Παρά το γεγονός πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα τετράγωνο κομμάτι δέρματος, θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αποτελεί μια ταινία τρόμου από μόνο του: το πορτοφόλι σου τα χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα είναι το απόλυτο νεκροταφείο αρθρόποδων. Σε απλούστερα ελληνικά, έχει πιάσει αράχνες, με τους ιστούς να κρέμονται παντού- από το ένα τσεπάκι στο άλλο.
Μοναδική φωτεινή, χάρτινη εξαίρεση είναι αυτή η κοκκινωπή όαση με τον αριθμό «10» επάνω-μια υπενθύμιση αλλοτινών εποχών («Λεφτά υπάρχουν!»).
Πάνω που η απελπισία είχε αρχίσει να σε τυλίγει και σκόπευες να γίνεις τύφλα πριν το ραντεβού στα τυφλά, βλέπεις την ελπίδα να κάνει comeback εφάμιλλο της Άντζελας.
Γιατί, ναι: μπορείς να το παίξεις μπρούκλης και άπλας έχοντας ένα δεκάρικο στην τσέπη.
Δε θέλει κόπο, παρά μονάχα τρόπο. Και ν’ ακολουθήσεις κατά γράμμα τις παρακάτω συμβουλές του Menshouse…
Θα συναντηθούμε στο κέντρο
Θα έχει την αξίωση, προφανώς, να πας να την πάρεις από το σπίτι. Επειδή, όμως, η τελευταία φορά που έβαλες βενζίνη στο αυτοκίνητό σου ήταν λίγες στιγμές πριν πιει ο Σωκράτης το κώνειο και η τελευταία ασφάλεια που πλήρωσες ήταν με δραχμές, αντιπρότεινέ της να συναντηθείτε στο κέντρο, λόγω λόγων.
Έτσι, η μετάβασή σου στο χώρο του ραντεβού θα σου κοστίσει το πολύ 1.40 (το εισιτήριο του μετρό) και θα έχεις ακόμα 8.60 για να πορευτείς.
Άρχοντας.
Το περπάτημα είναι υγεία
Αφότου βρεθείτε, αιφνιδίασέ την: ως κλασική γυναίκα που μπορεί να λιώνει στο γυμναστήριο, αλλά δε θέλει να περπατήσει ούτε για να σώσει την ίδια της τη ζωή, προφανώς θα θέλει να ξεκινήσετε τη βραδιά με το να κάτσετε σε κάποια καφετέρια.
Σιγά μη δώσεις 8 ευρώ για καφέ και μετά δεν έχεις λεφτά να γυρίσεις ούτε στο σπίτι. Εκμεταλλεύσου το γεγονός πως στα πρώτα ραντεβού κανείς δε χαλάει το χατίρι του άλλου, και ζήτα της να περπατήσετε λιγάκι (ας πούμε μια απόσταση αντίστοιχη με τον μαραθώνιο) για να τα πείτε λίγο.
Ξέρεις ποιο είναι το μέγιστο κόστος ενός τέτοιου περιπάτου, ε;
Ακριβώς: 0. Μηδέν.
Συνεχίζεις με 8.60, γίγαντα.
Πήγαινέ την παντού και πουθενά
Ενόσω προχωράτε, θα συναντήσετε πολλά μαγαζιά. Πες της «αυτό το μαγαζί έχει καταπληκτικά κοκτέιλ, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του» μόλις περάσετε δίπλα από το “Cock-tale” ή «Εδώ έχω φάει την καλύτερη αστακομακαρονάδα της ζωής μου. Κι έχει τη μεγαλύτερη συλλογή κρασιών στην Ευρώπη- μου αρέσει ιδιαίτερα ένα “Lief le lalouaf de lou” του 1687 που το έφτιαξαν τυφλοί καλόγεροι στο Θιβέτ» και άλλα τέτοια επικολυρικά.
Ο ενθουσιασμός και η λάμψη στα μάτια της μαρτυρά πως την έχεις ήδη μαγέψει, όμως εσύ φροντίζεις όσο μιλάτε ν’ ανοίγεις το βήμα σου και ν’ απομακρύνεστε από το εκάστοτε εστιατόριο/μπαρ.
Α, ναι: έφτασε η στιγμή να γίνεις ιππότης: μόλις πει, εκεί γύρω στα πρώτα 11 χιλιόμετρα ποδαρόδρομου, «δίψασα» και θα πλησιάσει το περίπτερο βγάζοντας το πορτοφόλι της, θα παρέμβεις λέγοντας «σε παρακαλώ πολύ!» και θα της αγοράσεις ένα νερό.
Αξία: 50 λεπτά.
Αξία κίνησης: ανεκτίμητη.
Χρηματικό υπόλοιπο: 8.10.
Συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε.
Εκεί που έχω ταξιδεύσει εγώ
Έχετε αρχίσει, σιγά- σιγά, ν’ απομακρύνεστε από τον πολιτισμό: τα σπίτια έχουν πλέον αραιώσει, ενώ βλέπετε και διάφορες φυλές νομάδων δίπλα σας, οι οποίες ούτε που ξέρατε ότι ζουν στην Ελλάδα.
Δείχνεις τις σκηνές τους και λες στην κοπέλα «Αυτό μου θυμίζει εκείνο το ταξίδι που είχα κάνει στην Κούβα, το καλοκαίρι το 2013». Ενόσω συνεχίζετε το βάδισμα για το παγκόσμιο ρεκόρ, εσύ πουλάς παπά (μαζί με τους ψάλτες, τα άμφια κι ολόκληρη την εκκλησία) ασύστολα.
