«Μην το διαβάσεις αν είσαι σε μια άσχημη ψυχολογική κατάσταση», «Διάβασε το ολόκληρο, αλλά άφησε εκτός τις τελευταίες 25 σελίδες», «Θέλει γερό στομάχι για να το διαβάσεις». Αυτές είναι πάνω κάτω όλες οι ατάκες που θα σου πει κάποιος που διάβασε το Λίγη Ζωή της Χάνια Γιαναγκιχάρα. Και μένα θα με βρεις περισσότερο στην δεύτερη. Χωρίς να αναιρώ τις άλλες δύο. Ένα βιβλίο που προτάθηκε για Booker, National Book Award και Goodreads Choice Award Best Fiction, είναι όμως τόσα πολλά παραπάνω από αυτό. Είναι σαν να έχει κλείσει μέσα στις 890 σελίδες του κάθε ανθρώπινη ύπαρξη του πλανήτη. Κάθε στιγμή, κάθε ημέρα της ζωής όλων μας.
Η πλοκή: Στη Νέα Υόρκη, τέσσερις φοιτητές που ζουν στην εστία και κάνουν κολλητή παρέα σε όλη τη διάρκεια της φοίτησης, ολοκληρώνουν τις σπουδές τους και ξεκινούν το ταξίδι της ενήλικης ζωής τους. Της σκληρής καθημερινότητας και του αδιάκοπου κυνηγιού. Ο Τζέι Μπι παθιασμένος με την ζωγραφική, αλαζόνας, κάπως ζηλιάρης, από αυτούς τους ανθρώπους που κοιτάζουν τα πάντα με ένα βλέμμα κτήσης. Ο Μάλκομ, πιο χαμηλών τόνων, ήρεμη δύναμη, περισσότερο παρατηρεί και λιγότερο διακόπτει την ροή των συζητήσεων. Ο Γουίλεμ, ένας επίσης ωραίος και πολύ γοητευτικός τύπος, θέλει να γίνει ηθοποιός, κρατάει ενωμένα τα σχοινιά της παρέας. Τέλος, ο Τζουντ, γεννημένος 18 χρονών, θαυμάζει τους γύρω του, απεχθάνεται τον εαυτό του.
Ο Τζουντ είναι η πηγή της ιστορίας της Γιαναγκιχάρα. Πράγματα που συνέβησαν στη ζωή του στο στάδιο πριν τα 18 του, απασχολούν τους φίλους και τον περίγυρο του. Θέλουν να τα μάθουν, αλλά βρίσκουν συνεχώς κλειδωμένες πόρτες. Δεν θα ανοίξουν ποτέ. Όχι όσο είναι ζωντανός.
Και το να είναι ζωντανός είναι μια κατ΄ανάγκη συνθήκη. Αν μπορούσε θα είχε ήδη πεθάνει. Κάτι όμως τον κρατάει. Μια περιέργεια γύρω από περιστάσεις και μαθήματα της ύπαρξης που άλλοι τα έμαθαν στην ώρα τους. Εκείνος για διάφορους λόγους δεν τα αντίκρυσε ποτέ. Ακούει τους άλλους να τα αναπολούν, να τα περιγράφουν ως προφανή, ως εχέγγυα αναμνήσεων κάθε εφηβικού και ανήλικου εαυτού. Τα ακούσματα αναπτύσσονται μέσα του και τον οδηγούν να επιλέξει λίγη ζωή…ακόμα!
Η λέξη ακόμα ταιριάζει και ταυτόχρονα δεν ταιριάζει στον τίτλο του βιβλίου. Θα μπορούσε να μπει σε παρενθέσεις. Λίγη ζωή ακόμα επιλέγει σε κάθε στάδιο της ζωής του ο Τζουντ. Στην τελική του αναμέτρηση το βάρος της ζωής θα μετράει ως λίγο. Τόσο γιατί θα ήθελε να σβήσει, να κάψει συθέμελα ένα μεγάλο κομμάτι της (το πιο σημαντικό για την ακρίβεια). Όσο γιατί εκείνο το κομμάτι λειτούργησε ως συγκοινωνούν δοχείο και κακοφόρμισε πολλά αξιαγάπητα πράγματα στην μετέπειτα πορεία του. Ο έρωτας πέθανε για τον Τζουντ πολύ πριν μάθει τι ακριβώς είναι.
Η εμπιστοσύνη στον άλλον άνθρωπο δεν ήταν γι΄αυτόν. Αυτός είχε μάθει να υψώνει τείχη προστασίας. Καμία ιδιαιτερότητα εδώ. Η θλιβερή μοίρα του έγκειτο στο ότι ακόμα κι αν ήταν σαφές πως είχε να κάνει με φίλους, με ανθρώπους που τον αγαπούν ανιδιοτελώς ιδιοτελώς, ακόμα κι αν έπειθε το μέσα του να ανοίξει τις πύλες, πάντοτε τον διαφέντευε ένας φόβος ότι θα τους χάσει. Οπότε τους απωθούσε πρώτος για να γεμίζει τα τεράστια κενά του με ψέματα.
