Ο μεγάλος Μπιλ Σάνκλι είχε πει κάποτε ότι «το ποδόσφαιρο δεν είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου, είναι κάτι πολύ σημαντικότερο απ’ αυτό».
Σίγουρα υπερέβαλε. Κανείς δεν διαφωνεί ότι το παραφούσκωσε για να δώσει έμφαση σ’ αυτό που ήθελε να πει.
Κανείς, είπαμε; Οκ, ίσως και να υπάρχει κάποιος που να διαφωνεί. Που να πιστεύει ότι «και λίγα είπε».
Και να μπορεί να αποδείξει, άμα λάχει, ότι γίνεται να ζεις και ν’ αναπνέεις ΜΟΝΟ για την μπάλα:
Ο Τζον Μπέριτζ!
Αν δεν είσαι πολύ μυημένος στο αγγλικό ποδόσφαιρο (και άνω των 40) το όνομά του πιθανότατα δεν σου λέει τίποτα.
Η μόνη περίπτωση να το έχεις συναντήσει είναι σε κάποιο ποδοσφαιρικό κουίζ (για προχωρημένους). Ως την απάντηση στο «ποιος είναι ο μεγαλύτερος ηλικιακά παίκτης που έχει αγωνιστεί στην Premier League»!
Δεν είναι όμως αυτή η ιστορική επίδοση (την οποία κατέγραψε με τη φανέλα της Μάντσεστερ Σίτι στα 44) που κάνει «θρύλο» τον Τζον Μπέριτζ.
Ούτε το γεγονός ότι φόρεσε τη φανέλα 30 ομάδων και αγωνίστηκε σε περισσότερα από 800 παιχνίδια.
Είναι η απίστευτη ιστορία του -προϊόν της αθεράπευτης καψούρας, σε βαθμό (πραγματικής) εξάρτησης με τα ποδόσφαιρο.
Στα περίπου 30 χρόνια της καριέρας του ο «Budgie», όπως ήταν γνωστός, υπήρξε αθεράπευτος μερακλής της μπάλας. Ένας παθιασμένος παίκτης πολύ μπροστά από την εποχή του:
Ήταν ο πρώτος τερματοφύλακας στην Αγγλία που φόρεσε γάντια. Ακολουθούσε αυστηρή διατροφή (σε χρόνια που αυτό έμοιαζε περίεργο).
Επισκεπτόταν σε τακτικότατη βάση ψυχολόγο, ώστε να αποφορτίζεται και να παρουσιάζεται απόλυτα ήρεμος στα παιχνίδια.
Και έγινε γνωστός σε όλο τον ποδοσφαιρικό κόσμο με την πρωτοποριακή προθέρμανσή του -ένα αληθινό σόου για φιλάθλους και τηλεθεατές…
Πέρα όμως από αψεγάδιαστος επαγγελματίας, ο Μπέριτζ ήταν κι ένα τεράστιο «περιβόλι». Ένας τύπος που έκανε αυτό που λάτρευε και το ζούσε στα άκρα. Μια αληθινή ατραξιόν.
Κάποτε σε ένα παιχνίδι της Κρίσταλ Πάλας με την Ίπσουιτς γιόρτασε το 4-1 της ομάδας του με το να κάτσει… πάνω στο οριζόντιο δοκάρι την ώρα του αγώνα!
Κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Γουλβς αγωνιζόταν με τη στολή του… Σούπερμαν κάτω από τη φανέλα του.
Και επειδή το 1984 δεν ήθελε να υπογράψει στη Ντέρμπι Κάουντι, χρησιμοποίησε το… παράθυρο στο γραφείο του προπονητή Άρθουρ Κοξ, για να αποδράσει!
Δυστυχώς όμως αυτά τα ωραία κάποια στιγμή άρχισαν να τελειώνουν. Παρόλο που αρνούνταν πεισματικά να το δεχτεί (διανύοντας τα 46 και αλλάζοντας ακόμα ομάδες) το τέλος της καριέρας του είχε φτάσει.
Κι αυτή ήταν μια ιδέα με την οποία δεν γινόταν με τίποτα να συμφιλιωθεί ο Τζον Μπέριτζ…
Έχοντας λοιπόν και τον ρόλο του προπονητή τερματοφυλάκων στη Νιούκαστλ (πέραν αυτής του παίκτη στην Μπλάιθ Σπάρτανς) περιγράφει ο ίδιος το σκηνικό που ανέδειξε τη μανία του με το ποδόσφαιρο.
«Ήμουν στον πάγκο με τον Κίγκαν και το υπόλοιπο επιτελείο σε ένα παιχνίδι με την Άρσεναλ όταν ξαφνικά έβαλα τα κλάματα. Ο Κέβιν ήρθε κοντά μου και με ρώτησε τι συμβαίνει. Κι εγώ του είπα «απλώς θέλω να παίξω, αφεντικό».
