Οι καλλιτέχνες χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Από τη μια, σε εκείνους που μέσα από τα έργα τους φιλοδοξούν να γίνουν κοινής αποδοχής δημιουργοί, να γνωρίζουν άπαντες το όνομά τους, να τους σέβονται και να τους εκτιμούν όλοι τόσο όσο ζουν όσο και μετά το θάνατό τους. Και από την άλλη, σε εκείνους που το να διχάζουν και να προκαλούν θεωρούν πως είναι τίτλοι τιμής, που δεν αντιλαμβάνονται τι νόημα έχει να κάνεις τέχνη και να δημιουργείς αν ταυτόχρονα, δεν ενοχλείς. Ξέρουν πως τα ονόματά τους δεν θα απολαύσουν ποτέ κάποια τεράστια αναγνωρισιμότητα. Αλλά τους φτάνει που θα έχουν εκφράσει ένα συγκεκριμένο κοινό.
Ο Χένρι Μίλερ υπήρξε ένας συγγραφέας που αναμφίβολα ανήκει στην δεύτερη κατηγορία. Μπορεί κατά πολλούς θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικάνους συγγραφείς αλλά στις ΗΠΑ οι θαυμαστές του είναι περιορισμένοι. Και ειδικότερα τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 που ο ίδιους μεγαλουργούσε συγγραφικά, οι ακαδημαϊκοί κύκλοι της χώρας του δεν ήθελαν ούτε να τον ξέρουν.
Ήταν αυτός ο τρόπος γραφής του, ο απαλλαγμένος από ταμπού και σεμνότητες, ένας τρόπος γραφής που αγνοούσε τις συμβάσεις και διαφόρων ειδών συντηρητικές ηθικές. Η τριλογία της λεγόμενης «ρόδινης σταύρωσης», η οποία αποτελείται από τα έργα, Sexus (1949), Plexus (1955) και Nexus (1960) και πρωταγωνίστρια μια γυναίκα με το όνομα Τζουν Μόνα, όπως ακριβώς λεγόταν και η γυναίκα του ήρθαν και έδεσαν με τα κλασικά «Ο τροπικός του Αιγόκερω», «Ο τροπικός του Καρκίνου» και «Ο τροπικός του Μαρουσίου» (γραμμένο έπειτα από μια επίσκεψή του στην Ελλάδα) και ο Μίλερ θεωρήθηκε αποδιοπομπαίος τράγος στην χώρα του.
Και ο ίδιος πάντως, δεν γούσταρε πολύ τις ΗΠΑ. Αποκαλούσε την γενέτειρά του Νέα Υόρκη ως «μια βρώμικη τρύπα» και θεωρούσε τον κόσμο της Ευρώπης πολύ πιο κοντά στην δική του κουλτούρα: «Μπορούσα να συνομιλώ καλύτερα μαζί τους, να τους εκφράζω τις σκέψεις μου και να γίνομαι κατανοητός», είχε πει κάποτε σε μια από τις συνεντεύξεις του. Η χρήση του υπερβολικού σεξ και της ελευθεροστομίας που εμπεριείχαν τα βιβλία του, γοήτευε πολύ περισσότερο τους Ευρωπαίους σε σχέση με τους πάντα συντηρητικούς σε ακαδημαϊκό επίπεδο Αμερικάνους.
Όμως, υπήρξε και μια χώρα της Ευρώπης που υπήρξε εξαίρεση όσον αφορά την αναγνώριση της αξίας του. Δεν θέλει και ιδιαίτερο ερώτημα: για την Ελλάδα επρόκειτο. Οι μεταφράσεις της τριλογίας των Τροπικών άλλωστε στα ελληνικά έτυχε να συμπέσουν με τα πρώτα χρόνια της Χούντας και βιβλία τα οποία μιλούσαν για σεξ με τόσο μεγάλη ευκολία ήταν καταδικασμένα να κυνηγηθούν και να λογοκριθούν από το δικτατορικό καθεστώς της εποχής.
