«Το Αυτό»: Το διαμάντι του Βασιλιά επιπλέει ακόμη στους υπονόμους του Ντέρι

Το “It” κάνει αύριο και επίσημα πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους και το menshouse.gr φοράει, μια βροχερή μέρα του Σεπτέμβρη, το αδιάβροχό του για να κατέβει στην ψυχή μιας στοιχειωμένης πόλης και να ξαναδιαβάσει το βιβλίο του Στίβεν Κινγκ…

«Θεέ μου», σκέφτεσαι, «Τα μάτια του. Τα μάτια του». Είναι κίτρινα, όμοια μ’ ερπετού, και σε συνδυασμό με το αποκρουστικό του μειδίαμα και τα κόκκινα, αραιά μαλλιά του, κάνουν τις τρίχες στο σβέρκο σου ν’ ανασηκώνονται.

«Θέλεις ένα μπαλόνι;», σε ρωτάει από το μισοσκόταδο και προτάσσει το πάλλευκο- άρρωστο, θαρρείς- χέρι του. Έπειτα, χαχανίζει σαν μικρό παιδί που έχει κάνει σκανταλιά.

Αίφνης, η στοιχειώδης λογική σου επιτίθεται με όλη της τη δύναμη: που να πάρει, τι δουλειά έχεις εσύ, ένα παιδί 6 ετών, να συνομιλείς μ’ έναν ημίτρελο κλόουν που ζει στους υπόνομους αυτής της καταραμένης πόλης;

Το μόνο που θυμάσαι είναι πως κυνηγούσες το χάρτινο καραβάκι σου στη βροχή, μέχρι που κατέληξε εκεί που βρίσκεται τώρα- στην αγκαλιά του. Έσκυψες για να το πιάσεις, όμως μια εσώτερη δύναμη σ’ έκανε να τραβηχτείς μόλις είδες το Αυτό.

«Ε, μικρέ, σε ξαναρωτάω: θέλεις ένα κόκκινο μπαλόνι;», επιμένει ο κλόουν.

«Εγώ… Ξέρετε…»

(όχι, πες όχι, φύγε μακριά του!)

«…θέλω απλώς το καραβάκι μου πίσω, κύριε», λες και απλώνεις τη μικρή σου παλάμη.

Πριν καν το καταλάβεις, το δικό του χέρι έχει μετατραπεί σε μια γαμψώνυχη αρπάγη και σε τραβάει από τον ώμο κοντά του, μ’ ένα λασπώδες σλουρπ για ηχητική συνοδεία.

«Εδώ κάτω…», αρχίζει να ψελλίζει ο κλόουν, την ώρα που αίμα τρέχει από τους αμφιβληστροειδείς του λεκιάζοντας το λευκό του δέρμα, «Όλοι…»

«Επιπλέουμε»

Δεν μπορείς να καταλάβεις το πώς, όμως είσαι μεγαλύτερος κατά 27 χρόνια και το ημερολόγιο δείχνει 1986. Βρίσκεσαι ακόμα στο αποκρουστικό βασίλειο των υπονόμων του Ντέρι, όμως για έναν ανεξήγητο λόγο είσαι αρτιμελής. Το ξεριζωμένο από τον ώμο σου χέρι μοιάζει μ’ ένα «θνησιγενές» κεφάλαιο μιας διαφορετικής ιστορίας.

Αυτή εδώ, όμως, η ιστορία δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ- ποτέ: «Ο τρόμος, που απ’ όσο ξέρω ή μπορώ να πω, δε θα τελείωνε για τα επόμενα 28 χρόνια- αν τελείωνε ποτέ-, άρχισε μ’ ένα χάρτινο, φτιαγμένο από χαρτί εφημερίδας, καραβάκι που αρμένιζε σ’ ένα πλημμυρισμένο από την βροχή ρείθρο», διαβάζεις την πρώτη παράγραφο στο αρρωστημένο, και τόσο ταιριαστό, ημίφως του περνάει από το φρεάτιο.

Γυρίζεις στο εξώφυλλο και βλέπεις τον τίτλο του βιβλίου. Το ξέρεις.

Έπειτα, το όνομα του συγγραφέα.

Χαμογελάς.

Τον ξέρεις, φυσικά, κι αυτόν.

