Ο μύθος του Τζίτζι Μπουφόν: Ο άνθρωπος που νίκησε τον ακροδεξιό εαυτό του

Υπάρχουν κάποιοι που δεν τον παραδέχτηκαν ποτέ. Και σίγουρα αυτοί δεν είναι οι οπαδοί της Λάτσιο...

Ήταν μια από τις πιο δυνατές σκηνές της προηγούμενης χρονιάς. Το πηγαίο κλάμα του Τζίτζι Μπουφόν μετά τον αποκλεισμό της Ιταλίας από το Παγκόσμιο Κύπελλο δεν σου άφηνε, εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα, συναισθηματικό χώρο για να αφουγκραστείς το ποδoσφαιρικό δράμα των ατζούρι.

Το δικό του, προσωπικό, είχε υπερβεί την περίσταση. Ο ζωντανός θρύλος του ιταλικού ποδοσφαίρου έμοιαζε εκείνες τις στιγμές ο μυθολογικός ήρωας που με το χαμό του δίνει το όνομα του στην τραγωδία. Bigger than the game, θα το έλεγαν με τέσσερις λέξεις οι Αμερικανοί.

Ο Μπουφόν έχει πατήσει τα 40 και έχει συμμετάσχει σε πέντε Μουντιάλ, αλλά η αντίδραση του μπροστά στην κάμερα δεν θύμιζε σε τίποτα ένα παγκόσμιο αθλητικό είδωλο που έχει γευτεί τα πάντα στην καριέρα του.

Το ρεκόρ της έκτης διαδοχικής παρουσίας σε Παγκόσμιο Κύπελλο το ήθελε όσο και ο παρθένος την πρώτη του φορά. Φλογισμένος και τώρα, σε ηλικία «συνταξιούχου», από κίνητρο. Υποκινούμενος από την άσβεστη επιθυμία υπέρβασης κάθε νέου ορόσημου που έθετε.

Αυτή που διαχωρίζει τον ονειροπόλο από τον ονειροπλάστη. Και που αν ανάγεται στο δικό του βαθμό αντικρίζει το ταλέντο ως μειράκιο.

Δικαιωματικά λοιπόν αυτό το δάκρυ έγινε τότε πρώτο θέμα στον παγκόσμιο αθλητικό Τύπο και ένα από τα topics των social media. Η αποθέωση για τον γκολκίπερ της Παρί ήταν οικουμενική.

Ή μήπως όχι; Υπάρχουν κάποιοι – όχι λίγοι – που δεν τον παραδέχτηκαν ποτέ. Οι περισσότεροι εξ’ αυτών είναι, παραδόξως, συμπατριώτες του. Προφανώς δεν παραγνωρίζουν – κάτι τέτοιο είναι αδύνατο – την αθλητική υπόσταση του. Είναι όμως αυτοί που στο δικό τους αξιακό κώδικα ο άνθρωπος Μπουφόν επισκιάζει τον αθλητή Μπουφόν.

Για να βρεις οπαδό κάποιας ιταλικής ομάδας που τρέφει αυτά τα αισθήματα, ασφαλώς δεν θα ψάξεις ανάμεσα σε αυτούς της Λάτσιο. Η γαλάζια πλευρά της Ρώμης, γνωστή για τις ιδεολογικές καταβολές της, υπολήπτεται βαθιά τον επί σειρά ετών αρχηγό της Σκουάντρα Ατζούρα. Αισθάνεται μαζί του «αδελφή ψυχή» στις πεποιθήσεις περί εθνικοσοσιαλισμού.

Εξού και οι τιφόζι της Λάτσιο του επιφυλάσσουν θερμή υποδοχή κάθε φορά που η Γιουβέντους τίθεται αντιμέτωπη με την ομάδα τους. Συχνά-πυκνά ο παίκτης πηγαίνει προς το μέρος τους, ανταποδίδοντας με χειροκρότημα τις επευφημίες και την ιαχή «Μπουφόν». Αυτό συνέβη και φέτος όταν βγήκε για ζέσταμα πριν από την έναρξη του αγώνα των δύο ομάδων στο Τορίνο.

«Με τους οπαδούς της Λάτσιο πάντα είχα σχέσεις σεβασμού. Το αξίζουν το χειροκρότημα, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω», είχε δηλώσει ο Τζίτζι τον Απρίλιο του 2013. Ένα χρόνο αργότερα έφυγε καταχειροκροτούμενος από το τερέν του «Ολίμπικο», μετά την αποβολή του για ένα μαρκάρισμα στον Μίροσλαβ Κλόζε.

Η ιστορία της ιδεολογικής ταύτισης μαζί τους ξεκινά το Σεπτέμβριο του 1999. Τότε, που ως γκολκίπερ της Πάρμα και σε εντός έδρας αγώνα με τη Λάτσιο, είχε γράψει ιδιοχείρως στο t-shirt που φορούσε (μέσα από τη φανέλα της ομάδας) τη φράση «Boia chi molla». Σημαίνει ότι «όποιος παρατάει τη μάχη είναι αχρείος» και πρόκειται για ένα νεοφασιστικό σλόγκαν, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στα γεγονότα της Ρέτζιο Καλάμπρια το 1970.

Ο Μπουφόν εμφανίστηκε στις κάμερες για δηλώσεις με αυτό το t-shirt μετά το τέλος του ματς, προκαλώντας σάλο στη γειτονική χώρα. Το θέμα έφτασε ακόμα έως και το Κοινοβούλιο, με τον 21χρονο γκολκίπερ να αναδιπλώνεται άρον-άρον.

