«Αν χρειαστεί ποτέ να διαλέξω ανάμεσα στο να προδώσω την πατρίδα μου ή τον φίλο μου, τότε ελπίζω να έχω τα κότσια να προδώσω την πατρίδα». Μια τέτοια φράση θα ηχούσε πολύ άσχημα σε αρκετούς τη σήμερον ημέρα. Μια τέτοια φράση σίγουρα θα ήχησε πολύ άσχημα πριν από 80 περίπου χρόνια. Τότε, ο Έντουαρντ-Μόργκαν Φόρστερ «φύτευε» αχνά μεν, στεντόρεια δε ιδέες που ούτε καν είχαν υπάρξει στον μέσο άνθρωπο εκείνη την εποχή. Υπήρχαν ίσως σε κρυφές και φανερές ηγεσίες, με άκρα μυστικότητα και κρυψίνοια σε κάθε περίπτωση. Σε ένα από τα μικρά του δοκίμια, στο «Η Μηχανή Σταματά» δίνει σχηματικά και με σαφήνεια πράγματα που σήμερα τα έχουμε ως κοινό τόπο και δεν μας προκαλούν έκπληξη οι μετεξελίξεις των. Το 1928 όμως δεν είναι σήμερα. Και το σήμερα δεν είναι με τίποτα 1928.
Στο Η Μηχανή Σταματά υπάρχει μια προφανής ανάγνωση, αλλά υπάρχει και η πολυσχιδής, εκείνη που απαιτεί ή χρειάζεσαι grosso modo να ενώσεις κι άλλα κομμάτια του παζλ. Όπως την φράση του Φόρστερ που ξεκινάει το κείμενο.
Αποτελώντας έναν από τους πιονέρους του μεγάλου φουτουρισμού και της δυστοπικής πορείας της ανθρωπότητας, ο Φόρστερ δυσαγγελιζόταν ένα επέκεινα της ύπαρξης όπου τα πάντα θα είναι όσο λιγότερο ανθρώπινα γίνεται. Στο μικρό δοκίμιο του (μόλις 82 σελίδες η ελληνική έκδοση, αλλά αν αφαιρέσεις τη φύρα το βιβλίο είναι μέσες άκρες 50 σελίδες) στήνει έναν κόσμο που σπερματοδότησε ιδέες στο κεφάλι του Μάμφορντ, του Χάξλι και του Όργουελ λίγα χρόνια αργότερα. Ίσως και να βρέθηκαν κάποτε σε ένα κοινό σαλόνι από τα λογοτεχνικά της Ευρώπης για να ανταλλάξουν ιδέες.
Η Μηχανή. Ο δικός του Φορντ. Οι πολιτισμοί πέθαναν. Πέθαναν και εμπιστεύτηκαν τη φύση και το νόμο της πλήρωσης για μια τελευταία φορά. Άρπαξαν τον επιθανάτιο ρόγχο του παλιού Θεού. Της φύσης. Γεννήθηκαν νέοι πολιτισμοί, έσκαψαν βαθιά στη γη και έκαναν τη Μηχανή το κέντρο της ζωής, της ανάσας και της διεπαφής τους.
Στον κόσμο της Μηχανής υπάρχει η τηλε-επαφή. Βλέπεις τον άλλον, μπορείς να τον μυρίσεις, αλλά ως εκεί. Ο άνθρωπος δημιουργείται με ένα βιολογικό προκαθορισμό ώστε να απεχθάνεται την απτική επαφή. Δημιουργείται. Είναι προϊόν εργοστασίου.
Μαζικός και διαρρήδην ίδιος. Μη διαφορετικός. Ο ομφάλιος λώρος είναι μια έννοια που πέθανε με τους παλιούς πολιτισμούς. Ο απογαλακτισμός υφίσταται ευθύς εξ αρχής. Η φροϋδική υπόσταση της σχέσης μάνας με γιο και παιδιά γενικότερα ανύπαρκτη.