Λες και ο Τζουντ δεν είναι φτιαγμένος για χαρές. Είναι φτιαγμένος για να δημιουργεί τομές στο δέρμα του. Να παραχωρεί κάθε βράδυ ένα κομμάτι του εαυτού του. Λες και το αίμα που τρέχει από χέρια και πόδια τραβάει προς τα έξω τα ιόντα αναμνήσεων. Εκείνες τις σκύλες αναμνήσεις που επιθυμούν να σε αιχμαλωτίσουν, παρά να σε χαλυβδώνουν, ώστε να διαχειρίζεσαι καλύτερα το μετά. Τα χρόνια πέρασαν, ο Τζουντ είχε αποκτήσει γονείς για πρώτη φορά στα 30 του, είχε μια πλειάδα ανθρώπων που τον λάτρευαν. Τόσους δεν είχαν ούτε αυτοί που δεν έζησαν όσα ο ίδιος.
Κι όμως το πολύ ήταν μια κατάσταση που απέφευγε όλη του τη ζωή. Πίστευε ότι μια αδήριτη μοίρα τον έταξε στο λίγο. Και κόντρα στο λίγο δεν θα πάει. Δεν πήγε. Όσες φορές εκτροχιαζόταν, εμφανίζονταν οι αφέντες-δαίμονες για να του υπενθυμίσουν τη θέση του. «Δεν έχεις δικαίωμα να διεκδικείς παραπάνω. Μείνε σε αυτά τα μικρά» έμοιαζε να του τονίζει μια αυστηρή ζωή.
Ο θάνατος υπήρχε πάντα στην σκέψη του. Όχι με την εκδήλωση της αυτοκτονίας. Αυτή ήρθε πολύ αργότερα. Υπήρχε όμως ως γεγονός που αναμένει να έρθει. Άλλοι θέλουν όταν μεγαλώσουν να γίνουν γιατροί, δικηγόροι, αστροναύτες. Ο Τζουντ ήθελε να γίνει μια στατιστική, κάτι το αόρατο για το σύμπαν.
Η ηλικία των 53 θα είναι το ακροτελεύτιο σύνορο της παρουσίας του σώματος του. Η ψυχή του θα συνεχίσει από εκεί ένα άλλο ταξίδι. Η Λίγη Ζωή του Τζουντ δεν αφορά μόνο τον ίδιο. Απλώνεται σαν ένα πέπλο πάνω από κάθε άνθρωπο που βρέθηκε μέσα στην ακτίνα της επιρροής. Λίγη ζωή καθίσταται εν τέλει ένας ευφημισμός απαισιοδοξίας. Όλα όσα έζησε ο Τζουντ φαίνονται πολλά. Άπειρα αν αναλογιστείς τον τρόπο που ξεκίνησε η διάβαση του στο μεσοδιάστημα των θανάτων. Μια στιγμή ή μια μειοψηφία στο σύνολο των 53 ετών που έζησε, κατακλύζουν κάθε σπιθαμή του εσωτερικά, ώστε η χαρά, η απόλαυση, η επιθυμία δίχως ενοχές να μην χωράνε. Να είναι όρθιοι επιβάτες σε ένα λεωφορείο χωρητικότητας 120 ατόμων, στο οποίο επιβαίνουν 130.
Και είναι πάντοτε οι περιττοί. Αυτοί που μπήκαν από το 120 και μετά. Στέκονται κολλημένοι στις πόρτες και όταν ανοίγουν δέχονται γρατζουνιές, εκδορές, την πίεση των απ΄έξω που θέλουν να μπουν όπως και δήποτε σε αυτό το λεωφορείο, διατρέχουν σε κάθε στάση τον κίνδυνο να πέσουν έξω και να ξεμείνουν πίσω, δίχως να προλάβουν να σηκωθούν πριν κλείσουν ξανά οι πόρτες.
Το κλείσιμο του βιβλίου της Γιαναγκιχάρα έρχεται με έναν τρόπο που εξημερώνει κάθε τι ευχάριστο μέσα σου, θεριεύοντας ταυτόχρονα τα αντιθετικά ισοδύναμα του. Ένα ίχνος λύπης εδώ, μια σταγόνα πόνου εκεί, μια μπουκιά αυτοεξορίας της ψυχής παραπέρα…
Το επίτευγμα της Γιαναγκιχάρα είναι ότι σε συνθλίβει οδηγώντας σε μια υποχρεωτική ταύτιση με γεγονότα υπερβολικής σπανιότητας. Με έναν χαρακτήρα που αποτελεί απαύγασμα πολλών «καταραμένων». Η συγγραφέας του Λίγη Ζωή διαχειρίζεται με αρτιότητα κάθε κεφάλαιο, δίνει μια τρομερή σύνδεση στα μπρος-πίσω του χρόνου, σε «μουρμουρίζει» σε κάθε άδεια διασταύρωση ζωών.
Λίγη Ζωή, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Μετάφραση: Μαρία Ξυλούρη