Σάμα: Ο Αντόνιο ντι Μπενεντέτο μας πάει στην Αμερική των κονκισταδόρες

Όχι για να κατακτήσουμε, αλλά για να ζήσουμε μια κατάσταση αναμονής και ληθαργικών ημερών.

Ο τρόπος που λειτουργεί η λογοτεχνία και γενικά ο γραπτός λόγος είναι συναρπαστικός. Ο Αντόνιο ντι Μπενεντέτο είναι ένας άνθρωπος που έγραφε στα μέσα του 20ου αιώνα και έφτασαν τα τέλη του για να αναγνωριστεί καθ΄ολοκληρία σε όλη τη Λατινική Αμερική. Έφτασε ο 21ος αιώνας για να συμβεί το ίδιο στην ισπανόφωνη λογοτεχνία συνολικά. Ήρθε η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα για να συμβεί το ίδιο και σε άλλες χώρες.

Στην μακρινή Ελλάδα του 2018 ήταν η στιγμή που το Zama του ή Σάμα στα ελληνικά θα έπαιρνε μια θέση πλησίον των άλλων μεγάλων της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Μαρκές, Μπολάνιο, Βάσκες, Σεπουλβέδα, Μπόρχες, Κορτασάρ, Παδούρα και ο Μπενεντέτο. Μετά τους Αυτόχειρες, το Σάμα είναι το βουλοκέρι της εμβληματικής γραφής του.

Το Σάμα δεν το διακρίνεις στις πρώτες σελίδες του. Το διακρίνεις στα χωρία που καταργεί την πραγματικότητα. Εκεί που μεταφέρει τον Ντιέγο ντε Σάμα, τον ήρωα του, σε γεγονότα που λανθάνουν της πραγματικότητας.

Ο δον Ντιέγο ντε Σάμα είναι ένας επιτετραμμένος του στέμματος στη Λατινική Αμερική των τελών του 18ου αιώνα. Χαμηλά στην κλίμακα των αξιωμάτων είναι η αλήθεια. Κι επειδή είναι χαμηλά αποβλέπει σε μια άνοδο. Μια άνοδο που θα του δώσει μια εδαφική επικυριαρχία και μια θέση δίπλα στην οικογένειά του από την οποία απέχει για αρκετά χρόνια.

Βρίσκεται κάπου στην Παραγουάη, άγνωστος μεταξύ αγνώστων και γνωστός μεταξύ μη φίλων. Δεν έχει πολλούς να εμπιστευτεί και περνάει τις ημέρες του περιμένοντας το πλοίο που θα τον πάρει. Οι κονκισταδόροι καταφτάνουν και εναλλάσσονται σαν σε ρολόι γύρω του, τα πρόσωπα αλλάζουν, φυλές Ινδιάνων μπλέκονται μαζί του κι εκείνος απλώς αναμένει ένα γράμμα μετάθεσης από την ισπανική αυτοκρατορία.

Ένα γράμμα που δεν φαίνεται ότι θα έρθει. Κι όσο δεν έρχεται, τόσο ο Ντιέγο μπαίνει σε μια ανακίνηση των αισθήσεων και της λογικής του. Οδηγείται στην απιστία, κάνει ένα παιδί που το αποστρέφεται, γίνεται αιχμάλωτος Ινδιάνων, μάρτυρας αλληλοσκοτωμών, αλλά πάνω απ΄όλα δέσμιος των παραισθήσεων του.

Η αδημονία του τον σπρώχνει σε έναν κυκεώνα εμπειριών που κανείς δεν μπορεί να πει πόση αλήθεια και πόση αποπλάνηση εμπεριέχουν. Στην ουσία ο Σάμα βρίσκεται στο ύστατο περιθώριο της ύπαρξης. Δεν υπάρχει έννοια του χρόνου ούτε με τη σημερινή της μορφή ούτε με την τότε. Με καμία μορφή. Όλα έχουν σταματήσει να λειτουργούν μέσα του. Μόνο η ανάγκη του για να ξανανιώσει άνθρωπος υπάρχει.

Ο Αντόνιο ντι Μπενεντέτο μοιάζει να στήνει μια αόρατη γραφομηχανή μπροστά στα μάτια μας και πατάει με νωχέλεια κάθε της γράμμα. Με νωχέλεια και πάτημα σαν αυτά που κάνουν οι παππούδες μας στα πλήκτρα του τηλεκοντρόλ. Το κάνουν γιατί πιστεύουν ότι αλλιώς δεν πρόκειται να αλλάξει το κανάλι.

Έτσι και ο Μπενεντέτο. Πατάει δυνατά την αόρατη γραφομηχανή του γιατί μόνο έτσι αλλάζει η καθημερινότητα του Σάμα. Προς το καλύτερο, προς το χειρότερο, προς το ουδέτερο. Ελάχιστη σημασία έχει ποιο απ΄όλα. Σημασία έχει ότι ορθώνεται μπροστά στα μάτια μας όλη η Λατινική Αμερική, η κάψα του κατακτητισμού, η ελπίδα, η προσμονή.

Ο Σάμα γίνεται ένα σύμβολο παρά ένα τυχαίο πρόσωπο. Δεν είναι ένας άνθρωπος εν τέλει. Είναι μια εποχή και μια περιοχή. Δοσμένη με κωμικοτραγικές εκφάνσεις που εισχωρούν στις εικόνες του αναγνώστη.

Είναι ένα ολόκληρο κομμάτι μιας Ιστορίας που γράφεται αλλιώς από τον Μπενεντέτο. Κι αυτό έχει μια αθεράπευτη γοητεία σε αναγνωστικό επίπεδο. 

* Σάμα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Μετάφραση Άννα Βερροιοπούλου