Ο Κούνο είναι ένας νέος που παρατηρεί τον κόσμο, τον κόσμο της Μηχανής και έχει μέσα του έναν σπόρο που θέλει να αναπτυχθεί. Ψάχνει, αναζητά, βλέπει και αρχίζει να αμφισβητεί. Νιώθει την ανάγκη να μιλήσει κάπου. Από κοντά, όχι με πλήκτρα ή με απόσταση. Τηλεφωνεί στη μητέρα του και την καλεί να τον επισκεφθεί. Εκείνη με δυσθυμία πηγαίνει να τον δει κι ακούει μια ιστορία που ραγίζει τον πολιτισμό. Ο Κούνο επιχείρησε να ανέβει επί της γης, να δει τι υπήρχε παλαιότερα, να τσεκάρει αν έχει σβήσει κάθε ίχνος «αρχαίας ζωής». Αυτή η αναζήτηση είναι έξω από το πλαίσιο κανόνων και νόμων που έχει θέσει η Μηχανή. Η Νέμεσις έχει θεσπιστεί για τύπους σαν τον Κούνο. Η Στέρηση Στέγης είναι η θανατική ποινή της Μηχανής.
Μέσα σε τόσο λίγο χώρο και με τις κατάλληλες μεταφορές και συνυποδηλώσεις ο Φόρτσερ καταφέρνει να θέσει μια σειρά από ζητήματα που στην εποχή του δεν ήταν εγκεφαλικά απτά. Η αποφυγή της εκ του σύνεγγυς επικοινωνίας από τον άνθρωπο, η τυφλή υποταγή στο κράτος-παντεπόπτη και πολύ περισσότερο ο αγκιτάτορας που λέγεται θρησκεία είναι πυλώνες που απασχολούσαν και θα απασχολούν πάντα την ανθρώπινη σκέψη. Ιδίως για τη θρησκεία ο Φόρστερ εξηγεί την αντίληψη του με μια φράση του Κούνο.
«Θα με θεωρείς άθρησκο που βρήκα έναν δικό μου δρόμο» αποκρίνεται ο ήρωας στη μητέρα του. Όπερ σημαίνει ότι η θρησκεία λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως ένας στενός και ευθύς διάδρομος, δίχως στροφές.
Ο άνθρωπος νιώθει τόσο πολύ την ανάγκη να καθοριστεί από εκείνη, ώστε φτάνει στο σημείο να καθορίσει και τους γύρω του με ανάλογους όρους. Χωρίς να τους ρωτήσει αν θέλουν κάτι τέτοιο. Ο Φόρστερ πολύ περισσότερο λέει με τον τρόπο του ότι όταν η ανάγκη για Θεό γίνει λιγότερο αυταρχική στην ψυχή και το μυαλό, τότε ο άνθρωπος μπορεί να αντικρύσει την καθαρότητα των πραγμάτων γύρω του. Να εντοπίσει καλύτερα τα κίνητρα και κυρίως να περπατήσει προς την δική του τελειότητα. Μάλιστα, συνδέει τον θρησκευτικό ταγό με τον ταγό της πατρίδας. Μιας πατρίδας που επιθυμεί διαχωρισμούς αντί να αποζητά την ένωση των ανθρώπων ώστε να ζουν όλοι με τα ίδια δεδομένα και να καλυτερεύουν τη ζωή τους.
Όταν η πνευματική σου βάση έχει πειστεί ότι ο διαφορετικός τρόπος ανάσας δεν οδηγεί παρά μόνο στο θάνατο, τότε πώς μπορείς να ανασάνεις όταν κόβουν τη μηχανική υποστήριξη;
Ένα είναι το βέβαιο. Μαθαίνεις να επιβιώνεις, μαθαίνεις να αναπνέεις. Πιθανότατα καλύτερα!
*Το «Η Μηχανή Σταματά» κυκλοφόρησε το Νοέμβριο σε ελληνική έκδοση από τις Εκδόσεις 8 σε μετάφραση του Γιώργου Λαμπράκου