Τα μέλη της αποστολής της Ρεάλ, που μόλις είχε πατήσει το πόδι της στην Αθήνα, κοιτούσαν απορημένα ο ένας τον άλλο. Στην αρχή τρόμαξαν, ακολούθως προσπαθούσαν, αμήχανοι, να αντιληφθούν τι συμβαίνει. Περίπου 200 πρασινοφορεμένα άτομα την είχαν στήσει έξω απ’ την πύλη του ανατολικού αεροδρομίου του Ελληνικού, ανάβοντας καπνογόνα και ξεσπώντας σε συνθήματα με το που ξεπρόβαλαν οι Μαδριλένοι για να επιβιβαστούν στο πούλμαν, που θα τους μετέφερε στο ξενοδοχείο.
Υπήρχε βέβαια κάποιος που πήρε νωρίτερα απ’ όλους τους υπόλοιπους χαμπάρι για ποιον λόγο η Ρεάλ ένιωσε σαν στο σπίτι της, ερχόμενη στην Ελλάδα για την αναμέτρηση του Τσάμπιονς Λιγκ με τον Ολυμπιακό το Νοέμβριο του 1997. Άλλωστε, το δικό του όνομα ήταν αυτό που ακουγόταν ρυθμικά από το συγκεντρωμένο, φασαριόζικο πλήθος. Και είναι αυτό, έως και σήμερα, το πιο χιλοτραγουδισμένο στην Ελλάδα όνομα ξένου ποδοσφαιριστή που δεν έπαιξε ποτέ μπάλα στα μέρη μας.
Ο Νταβόρ Σούκερ βγήκε τελευταίος από τον έλεγχο των διαβατηρίων. Οι ιαχές «Σούκερ βαζέλα, γ…α τους με τρέλα» και «Σούκερ βαζέλα βάλε τη φανέλα», ανάγκασαν τον Γιουπ Χάινκες και τους παίκτες του να ψάχνουν παιχνιδιάρικα με το βλέμμα τους τον Κροάτη. Περίπου 15 οπαδοί του Παναθηναϊκού κατάφεραν να διαφύγουν του αστυνομικού ελέγχου και να πλησιάσουν το «ίνδαλμα» τους, προσφέροντας του τη φανέλα με το τριφύλλι.
Του ζήτησαν να τη φορέσει στο «αυριανό ματς» μέσα από τη φανέλα της Ρεάλ και αν σκοράρει ξανά κόντρα στον Ολυμπιακό να την επιδείξει, σηκώνοντας αυτή με το στέμμα. Ο Σούκερ χαμογέλασε και δέχτηκε με ευχαρίστηση το δώρο. Σήκωσε μάλιστα ψηλά τη φανέλα του Παναθηναϊκού και φωτογραφήθηκε μαζί της, χωρίς να απαντήσει αν θα τη φορούσε ύστερα από σχεδόν 25 ώρες.
«Παγκόσμια πρωτοτυπία», τιτλοφορούσε την επομένη η Ελευθεροτυπία για την υποδοχή που έτυχε στην Ελλάδα μια αντίπαλος ελληνικής ομάδας σε ευρωπαϊκή διοργάνωση.
Δεν μάθαμε ποτέ αν ο Σούκερ φόρεσε τη φανέλα, διότι εκείνο το ματς, της 5ης Νοεμβρίου του ’97 στο ΟΑΚΑ, ήταν το μοναδικό απέναντι στον Ολυμπιακό, στο οποίο δεν σκόραρε (0-0). Το είχε κάνει δις (με πέναλτι) πριν από δύο εβδομάδες στο 5-1 επί των ερυθρόλευκων στο «Μπερναμπέου». Κυρίως όμως το είχε κάνει στο τραυματικό για τον Ολυμπιακό 2-1 κόντρα στη Σεβίλλη τον Οκτώβριο του 1995.
Ήταν τότε που ο μετέπειτα θρύλος του κροατικού ποδοσφαίρου «έσταζε φαρμάκι» στο κατάμεστο «Καραϊσκάκη» με το απευθείας γκολ – φάουλ στο 110’, που άφηνε τους Πειραιώτες εκτός των «16» του Κυπέλλου UEFA. Ο Ολυμπιακός είχε ηττηθεί στη Σεβίλλη με γκολ στο 93’, έστειλε τη ρεβάνς στην παράταση χάρη σε τέρμα του Σαπάνη στο 72’ και με πέναλτι του Γιουσκόβιακ στο 93’ είχε πάρει σκορ πρόκρισης.
