Το έλεγες και γέμιζε το στόμα σου. ΜΠΟΥ-ΖΟΥ-ΚΙΑ. Όταν ήσουν κι εσύ το «μωρό» που καλούσε ο Λε Πα στην πίστα, όταν η Άντζελα έβαζε φωτιά στα Σαββατόβραδά σου, ήξερες ότι όταν ο Έλληνας ανακάλυπτε τη διασκέδαση, οι άλλοι έπαιζαν βόλους με βελανίδια.
Κι εσύ την ίδια ώρα βόλους με πιάτα και λουλούδια. Ο πράσινος ήλιος στα ντουζένια του και η σαμπάνια να ρέει γάργαρη έως τα σοσιαλιστικά σου μπατζάκια.
Φαίνεται σα να ‘ναι χθες, μα πάνε τόσα χρόνια… Τα παλιά, βαθιά Μπουζούκια (τα ορθόδοξα) δεν μένουν πια εδώ. Η σημερινή νεολαία νομίζει ότι έχουν αντικατασταθεί από άλλα. Στην πραγματικότητα όμως δεν συνιστούν τίποτα παραπάνω από… wanna be Μπουζούκια.
Αν παίζαμε το «βρείτε τις ομοιότητες» θα μένατε άπραγοι σε κάθε μία από τις 5 κάτωθι κατηγορίες.
Πιάτα = μονάδα μέτρησης ανδρισμού
Το πιο αναλώσιμο πράγμα του κόσμου κάποια στιγμή στην Ελλάδα δεν ήταν το σάλιο. Μηδέ οι προεκλογικές υποσχέσεις. Ήταν το ΠΙΑΤΟ. Είτε από γύψο, είτε από πορσελάνη Βοημίας, δεν είχε την παραμικρή σημασία.
Δεν ήταν θέμα ποιότητας, αλλά ποσότητας (από τις περιπτώσεις που το μέγεθος μετράει). Όποιος έσπαγε περισσότερα την είχε και πιο μεγάλη ένα πράγμα. Η φράση στοίβα δεν γνώρισε ποτέ ξανά τέτοια μεγαλεία. Από τον τρόπο του σπασίματος καταλάβαινες αν υπέβοσκε ντέρτι, νταλγκάς, απλός παροξυσμός κεφιού ή απλή επίκληση στη μέθη.
Ο άνδρας ο πολλά βαρύς απλώς έσπρωχνε τον πύργο πιάτων από το τραπέζι – με βλέμμα και χέρι αλφάδι το έκανε να φανεί ατύχημα. Το πρωτοπαλίκαρο των γλεντζέδων έβαζε σημάδι την πίστα για να αναστενάξουν τα πατώματα.
Δεν ήταν έθιμο, ήταν μυσταγωγία.
«Από τη δεκαετία του ’80 έχω να θυμάμαι κάτι σαν ανέκδοτο: κάποιος έδωσε 50 εκατομμύρια με τη μία, σε πιάτα», έχει αφηγηθεί ο Βασίλης Καρράς.
Τώρα τα πιάτα είναι δυσεύρετα και στην εξαίρεση του κανόνα όποιος δώσει 500ευρο μαζεύει όλη την «μπάνκα».
Κάπου, κάποτε, σε ένα τέτοιο όργιο νεοελληνισμού θα ξεπατίκωσε ο Κώστας Βερνίκος την εμβληματική ιαχή του Euro.
«Στον 7ο ουρανό όλοι αδέλφια!»
Αν η Ελλάδα τα είχε εξάγει όλα αυτά τα πιάτα, ο Αλέξης δεν θα είχε σκίσει τα μνημόνια. Διότι δεν θα υπήρχαν μνημόνια.
Η θεϊκή υπόσταση του «μετρ»
Οι ελπίδες σου να βρεις τραπέζι έμοιαζαν πια όσες και ο Καλιτζάκης να χαμογελάσει (από οίκτο έστω) στο επόμενο «θύμα» του. Τη στιγμή που έπιανες απεγνωσμένος το κεφάλι σου και ατενίζοντας το άπειρο αναρωτιόσουν γιατί να συμβεί αυτό το κακό σε σένα, χτυπάει το τηλέφωνο.
Η συνυφάδα του μπατζάνακη του άνδρα της ξαδέρφης σου έχει έναν κολλητό στην Κλαδική που παίζει σφαλιάρες με τον μετρ. «Υπάρχει Θεός!», σκέφτεσαι (το μυαλό σου δεν πάει στον κανονικό, αλλά στον μετρ).
