Αυτό που έχει καταφέρει ο Φρέντρικ Μπάκμαν, παρόλο που σίγουρα ποτέ δεν θα ήταν στους στόχους του, είναι πέρα από τρομερός αφηγητής, να γίνει και ένας comfort zone συγγραφέας, αφού τα έργα του προσφέρουν μια θαλπωρή φυσιολογικής καθημερινότητας.
Από το πρώτο του βιβλίο που μας ήρθε στην Ελλάδα από τις Εκδόσεις Κέδρος, το «Η Γιαγιά Μου Σας Χαιρετά και Ζητάει Συγγνώμη», μέχρι το τελευταίο που φέρει τον τίτλο «Κάθε Πρωί Ο Δρόμος Για το Σπίτι Γίνεται Όλο και Πιο Μακρύς», ο Μπάκμαν κατέχει τη μαεστρία να φωτίζει με άπλετη αισιοδοξία ιστορίες που υπό άλλο πρίσμα και με μια πιο επιτηδευμένη εξιστόρηση, μπορεί να μας βάραιναν ψυχολογικά.
Εν προκειμένω, αν σου πουν ότι πρόκειται να διαβάσεις μια ιστορία ενός ηλικιωμένου που πάσχει από Αλτζχάιμερ και πρόκειται να ξεχάσει τον γιο και τον εγγονό του εντελώς, πώς θα αισθανθείτε; Δε θα βρεθεί ένα βάρος στο στήθος σας; Ίσως να είναι κι αυτό ένα προαπαιτούμενο για τις ιστορίες του Μπάκμαν, ώστε να έχει την ευχέρεια να τις οδηγήσει, μαζί με τους αναγνώστες, στο σημείο μιας κάθαρσης που θα άρει το βάρος και θα μας ξαλαφρώσει, σαν να τραβιέται ένα ψυχολογικό καζανάκι.
Στο «Κάθε Πρωί Ο Δρόμος Για το Σπίτι Γίνεται Όλο και Πιο Μακρύς», όπου τελικά αυτή η απομάκρυνση δεν είναι χωρική, αλλά ψυχική και νοηματική, ένας παππούς βρίσκεται μέσα σε μια πράσινη σκηνή σε ένα δωμάτιο κάποιου νοσοκομείου. Μαζί του είναι ο εγγονός του Νούα. Σε κάποιες σκηνές της ιστορίας είναι μαζί και ο γιος του Τεντ, μπαμπάς του Νούα.
«Θα σε εγκαταλείψω πριν πεθάνω» λέει ο παππούς στον εγγονό του, αλλά ο Νούα δε βάζει τα κλάματα, δε φεύγει μακριά για να μη νιώσει τον πόνο του να μη σε θυμάται ο άνθρωπος που αγαπάς ή τον εκνευρισμό του να πρέπει να επαναλαμβάνεις κάποια πράγματα και να μη γίνεσαι πιστευτός. Όχι.
Ο Νούα λέει ότι είναι καλύτερα που θα τον ξεχάσει, γιατί έτσι θα έχει την ευκαιρία να τον ξαναγνωρίσει και αυτό είναι ωραίο. Ένας παππούς θυμάται τη γιαγιά, τη γυναίκα του, θυμάται όσα συζητούσαν λίγο πριν εκείνη πεθάνει πρώτη και φέρει για πάντα βροχή στη μνήμη του, θυμάται που τη ρωτούσε πώς θα εξηγήσει στον εγγονό τους ότι το μυαλό του έχει πια ηττηθεί.
Στις 110 μικρές σελίδες του μυθιστορήματος, ο Μπάκμαν δε λέει «ο παππούς της ιστορίας μας», ούτε του δίνει κάποιο όνομα που θα τον έκανε ορισμένο. Ακόμα και στον γιο και τον εγγονό του που τους ονοματίζει, σε συγκεκριμένα σημεία της αφήγησης τους δίνει τον αόριστο προσδιορισμό «ένας», σα να μη μιλούσαμε πριν λίγο γι΄αυτούς, σα να μη μας έχουν συστηθεί, σα να μην έχουν γίνει συγκεκριμένοι με το «ο».
Αυτό συμβαίνει γιατί ο Μπάκμαν θέλει να βάλει και τον αναγνώστη σε μια διαδικασία να πει μέσα του «μα δεν τους ξέρουμε; μήπως λέει για άλλους;» και να αμφισβητήσει κι αυτός τη μνήμη του. Λειτουργεί όμως και με δεύτερη ανάγνωση αυτή του η επιλογή. Ο παππούς είναι ένας οποιοσδήποτε παππούς που μετράει το χρόνο προς την αμνησία, προς τη λήθη. Κι αν υπάρχουν άνθρωποι που βιώνουν στο περιβάλλον τους τέτοιες καταστάσεις, μπορούν να προσθέσουν τις δικές τους αστείες στιγμές με τα πρόσωπα της λήθης.
Είναι βυσσοδομητικός και λυτρωτικός ο τρόπος αφήγησης και ανάγνωσης των έργων του Μπάκμαν, ειδικά σε εποχές ψυχολογικά αφόρητες που χαρακτηρίζονται από τα τείχη του τρόμου. Αν κάποιος συγγραφέας μπορεί να γίνει το οχυρό μας, αυτός είναι σίγουρα ο Μπάκμαν.
* Το «Κάθε Πρωί Ο Δρόμος Για το Σπίτι Γίνεται Όλο και Πιο Μακρύς» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση του Γιώργου Μαθόπουλου. Μπορείτε να το προμηθευτείτε από εδώ.