Απολογήθηκε λέγοντας ότι δεν γνώριζε τη νεοφασιστική σημειολογία της φράσης, την οποία -όπως υποστήριξε- διάβασε στον τοίχο ενός οικοτροφείου. Τόνισε ότι τη χρησιμοποίησε ως σύνθημα για να ενθαρρύνει τους συμπαίκτες του και τους οπαδούς της Πάρμα, η οποία προερχόταν από κάκιστο σερί στο πρωτάθλημα και κινδύνευε με υποβιβασμό.

Δεν πέρασαν όμως δύο χρόνια και ο Τζίτζι «ξαναχτύπησε», ερεθίζοντας εκ νέου τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά. Ενόψει της έναρξης του πρωταθλήματος τη σεζόν 2001-02, επέλεξε να αφήσει το Νο. 1 και να φορέσει το άκρως ύποπτο «88». To νούμερο δηλαδή που έχει συνδεθεί με το ναζιστικό χαιρετισμό «Heil Hitler», λόγω του ότι το H είναι το όγδοο γράμμα του λατινικού αλφαβήτου (88 = HH).

Ο Μπουφόν δήλωσε και τότε άγνοια επί του θέματος. Είπε ότι στην αρχή ήθελε να πάρει το «01» για να τιμήσει το αυτοκίνητο των «Dukes» – σειρά που λάτρευε πιτσιρικάς – αλλά δεν ήταν επιτρεπτό από τη λίγκα. Όσο για το «88», ισχυρίστηκε ότι για εκείνον ήταν απλώς τέσσερα μηδενικά, που συμβόλιζαν ισάριθμες μπάλες. Εν τέλει το «88» έγινε «77», με την αιτολογία ότι του θυμίζει τα πόδια μιας γυναίκας.

Το 2006 έδωσε νέα τροφή για σχόλια, όταν κατά τους πανηγυρισμούς μετά την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, σήκωσε ένα πανό που έγραφε «Περήφανος να είσαι Ιταλός» και συνοδευόταν από ένα μικρό κέλτικο σταυρό. Θεωρείται το σύμβολο που χρησιμοποιείται διεθνώς από τους Νεο-ναζί, ως μεταμφιεσμένη σβάστικα.

Ο Μπουφόν ήταν βέβαια τότε παγκόσμιος πρωταθλητής, όλη η Ιταλία έπινε νερό στο όνομα των διεθνών και το θέμα πέρασε στα ψιλά.

Σαν πολλές συμπτώσεις όμως μαζεύτηκαν… Ακόμα και η σύντροφός του Ιλάρια Ντ’ Αμίκο δήλωσε τον Ιούνιο του ’16 στο «Vanity Fair» ότι στην αρχή θεωρούσε αδύνατη μια σχέση μαζί του, καθώς ήταν «ανώριμος και φασίστας».

Γενικώς, η δημοτικότητα του ποδοσφαιριστή Μπουφόν κατέστη τέτοια που για τη συνείδηση της συντριπτικής πλειονότητας του κοινού, τα αθλητικά επιτεύγματά του λειτούργησαν ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ στο όποιο ένοχο παρελθόν του. Το υπόδειγμα θέλησης που συμβολίζει και η πολυετής παραμονή του στην ελίτ κλείδωσαν στο παρασκήνιο αυτή τη «σκοτεινή» πλευρά του χαρακτήρα του.

Η αλήθεια είναι ότι και ο ίδιος κατέβαλλε φιλότιμες προσπάθειες να τη θάψει, αποφεύγοντας την τελευταία δεκαετία οτιδήποτε θα τον συνέδεε με ακροδεξιές αντιλήψεις (με εξαίρεση βέβαια τη σχέση «στοργής» με τους οπαδούς της Λάτσιο). Και πριν από λίγες μέρες έθαψε μια για πάντα τον παλιό του εαυτό μιλώντας για το δράμα των προσφύγων:

«Οι Ιταλοί είμαστε όμορφοι άνθρωποι, αλλά πολλές φορές δίχως λογική… Αν ένα καράβι με πρόσφυγες βυθιστεί στη Λαμπεντούζα, τότε όλοι είμαστε συγκινημένοι και σκεφτόμαστε μέχρι και να υιοθετήσουμε τα παιδιά που έμειναν ορφανά. Αν δεν βυθιστεί, τότε θα παραπονεθούμε όλοι γιατί ήρθαν τόσοι πολλοί πρόσφυγες στην πατρίδα μας…

Ο ρατσισμός είναι ένα περίπλοκο ζήτημα και το ποδόσφαιρο δεν έχει καμία σχέση με αυτό το φαινόμενο. Απλά είναι οι σπόροι του μίσους που έχουν φυτευτεί παντού, ακόμα και μέσα στα γήπεδα…

Προσωπικά θα ήθελα να μπορέσω στο μέλλον με κάποιον τρόπο να βοηθήσω στην εκπλήρωση των ονείρων των παιδιών ή να μπορώ να βοηθήσω τους συνανθρώπους μου με οποιοδήποτε τρόπο και δεν ξέρω αν αυτό θα είναι μέσα από την πολιτική. Ποτέ μη λες ποτέ…»

Ίσως αυτό να αποτελεί ένα ακόμη παράσημο για τον αθλητή Τζιανλουίτζι Μπουφόν. Που κλείνει μια και καλή το στόμα και όσων των αμφισβήτησαν για λόγους άσχετους με την υπέρλαμπρη καριέρα του…