή και γλίτσα, αλλά αυτό δεν… ακούγεται ωραίο). Επί της ουσίας, πρόκειται για ένα άσπρο σκληρό κομμάτι που βρίσκεται ανάμεσα στην πέτσα και το κρεατάκι. Έπειτα οι λωρίδες που αφαιρούνταν από το σημείο, κόβονταν σε παραλληλόγραμμα ή τετράγωνα κομματάκια. Με αυτό έφτιαχναν πίτες, τηγανίτες ή το άλειφαν πάνω σε φέτες ψωμιού, διότι ως γνωστόν το ζωικό λίπος έχει την υφή βουτύρου, ενώ το χρησιμοποιούσαν ακόμα και στα γλυκά.
Σε περίπτωση που κάποιος ενδιαφέρεται να ετοιμάσει αυτόν τον εκλεκτό μεζέ, θα πρέπει να βάλει τα κομματάκια σε μια κατσαρόλα, χωρίς νερό και λάδι, παρά μόνο συνοδεία αλατιού αν φυσικά το επιθυμεί. Έπειτα, τα ψήνει σε πολύ χαμηλή φωτιά, τα ανακατεύει συχνά και σταδιακά χύνει το υγρό λίπος που προκύπτει από τη διαδικασία. Όταν πια λιώσει όλο το λίπος και απομείνουν οι στεγνές λωρίδες, τα πάντα είναι έτοιμα για το σερβίρισμα και την κατανάλωσή του.
Οι παλιοί και οι γνώστες υποστηρίζουν ότι οι τσιγαρίδες θυμίζουν μπέικον. Άλλοι τις παραλληλίζουν με τσιπς, επειδή είναι πολύ τραγανές. Σε κάθε περίπτωση, απευθύνονται σε γερά στομάχια. Για ιστορικούς λόγους, αξίζει να αναφερθεί ότι σε περιοχές όπως η Μακεδονία και η Θράκη είχαν την τιμητική τους λόγω των πολύ χαμηλών θερμοκρασιών του χειμώνα. Επίσης, όπως επιβεβαιώνουν και οι διαδικτυακές αναφορές, η Κρήτη ήταν ένας τόπος που ο εκλεκτός αυτός μεζές είχε πάρα πολλούς θαυμαστές.
Η πολλαπλή χρήση των τσιγαρίδων, οι οποίες ονομάζονταν και τζουμπερίγκες ή τσιμπρίκες σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, είχε ως αποτέλεσμα να γίνονται ανάρπαστες. Αν σας κέντρισε το ενδιαφέρον το άρθρο, απευθυνθείτε σε κρεοπώληδες ή απανταχού μερακλήδες. Θα ξετρελαθείτε!