«Η Κούβα», ξεκινάς, «είναι ίσως το καλύτερο μέρος που έχω πάει στη γη. Και λέω στη γη, γιατί ήμουν και μέλος μιας αποστολής που πήγε στο φεγγάρι- άλλη φάση εντελώς το φεγγάρι, τι να λέμε τώρα.
Από γη, όμως, διαλέγω Κούβα. Ή, όχι- όχι, Βαρκελώνη. Αν και είναι υπέροχα και στη Νέα Υόρκη (είχα σπουδάσει εκεί) και στο Λονδίνο. Και στο Ρίο είναι τρομερά- πήγα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες φέτος.
Αλλά ξέρεις που είναι πραγματικά καταπληκτικά και δεν το γνωρίζει ο πολύς ο κόσμος; Στην Μολαποουαμποτζάνγκ. Είναι πόλη στην Μποτσουάνα της Αφρικής. Λίγοι έχουμε πάει, αλλά θα τη θυμόμαστε για πάντα…»
Καταλαβαίνεις ότι όσο λες μαλακίες τα 8.10 παραμένουν ανέγγιχτα στην τσέπη σου, έτσι;
Σημασία έχει ο προορισμός, όχι το ταξίδι
Βλέπει, εδώ και λίγη ώρα ώρα, οράματα, ενώ τα χείλη της έχουν ξεραθεί ανεπανόρθωτα- η αφυδάτωση της έχει χτυπήσει εδώ και 9 χιλιόμετρα την πόρτα. Την έχεις φτάσει στο σημείο που ήθελες και, το κυριότερο, στην καφετέρια που ήθελες.
Είναι ένα αρκετά προσεγμένο υπόστεγο λίγο πριν τον Μαραθώνα, το οποίο το ανακάλυψες μια φορά που έκανε στάση το ΚΤΕΛ (προφανώς στο δρόμο για το φεγγάρι).
Επέλεξες να την πας εκεί, γιατί θυμάσαι χαρακτηριστικά πως η μπύρα που είχες πάρει- και σερβίρεται σε ψηλό, παγωμένο ποτήρι- έκανε μόλις 1.5 ευρώ.
Κάθεστε και παραγγέλνετε- το υπόστεγο δε σε απογοητεύει: τα 500 ml έχουν αυξηθεί μόλις κατά 10 λεπτά.
Παίρνετε από μια μπύρα. Μετά, επειδή είσαι πιο large κι από τη φανέλα του Σοφοκλή Σχορτσανίτη, παραγγέλνεις και δεύτερη.
Τώρα που δροσίστηκε, βλέπεις πως έχει ξαναβρεί το κέφι της. Σου χαμογελάει. Μειδιάς. Λες μια εξυπνάδα για να καταλάβει το μέγεθος της ευστροφίας σου και να μαγευτεί («Ο μεθυσμένος Άγιος Βασίλης λέγεται “Βασιλόπιτα”») και πλησιάζεις τα χείλη σου στα δικά της.
Τη φιλάς. Δεν καλεί το 100. Είσαι σε καλό δρόμο.
Έρχεται η ώρα να πληρώσετε και κάνει εκ νέου κίνηση. Της τονίζεις σε αυστηρό τόνο πως μαζί σου δεν πρόκειται να πληρώσει ποτέ, γιατί είσαι παλαιών αρχών.
Δίνεις τα 6.40 που κοστίζουν οι 4 μπύρες σας.
Έχεις ακόμα 1.70 στην τσέπη κι ένα σχέδιο να ολοκληρώσεις.
Ένα απρόσμενο τηλεφώνημα
Της έχεις τάξει πως θα την πας για καραβιδόψυχες- γιατί το τραβάει η ψυχή σας- στο πιο μουράτο εστιατόριο της πόλης.
Όχι, καθόλου δε σε απασχολεί που το πιάτο έχει όσο έξι δικοί σου μισθοί. Θα την πας.
Όμως, όπως την πηγαίνεις…
Ντριν.
«Ναι;», απαντάς. Ακούς. Και πετρώνεις ολοένα και περισσότερο: «Αλήθεια ρε φίλε; Έρχομαι αμέσως- δεν ακούω κουβέντα. Δεν έχει σημασία, είναι το καλύτερο κορίτσι στον κόσμο, θα καταλάβει».
Το κλείνεις. Της λες επακριβώς τι συνέβη: κάτι έτυχε σε έναν φίλο μου, μωρό μου, επείγον. Πρέπει να πάω, αλλιώς δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει.
Συγκατανεύει- εννοείται να πας.
Όχι, φυσικά και δεν ξέχασες την υπόσχεσή σου να πάτε στο “Mourato” (το πιο μουράτο μαγαζί της πόλης), απλά να, είναι που συνέβη αυτό το κάτι στον φίλο.
Τη φιλάς ξανά. Και ξανά. Και ξανά.
«Θα σε ξαναδώ;», τη ρωτάς.
Φυσικά. Τα λέτε στο Facebook το βράδυ.
Το Facebook είναι υπέροχο, όπως μαρτυρά και το λογότυπό του: “It’s free and always will be”.
Γεια σου, μωρό της.
1.40 το εισιτήριο του μετρό.
Σου μένουν και 30 λεπτά.
Λεφτά υπάρχουν.