Τι κι αν ήξερες τον ίδιο τον πρωθυπουργό, αν είχες κονέ με τον μετρ του μαγαζιού (ή τον Λυμπερόπουλο για τους καλά μυημένους), δεν χρειαζόσουν πια μπάρμπα στην Κορώνη. Ήσουν εσύ ο ίδιος ο μπάρμπας.
Κι αυτό σε βοηθούσε να είσαι πνεύμα ανήσυχο. Να θέτεις διαρκώς νέους στόχους: όπως το να εκθρονίσεις στην καρδιά του μετρ τον κολλητό της συνυφάδας του μπατζάνακη του άνδρα της ξαδέρφης σου.
Ο πόλεμος των πανεριών
Μακάβριο, αλλά αληθές: τα μνήματα ολημερίς τα έραιναν με λουλούδια, το βράδυ εξαφανιζόταν. Πως να ικανοποιηθεί τόση ζήτηση με αποκλειστική χορηγία των εν ζωή τροφοδοτών;
Στη μοναδική χώρα παγκοσμίως που υπήρξε επάγγελμα «λουλουδού» και το πανέρι έγινε πιστοποιητικό life-style, κακώς θρυλείται ότι το μπάσκετ έγινε εθνικό σπορ μετά την κατάκτηση του ευρωπαϊκού.
Για πολλά ακόμα χρόνια παρέμεινε τέτοιο ο λουλουδοπόλεμος – μια ιεροτελεστία για κάθε πορτοφόλι, αφιερωμένη σε κάθε πακέτο Ντελόρ που έστελνε ο κουτόφραγκος.
Το πανέρια τότε ξαναγέμιζαν ώσπου να πεις κύμινο. Τώρα ο ρυθμός είναι ώσπου να πει ο Τσιάρτας κύμινο. Η διαφορά είναι περίπου κάνα τρίωρο στο πρωινό μάζεμα της καθαρίστριας.
Συνύπαρξη με κορυφαία στελέχη του Κινήματος
Ήσουν κι εσύ εκεί! Όταν το σοσιαλιστικό χρέος εξελισσόταν σε μόχθο που έσφιγγε το ζωνάρι της ευθύνης απέναντι στο λαό, η ανθρώπινη ανάγκη του επιφανούς στελέχους να ξεδώσει μια βραδιά, ήταν το χάι-λάιτ στη νυχτερινή σου έξοδο.
Ναι, δίπλα σου με σάρκα και οστά κάποιος εθνικός ευεργέτης του κινήματος να ρίχνει τη ζεϊμπεκιά του και με τον αναστεναγμό του να κάνει το σεκλέτι του σεκλέτι σου. Ήταν και αυτά απ’ τα τυχερά του τακτικού θαμώνα των μπουζουκιών.
Τώρα, το πολύ να συναντήσεις σε κάποιο καφενείο έναν «απόγονο» αυτού του κάτι σαν σοσιαλιστικού Κινήματος. Ίσως και να μην τον αναγνωρίσεις έτσι… καμουφλαρισμένος (με το ζιβάγκο έως τα μάτια) που θα είναι, για να περνάει απαρατήρητος.
Εκεί καταντήσαμε τους πολιτικούς οι αλήτες…
Τριήμερος (και βάλε) εορτασμός
Λεφτά υπήρχαν, αλλά επειδή υπήρχαν έπρεπε και να τα συνδυάσεις όλα. Έρχεται ο ξάδερφος από τα ξένα και θέλει εδώ και τώρα μπουζούκια. Είναι Τετάρτη και έχεις κανονίσει ήδη για την Παρασκευή να πας με τη γυναίκα στο ίδιο μαγαζί. Ναι, αλλά και η παράνομη σχέση μπουζούκια θέλει.
Κανένα πρόβλημα. Τετάρτη με τον ξάδερφο, Πέμπτη με την παράνομη και Παρασκευή με την κορώνα της κεφαλής σου. Large και παντελονάτα. Έτσι κι αλλιώς, κάθε μέρα, μέχρι πρωίας, καίγεται το πελεκούδι απ’ το λαϊκό προσκύνημα.
Αν ήθελες και Δευτέρα και Τρίτη, πάλι εκεί θα ήταν η καλλιτεχνάρα για σένα. Είχες δε την ευχέρεια να είσαι όση ώρα θες πάνω στην πίστα, τώρα κοιτάς το ρολόι, περιμένοντας να σου δοθεί το παράγγελμα. Πόσο πιο περασμένα μεγαλεία να υπάρξουν σε αυτή τη χώρα;
Πλέον το μαγαζί δουλεύει 2/7 βράδια, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν σε βγάζει πάνω από ένα. Μια Παρασκευή και πολύ θα σου ήταν. Ο ξάδερφος, εν αναμονή, στο ίδιο τραπέζι με τη γυναίκα. Και η άλλη ξεροσφύρι…