Οκτώ το πρωί. Χτυπάει το ξυπνητήρι του κινητού. Ένα χέρι βγαίνει από το πάπλωμα και το χτυπάει με δύναμη να κλείσει. Το ίδιο χέρι αρχίζει και χουφτώνει. Ακούγονται μμμ και μμμ και το σκέπασμα πάλλεται σαν να γίνεται πάλη.
Πάλι σεξ. Η ώρα έχει πάει εννιά και σαράντα. Ναι, σεξ που κράτησε σαράντα λεπτά. Το ίδιο χέρι ξαναβγαίνει από το πάπλωμα, πιάνει το κινητό, βλέπει την ώρα και ακούγεται ένα ΟΧΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΜΟΥ.
Σηκώνονται και οι δύο αγχωμένοι, ο ένας φοράει το παντελόνι του άλλου, σύγχυση, ενοχικά γέλια, χαμόζ. Μέχρι το μεσημέρι, το viber έχει πάρει φωτιά. Περιγράφουν ο ένας στον άλλον με τι δικαιολογία γλίτωσαν την κατσάδα στη δουλειά και μετά αρχίζει το τιθασουκάνωτοβράδυμάναμου.
Τ’ απόγευμα συναντιούνται στην πλατεία Μαβίλη, πίνουν κοκτέηλ, χορεύουν ενώ ακόμα οι υπόλοιποι πίνουν καφέ, φιλιούνται συνέχεια, κοιτάζονται στα μάτια ασταμάτητα, φλερτάρουν μεταξύ τους όσο ποτέ ξανά, αρχίζουν και χαϊδολογιούνται κι οι άλλοι είναι έτοιμοι να τους πουν ΓΚΕΤ Ε ΡΟΥΜ. Το βράδυ πάνε σπίτι.
Έχουν ξεκινήσει από το ασανσέρ να μπαλαμουτιάζονται. Συνεχίζουν και ολοκληρώνουν στο χωλ, με την πόρτα ακόμα μισάνοιχτη. Κατεβάζουν να δουν έναν ολόκληρο κύκλο Game of thrones. Στρίβουν μπάφο.
Έρχονται κι άλλοι φίλοι τους και παραγγέλνουν πίτσα. Χαζεύουν πού θα πάνε το σαββατοκύριακο. Κάποιος πετάει την ιδέα για ράφτινγκ στον ποταμό Νέστο. Εκείνη λέει ναι ενώ πέντε λεπτά νωρίτερα δεν ήξερε καν ότι υπάρχει ποταμός ονόματι Νέστος. Κι ενώ δεν ξέρει καν να κάνει ράφτινγκ. Για το άλλο σαββατοκύριακο λένε να κάνουν ένα πάρτι.
Το παράλλο να πάνε Μύκονο να κάνουν το τελευταίο μπάνιο της σεζόν. Εκείνος μία Δευτέρα απόγευμα της φέρνει δώρο ένα κουτάβι. Εκείνη τον βγάζει Σεμπάστιαν Λέτο και τον συγκινεί. Τρώνε σούσι, πηγαίνουν στο θέατρο. Εκείνος πηγαίνει για 5χ5 με τους φίλους του, βάζει γκολ και φιλάει μία αόρατη βέρα.
Εκείνη τον καμαρώνει από την κερκίδα. Γελάνε. Παίρνουν 300 λάικ σε κάθε φωτογραφία τους στο ινσταγκραμ ως ζευγάρι. Περπατούν χέρι χέρι. Κάθε τσακωμός καταλήγει σε σεξ. Είναι ελεύθεροι κι είναι γαμάτοι.
———-
Ξυπνητήρι δε χτυπάει πια. Ξυπνάνε έτσι κι αλλιώς κατά τις πέντε τα χαράματα από τα κλάματα του μωρού. Στη δουλειά εξακολουθούν να πηγαίνουν καθυστερημένοι. Έχουν να κάνουν σεξ περίπου 7,5 μήνες, αν δεν μετρήσουμε εκείνη τη φορά που προσπάθησαν αλλά την πήρε ο ύπνος. Εκείνος βέβαια κάνει προσπάθειες, αλλά μάταια.
Τσακώνονται χωρίς κανέναν ειδικό λόγο. Για την ταμπλέτα του πλυντηρίου, για ένα σώβρακο που πετάχτηκε στο πάτωμα, για τις δαχτυλιές στο τραπέζι, για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη. Εκείνη του κάνει σκηνές όταν τον πιάνει να χαζεύει τσόντες. Νιώθει απατημένη στην τοποθεσία σπίτι της.
Εκείνος αναρωτιέται ούτε στο να την παίζει δεν έχει ελευθερία πια; Εκείνος βαριέται πολύ να πηγαίνει βόλτα τον Λέτο και κάθε βράδυ βρίσκει κι άλλη δικαιολογία. Έχει βγάλει και συνθήματα. ΜΑΣ ΜΑΜΑ-ΕΙ Ο ΛΕΕ-ΕΤΟ.
Έχει να παίξει μπάλα ενάμιση χρόνο. Πήγε μία φορά και γύρισε κουτσαίνοντας.
Εκείνη νευρίασε με τις λασπωμένες κάλτσες που μπλέχτηκαν με τα μωρουδιακά στα άπλυτα. Ακόμα δεν έχουν μάθει ότι έγινε πραξικόπημα στην Τουρκία.
Δεν έχουν προλάβει να μπουν καν στο internet. Τον Τζων Σνόου ακόμα τον κλαίνε, δεν έχουν μάθει τις εξελίξεις.
Έξοδος τους κοινή είναι μόνο αν παντρεύεται κανείς από τους φίλους τους. Εκεί που συναντάνε πια τους φίλους τους. Τους γαμάτους, ελεύθερους, ανέμελους φίλους τους. Και μετά, χαμογελάει το μωρό, λέει μπα μπα και στέλνει φιλάκι και τα ξεχνάς όλα. Και δε σε νοιάζει τίποτα.
Γιατί το κοιτάς και ξεκουράζεται η ψυχή σου.