Μπορεί ο «Τροπικός του Αιγόκερω» να κυκλοφόρησε κανονικά το 1967 -η Χούντα μάλλον δεν πήρε χαμπάρι την ύπαρξή του- αλλά όταν το 1970, ο εκδότης Βασίλης Δελβενακιώτης μετέφρασε και εξέδωσε τον «Τροπικό του καρκίνου» ακολούθησε αληθινός σάλος, με την λογοκρισία της εποχής να τα βάζει με τον εκδότη και να τον σέρνει στα δικαστήρια.
Στις 6/3 του 1970, φιλοξενείται στην εφημερίδα «Μακεδονία» ένα απόσπασμα που αποτυπώνει πολύ χαρακτηριστικά το κλίμα που προκάλεσε στην κοινή γνώμη εκείνα τα σκοτεινά χρόνια, ένα βιβλίο που μιλάει για σεξ και διάφορα άλλα περιστατικά που «προκαλούν διέγερση»: «Δικάζεται σήμερον ο εκδότης βιβλίου του συγγραφέως Χένρυ Μίλλερ. Αθήναι, 5. – Ενώπιον του τριμελούς πλημμελειοδικείου θα εισαχθεί αύριον (σήμερον) προς εκδίκασιν η υπόθεσις του Βασιλείου Δελβενακιώτη, εκδότου, κατηγορουμένου ότι έθεσεν εις κυκλοφορίαν το έργον του Αμερικανού συγγραφέως Χένρυ Μίλλερ “Τροπικός του Καρκίνου”, εις το οποίον περιγράφονται ερωτικαί σκηναί και άλλα περιστατικά, προκαλούντα διέγερσιν. Ως μάρτυρες εκλήθησαν όπως εξεταστούν οι κ.κ. Κ. Τσάτσος ακαδημαϊκός, Αλέξης Μινωτής, Κατίνα Παξινού, Δημήτρης Μυράτ, Δημήτρης Χορν ηθοποιοί, Άλκης Θρύλος (Ελένη Ουράνη), Ανδρέας Καραντώνης, Άγγελος Τερζάκης συγγραφείς, Ιωάννης Μόραλης καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών, Μιχαήλ Τόμπρος γλύπτης ομότιμος καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών, Ιωάννης Λιάπης καθηγητής του Πολυτεχνείου, Γ. Κατσίμπαλης συγγραφεύς και άλλοι».
Από το ίδιο ρεπορτάζ γίνεται κατανοητό πως στο στόχαστρο βρέθηκε και ο πρώτος «Τροπικός» αλλά ετεροχρονισμένα με αποτέλεσμα να την γλυτώσει: «Το δικαστήριον εδέχθη την ένστασιν των συνηγόρων της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου εκδότου Β. Δελβενακιώτη περί παραγραφής του αδικήματος, διότι από της εποχής που ετέθη τούτο εις κυκλοφορίαν εν Ελλάδι είχε παρέλθη το δεκαοκτάμηνον, εντός του οποίου, κατά τον νόμον, έπρεπε να είχεν ασκηθή η δίωξις. Έπαυσε δε κατόπιν τούτου πάσα δίωξις κατά του κατηγορουμένου. Διέταξεν, όμως, το δικαστήριον την δήμευσιν των κατασχεθέντων εις την αποθήκην του εκδότου 603 αντιτύπων του έργου του Μίλλερ».
Η μοίρα των δυο εκδόσεων αγνοείται μέχρι και σήμερα: όπως φαίνεται η Χούντα κατέστρεψε κάθε αντίτυπο. Τα βιβλία ξαναεκδόθηκαν αλλά από άλλο εκδότη μετά το 1973, όταν και έπειτα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το κλίμα στην Ελλάδα άρχισε να αλλάζει. Αλλά από την μακρά παράδοση σύγκρουσης καλλιτεχνικών έργων με το συντηρητικό κατεστημένο της εκάστοτε εποχής στην Ελλάδα, ο Μίλερ δεν θα μπορούσε να μην είναι μέρος. Και να σκεφτεί κανείς πως γούσταρε πολύ περισσότερο την Ελλάδα, κατά την επίσκεψή του στην οποία είχε γνωρίσει και είχε συνάψει φιλία με τον Σεφέρη, από την συντηρητική Αμερική…