Από τότε οι οπαδοί του Παναθηναϊκού είχαν κάνει τραγούδι τον παίκτη που θα έπαιρνε το «Χρυσό Παπούτσι» στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998. Από τότε ο Γιώργος Βαρδινογιάννης ξεκίνησε να τον… ονειρεύεται στα πράσινα.
Εκείνη η βραδιά της υποδοχής σαν «Μεσσία» στο Ελληνικό, ήταν ουσιαστικά η «απάντηση» των οπαδών του Παναθηναϊκού στο μεγάλο πανηγύρι που είχαν στήσει οι ομόλογοι του Ολυμπιακού τον Απρίλιο του ’96 με κεντρικό «ήρωα» τον Γιάρι Λιτμάνεν, στον απόηχο της νίκης του Άγιαξ με 3-0 στο ΟΑΚΑ.
Αν και βέβαια η αποθέωση των «πράσινων» στον Κροάτη είχε και μία άλλη προέκταση. «Χειροπιαστή». Να τον κάνουν να αισθανθεί έτσι ώστε να ενδώσει στο… φλερτ του προέδρου.
Όπως ανέφερε το ρεπορτάζ της «Αθλητικής Ηχούς» στο φύλλο της 11ης Νοεμβρίου 1997, ο Γιώργος Βαρδινογιάννης είχε επαφή με τον Σούκερ μετά το ματς του Ολυμπιακού με τη Ρεάλ.
Ο Καπετάνιος επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Κροάτη και του εξέφρασε την εκτίμησή του για τα ποδοσφαιρικά του προσόντα – μια εκδήλωση θαυμασμού με… νόημα.
Ο Σούκερ, από την πλευρά του, υποστήριξε ανοικτά ότι συμπαθεί τους «πράσινους», εκθείασε τον Βαρδινογιάννη και μάλιστα, του έστειλε ως δώρο τη φανέλα του!
«Την Τετάρτη δεν πήγες και τόσο καλά», του είπε ο Βαρδινογιάννης, με τον άσο της Ρεάλ να του απαντά: «Ναι, έτσι είναι. Κρίμα πρόεδρε που δεν μπόρεσα να βάλω ένα γκολ, που τόσο ήθελε ο κόσμος του Παναθηναϊκού. Την επόμενη φορά, πάντως, που θα παίξω εναντίον του Ολυμπιακού, θα σκοράρω σίγουρα»!
Ο Σούκερ βέβαια δεν γινόταν να υπογράψει εκείνη την εποχή στον Παναθηναϊκό. Έπαιζε στη μεγαλύτερη ομάδα της Ευρώπης και λίγους μήνες αργότερα θα κατακτούσε το Τσάμπιονς Λιγκ.
Ο Βαρδινογιάννης ωστόσο κράτησε επαφή μαζί του, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή.
Το Μάρτη του ’99 η Εθνική Κροατίας ήρθε στην Αθήνα για φιλικό με την Εθνική Ελλάδας. Ο ελληνικός Τύπος είχε τότε βουίξει ότι οι δύο πλευρές ήταν πολύ κοντά σε συμφωνία. Ο Σούκερ ετοιμαζόταν να κλείσει τον τριετή κύκλο του στη Μαδρίτη και αναζητούσε τον επόμενο σταθμό της καριέρας του.
Ήταν βέβαια ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, έχοντας βάλει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του στην τεράστια επιτυχία της Κροατίας (3η θέση) στο Μουντιάλ του 1998.
Στο ξενοδοχείο «Κάραβελ», όπου είχε καταλύσει η κροατική αποστολή, έτυχε ξανά θερμής υποδοχής από οπαδούς του Παναθηναϊκού. Ο ρεπόρτερ της «Καθημερινής», τότε, Γιάννης Σερέτης τον βρήκε να κάθεται στο λόμπι του ξενοδοχείου. κρατώντας στο χέρι το τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Παναθηναϊκό Τριφύλλι».
Μόλις έχει επιστρέψει από το ραντεβού του με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη. Η επιθυμία των φίλων του Παναθηναϊκού να δουν τον «killer» του αιώνιου αντιπάλου τους στα πράσινα ήταν τέτοια, που η διοίκηση του συλλόγου είχε ξεκινήσει διαπραγματεύσεις μαζί του. Έστω και αν η τιμή του στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο είχε εκτοξευτεί, καθιστώντας τον από τους πιο ακριβούς Ευρωπαίους επιθετικούς.