«Σε κανέναν δεν αρέσει ένας κλόουν τα μεσάνυχτα»

Μια σκέψη, τόσο έντονη που σχεδόν μπορείς να την αγγίξεις, περνάει από το μυαλό σου: «Νόμιζα πως με “Το Κοράκι” ο μπαγάσας είχε τρυπήσει τον συγγραφικό ουρανό. Τίποτα δε θα μπορούσε ποτέ να συναγωνιστεί το απόλυτο έργο, ειδικά όταν μιλάμε για το 22ο βιβλίο του κι έχουν προηγηθεί ορισμένα ατόφια διαμάντια όπως “Η Λάμψη”, το “Σάλεμς Λοτ” και “Η βραδινή Βάρδια”. Όμως…»

Όμως, όσο οι σελίδες γυρίζουν (μόνες τους, σχεδόν) και τα μάτια σου αρνούνται πεισματικά να ξεκολλήσουν από πάνω τους, αρχίζεις ν’ αμφισβητείς την ίδια σου την κρίση.

Μήπως

(πες το, πες το!)

Αυτό είναι το κορυφαίο του βιβλίο;

Αντί απάντησης, ακούς κάπου στο βάθος το απόκοσμο γέλιο του Πένιγουαϊζ. Κι έπειτα ένα αργό, μακρόσυρτο σύρσιμο νυχιών στο έδαφος.

Έρχεται.

Έρχεται για σένα.

«Τα τέρατα και τα φαντάσματα είναι πραγματικά. Ζουν μέσα μας και μερικές φορές νικούν»

Συνεχίζεις πυρετωδώς την ανάγνωση: «Θεέ μου», ψιθυρίζεις, «τι εκπληκτική ικανότητα που έχει στο ν’ αναβιώνει την περίοδο των τελών των 50s στην Αμερική. Και πόσο καλά δείχνει να γνωρίζει την παιδική ψυχοσύνθεση. Τα διαλογικά του μέρη είναι, όπως πάντα, εκπληκτικά, ενώ η ικανότητά του στο να σε κάνει να πιστέψεις στα πιο απίθανα πράγματα δεν έχει συγγραφικό προηγούμενο.

Ο τρόμος, τελικά, δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη φανταχτερά σκοτεινή βιτρίνα. Αν σκύψεις και δεις λίγο καλύτερα, θ’ αντιληφθείς πως εδώ έχουμε να κάνουμε στην πραγματικότητα με μια ιστορία ενηλικίωσης, αγάπης, φιλίας και αποθέωσης της συλλογικότητας- ολ’ αυτά ερριμμένα με τη χειρουργική ακρίβεια ενός σπάνιου παραμυθά, που όμοιό του δεν συναντά κανείς στα παγκόσμια χρονικά.

Ναι, εντάξει: δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας φαφλατάς συγγραφέας ιστοριών τρόμου.

Όμως, δείξτε μου κάποιον άλλον που να μπορεί να γράψει όπως αυτός.

Δείξτε τον μου και θα σας δείξω έναν Βασιλιά».

«Απλά να θυμάσαι πως ο Ντάμπο το ελεφαντάκι δεν χρειαζόταν τις φτερούγες για να πετάξει. Η μαγεία ήταν μέσα του»

Ο Μπιλ, ο Ρίτσι, ο Έντι, ο Μάικ, ο Σταν, ο Μπεν και η Μπεβ συνεχίζουν- παρακινούμενοι από την ορμή της νεότητας- το ομαδικό τους βαλς με τον διάβολο στο φεγγαρόφως του Ντέρι κι εσύ βρίσκεις αδύνατο το ν’ απεμπλακείς από τα νύχια της, πασπαλισμένης με χρυσόσκονη, πυρετώδους αφήγησης του δημιουργού.

Τα παιδιά μεγαλώνουν, ένα τους πεθαίνει, η εναλλαγή ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν υφαίνεται με τρόπο που κάνει την καρδιά σου να χτυπάει ολοένα και πιο δυνατά και το Αυτό γλείφει ασταμάτητα τα ξηραμένα του χείλη, που καλύπτουν δυο σειρές από ακονισμένα δόντια.

Περιμένει. 6 χρόνια από τις τελευταίες δολοφονίες… Έπειτα 15… Ύστερα 21… Μετά 27.