Το κλάμα όμως ήταν το λιγότερο. Η θλίψη για το… αναγκαστικό τέλος στην καριέρα του θα ήταν κάτι διαχειρίσιμο. Αν δεν συνοδευόταν από κατάθλιψη και τάσεις αυτοκτονίας.
«Κλειδώθηκα σε ένα δωμάτιο και σκεφτόμουν πώς να σκοτωθώ -να κρεμαστώ, να πάρω χάπια. Αν είχα ένα πιστόλι, θα το είχα χρησιμοποιήσει», έχει εξομολογηθεί σοκαριστικά ο ίδιος.
Αφότου αποσύρθηκε λοιπόν οριστικά από την ενεργό δράση, ο Μπέριτζ πέρασε αρκετές μέρες κλεισμένος στο σπίτι του. Χωρίς να κοιμάται, χωρίς να τρώει, ένα φάντασμα κανονικό.
Μέχρι που η σύζυγός του, Τζάνετ (αδυνατώντας να τον βλέπει έτσι) αποφάσισε να αναλάβει δράση. Και έπειτα από συνεννόηση με τον Κίγκαν (που ήξερε από πρώτο χέρι την κατάσταση μετά το περιστατικό στον πάγκο) απευθύνθηκε σε ειδικούς.
«Λένε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έρχονται άνθρωποι με άσπρα, αλλά δεν ισχύει. Φοράνε πράσινες στολές και σου καρφώνουν μια ένεση στον κώλο. Όταν ξύπνησα, βρισκόμουν στο κέντρο», περιέγραψε ο ίδιος ο Μπέριτζ τον τρόπο που κατέληξε στην ψυχιατρική κλινική «Priory»…
Έμεινε εκεί πέντε μήνες. Πέντε μήνες που δεν ήταν αρκετοί για να ξεχάσει το πάθος του για την μπάλα. Ήταν όμως αρκετοί για να συνειδητοποιήσει πως υπάρχουν και χειρότερα από το να ζεις χωρίς ποδόσφαιρο…
«Σε μια συνεδρία μια γυναίκα είπε ότι είχε χάσει τον άνδρα και τα τρία της παιδιά σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Κι εγώ έπρεπε, μετά από ‘κείνη, να σηκωθώ και να πω ότι είχα τάσεις αυτοκτονίας επειδή ήμουν 47 χρονών και δεν μπορούσα να παίξω πλέον στην Premier League.
Με έκανε να σκεφτώ και μου έκανε καλό που απομακρύνθηκα απ’ όλα για κάποιο διάστημα. Όταν βγήκα όμως, σκέφτηκα ότι δεν μπορώ να πάω σε παιχνίδι του αγγλικού πρωταθλήματος, θα αρχίσω πάλι να κλαίω. Έπρεπε να φύγω σε μια άλλη χώρα», όπως εξήγησε ο ίδιος.
Κι έκανε αυτό ακριβώς. Αποδεχόμενος την πρόσκληση ενός παλιού του προπονητή, του Ιαν Πόρτερφιλντ, βρέθηκε στο Ομάν! Και φυσικά δεν θα μπορούσε να ζήσει εκεί (και οπουδήποτε αλλού εδώ που τα λέμε) χωρίς ν’ ασχολείται με το ποδόσφαιρο.
Ανέλαβε λοιπόν προπονητής τερματοφυλάκων στην εθνική. Ανακάλυψε μάλιστα τον πρώτο γκολκίπερ της χώρας που έκανε καριέρα στην Premier League, τον Αλί Αλ-Χαμπσί. Έγινε διάσημος σχολιαστής στην τηλεόραση.
Κι επειδή η περιπέτεια δεν θα μπορούσε να λείπει ούτε απ’ αυτό το κομμάτι της ζωής του, κινδύνευσε να σκοτωθεί με το… ποδήλατο: Όταν τον τράκαρε αυτοκίνητο και χρειάστηκε 147 ράμματα, πλαστικές επεμβάσεις (και έναν εθισμό στο ηρεμιστικά) για να συνέλθει.
Εκείνο από το οποίο δεν κατάφερε ποτέ να συνέλθει ήταν η εξάρτηση από την μπάλα. Από την παρανοϊκή (κυριολεκτικά στην περίπτωσή του) μανία μαζί της.
Αυτή που έχει περιγράψει τόσο γλαφυρά ο ίδιος, ώστε να μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί μιαερωτική εξομολόγηση στη «στρογγυλή θεά»:
«Το 90% των παικτών παίζουν για τα λεφτά. Αρχίζουν να προετοιμάζουν την απόσυρσή τους στα 29 ή τα 30 επειδή δεν το αγαπούν. Εγώ αγαπώ το ποδόσφαιρο. Η ζωή μου ήταν αυτό κι όταν τελείωσε, δεν υπήρχε τίποτα μετά. Όταν αγαπάς κάτι τόσο παθιασμένα και δεν μπορείς να το κάνεις, ο κόσμος σε λέει τρελό. Όμως, απλά είμαι ερωτευμένος με το ποδόσφαιρο. Kαι δεν υπάρχει άλλη ζωή για μένα…»