«Είμαστε φίλοι πλέον, αυτό είναι το πιο σημαντικό. Είχαμε μιλήσει πολλές φορές, αλλά δεν είχαμε γνωριστεί από κοντά. Κατάλαβα πόσο αγαπάει την ομάδα του. Το ραντεβού δεν σημαίνει ότι έγινε κάτι περισσότερο. Ο πρόεδρος είπε ότι η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή. Όλα είναι ανοιχτά, όλα είναι πιθανά λέω εγώ. Δεν υπέγραψα, αυτό που γράφτηκε σε ελληνικές εφημερίδες δεν είναι αλήθεια. Μπορεί να φύγω από τη Ρεάλ, να πάω σε μια άλλη ομάδα και μετά να έρθω στον Παναθηναϊκό. Στη δουλειά δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να συμβεί», είπε ο Σούκερ στον Γιάννη Σερέτη.
«Τι τρέχετε από πίσω του; Θα τον έχετε εδώ για έναν ολόκληρο χρόνο!», έριξε λάδι στη φωτιά της φημολογίας ο Αλιόσα Ασάνοβιτς, που ήταν ήδη παίκτης του ΠΑΟ από το καλοκαίρι του 1998.
Καπνός υπήρχε, η φωτιά όμως δεν άναψε ποτέ. Ο γεννημένος την Πρωτοχρονιά του 1968 επιθετικός, μετακόμισε στο Λονδίνο για λογαριασμό της Άρσεναλ το καλοκαίρι του ’99, με τη Ρεάλ να εισπράττει περίπου 2 δισ. δραχμές.
Δεν κράτησε ούτε την υπόσχεση του για νέο γκολ κατά του Ολυμπιακού, αφού δεν τον… συνάντησε ξανά ποτέ!
Την επόμενη φορά που ήρθε στην Αθήνα για μπάλα, το έκανε ως πρόεδρος της κροατικής ομοσπονδίας ποδοσφαίρου, το Νοέμβρη του 2017 για τα μπαράζ πρόκρισης στο προσεχές Μουντιάλ, ανάμεσα στην Ελλάδα και την Κροατία.
Μιλώντας και τότε σε ελληνικό μέσο, έστειλε… χαιρετίσματα στους οπαδούς του Παναθηναϊκού και επιβεβαίωσε τις διαδοχικές επαφές που είχε -δια ζώσης- με τη διοίκηση του συλλόγου.
«Μου έγιναν πολλές κρούσεις από τον Παναθηναϊκό, αλλά υπήρχαν πολλές δυσκολίες για να γίνει πραγματικότητα αυτή η μεταγραφή. Έχω πολύ καλές σχέσεις με πολλούς Έλληνες. Ο κόσμος εδώ λατρεύει το ποδόσφαιρο, αλλά τελικά δεν έμελλε να υπογράψω στον Παναθηναϊκό», είπε ο Σούκερ, ο οποίος έμεινε μόνο ένα χρόνο στην Άρσεναλ και τον επόμενο (2000/2001) έπαιξε χωρίς επιτυχία στη Γουέστ Χαμ. Έκλεισε τελικά την καριέρα του το 2003, έχοντας αγωνιστεί τα τελευταία δύο χρόνια στη Μόναχο 1860.
Μετά την Άρσεναλ, το deal θα μπορούσε να είχε ευοδωθεί. Αυτή τη φορά όμως δεν ήταν «διαθέσιμος» ο Γιώργος Βαρδινογιάννης. Το καλοκαίρι του 2000 έδωσε τη σκυτάλη της προεδρίας, απρόθυμος να αντιπαλέψει το οικοδόμημα του Σωκράτη Κόκκαλη.
Ήταν θέμα timing. Ο Σούκερ μπορεί να έγινε «βαζέλα», αλλά δεν έβαλε ποτέ τη φανέλα. Η ιστορία έγραψε πάντως ότι ένας ξένος παίκτης έγινε φίλος με Έλληνα πρόεδρο μεγάλου συλλόγου επειδή έβαλε γκολ στον αιώνιο αντίπαλο. Το λες, πράγματι και παγκόσμια πρωτοτυπία!