Η αρχέγονη αυλαία σηκώνεται και πάλι.

Έι, τι λες;

Θα κάτσεις να δούμε μαζί την αιμάτινη παράσταση;

«Η ενηλικίωση είναι το πραγματικό τέρας»

Ένας από τους πρωταγωνιστές δεν αντέχει: γεμίζει την μπανιέρα του, παίρνει ένα ξυράφι και κόβει τις φλέβες του μόλις μαθαίνει τα νέα.

Οι υπόλοιποι 6 γυρίζουν στο Ντέρι για να τηρήσουν την υπόσχεση που είχαν δώσει μικροί: «Αν δεν έχει πεθάνει, θα επιστρέψουμε», είχαν δεσμευτεί στα 11 τους- μια ηλικία που όλοι μας πιστεύουμε πως ο θάνατος είναι κάτι που συμβαίνει μονάχα στους άλλους.

Ο Μάικ Χάνλον καλύπτει τα κενά και ανάβει εκ νέου τη φωτιά που σιγοκαίει χρόνια τώρα μέσα τους. Οι υπόλοιποι, προεξάρχοντος του Μπιλ (του αγοριού που ο αδερφός του σφαγιάστηκε μόλις στα 6 του από το τέρας), μετατρέπουν την ασθενική φωτιά σε μια πύρινη λαίλαπα ενήλικης παιδικότητας κι ετοιμάζονται για την τελική μάχη.

Το Αυτό είναι και πάλι εδώ.

Όμως, φίλε μου, το ίδιο και το «Κλαμπ των Χαμένων».

«Θέλεις ένα μπαλόνι;»

Αν είσαι ένας Πιστός Αναγνώστης του, ξέρεις: ναι, π’ ανάθεμά το, θέλεις πράγματι ένα μπαλόνι. Γιατί, βλέπεις, το “It” είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια απλή δημιουργία. Μπορεί να είσαι φαν του «Μαύρου Πύργου» ή του «Περί Συγγραφής» ή να λατρεύεις «Το Κοράκι», το «Μίζερι» ή το «11/22/63», όμως δε γίνεται να μην υποκλιθείς στο αριστουργηματικό «Αυτό».

Ο τρόπος που κλείνει η ιστορία των 7 όταν έρθουν αντιμέτωποι με τους πιο ζοφερούς και «απτούς» φόβους που φωλιάζουν μέσα σε κάθε παιδί, δε σου αφήνει παρά μονάχα μία επιλογή: να χειροκροτήσεις.

Ξανά.

Και ξανά.

Και ξανά.

Μέχρι που τα

(εκκωφαντικά συρσίματα και τα κελαριστά γέλια του κλόουν)

πάντα να καλυφθούν από έναν παρατεταμένο ήχο.

Κλαπ.

«Αν το να είσαι παιδί σημαίνει να μαθαίνεις πώς να ζήσεις, το να είσαι ενήλικος σημαίνει να μαθαίνεις πώς να πεθάνεις»

Τινάζεσαι απότομα. Έχεις αποκοιμηθεί εκεί, στην ερεβώδη αγκαλιά του υπονόμου. Ξάφνου, βλέπεις μπροστά σου τον Πένιγουαϊζ να χαμογελά. Σου λέει «Πιάσε το χέρι μου. Εγώ ξέρω τον δρόμο, δεν πρόκειται να χαθούμε» και συ, χωρίς να το σκεφτείς αυτή τη φορά, υπακούς.

Ενόσω προχωράτε, γυρίζει προς το μέρος σου. Σου εκμυστηρεύεται τ’ όνομά του: τον λένε Στίβεν Κινγκ και θέλει να σε οδηγήσει βαθύτερα στον μαγικό του κόσμο.

Κάνε μια χάρη στον εαυτό σου και ακολούθησέ τον μέχρι τέλους. Διάβασε το «Αυτό», διάβασε τα βιβλία του και θα καταλάβεις πως ο Χρόνος δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα μπαλόνι που σκάει στον δρόμο του προς τον ουρανό.

Δεν έχει σημασία αν είσαι παιδί.

Δεν έχει σημασία αν είναι ενήλικας.

Διάβολε, δες και μόνος σου το γιατί: εδώ κάτω όλοι μας επιπλέουμε.

Όλοι.