Ήταν Αύγουστος του 2006. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Τρίτης 8/9 (το γράφω και ανατριχιάζω) η ζωή μου έμελλε να αλλάξει για πάντα. Εγώ στον καναπέ έβλεπα 10η εντολή (ή “Ανατομία ενός εγκλήματος”, ή “Κόκκινο κύκλο” – μόνο ο τίτλος και το σάβανο αλλάζουν στις σειρές του Κοκκινόπουλου) με το air condition στο φουλ και εκείνη κοιμόταν στο κρεβάτι.
Κάποια στιγμή, και ενώ είχα αρχίσει να νιώθω σαν επιβάτης του Blue Star Ιθάκη απ’ το κρύο αποφάσισα να κλείσω το air condition και να ανοίξω την πόρτα.
Μοιραίο λάθος…
Την ώρα που επέστρεφα στον καναπέ άκουσα ξαφνικά πίσω μου κάτι πατημασιές σαν να μπήκε σπίτι ο Ακινφέουα.
Γυρίζω και τι να δω; Ένα θεριό, σαν μικρός σκαραβαίος, που στην εφορία δηλώνει κατσαρίδα είχε μπει σπίτι και έκοβε βόλτες.
Το πρώτο άλμα μου στον καναπέ μόλις την είδα μετρήθηκε στα 2.44 (παραλίγο να σπάσω το ρεκόρ του Σοτομαγιόρ). Το τέρας απτόητο όχι μόνο δεν με λυπήθηκε, αλλά πήγε και τρύπωσε κάτω απ’ τον καναπέ για να με κάνει να σηκωθώ με εκκίνηση που θα ζήλευε και ο Μπεν Τζόνσον.
Αφού κάναμε μια άτυπη συμφωνία με το θεριό «δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις, υποφέρω υποφέρεις», έκλεισα την τηλεόραση και ετοιμάστηκα να πάω στο κρεβάτι.
Από την ταραχή μου στο τρίτο βήμα χτύπημα το μικρό μου δαχτυλάκι στο τραπέζι. Μετά το όγδοο καντήλι που έκανα download, συνέβησαν 2 θλιβερά περιστατικά. Ξύπνησε η καλή μου και η κατσαρίδα ξαναβγήκε παγανιά…
Στο «τι συνέβη μωρ…αααααααααααααα» είχα ήδη καταλάβει ότι δεν την γλιτώνω απόψε. Η Χαρά είχε δει το κτήνος και έκανε σαν τη Σέλεϊ Ντιβάλ όταν είδε τον Τζακ Νίκολσον στη «Λάμψη». Για τα επόμενα 5 λεπτά επαναλάμβανε λες και είχε πάθει ελαφρύ εγκεφαλικό την ίδια ατάκα: «Σκότωσέ τη, σκότωσέ τη, σκότωσέ τη».
«Καλά βρε χαζό φοβάσαι μια τόσο δα κατσαριδούλα; Πάμε για ύπνο» είπα με άνεση μεγαλύτερη και απ’ του Τσακ Νόρις σε μονομαχία με τον Στάθη Ψάλτη, εννοώντας: «Έχεις τρελαθεί; Στέλνεις τον Γιαννάκη να τα βάλει με τον Τσατσένκο; Με τον Τσατσένκο;».
«Σκότωσέ τη, σκότωσέ τη, σκότωσέ τη» άρχισε να στριγγλίζει πάλι η Χαρά πριν ρίξει και άλλο αλάτι στην πληγή: «Μη μου πεις ότι φοβάσαι;». Παρότι μου ‘χε πάει τρεις και μία, έσφιξα τα δόντια, φόρεσα το χαμόγελο του Ουγγαρέζου και της απάντησα: «Τι είναι αυτά που λες βρε κουτό; Κάνε στην άκρη να την σκίσω». Συμβουλή. Ποτέ μην πείτε σε γυναίκα που βρίσκεται σε απόσταση τριών μέτρων από κατσαρίδα να κάνει στην άκρη. Θα κάνει…
Παίρνω μια παντόφλα και με τρεμάμενα πόδια πλησιάζω το beast. Και ενώ έχω λοκάρει στόχο και ετοιμάζομαι να απασφαλίσω (ή να πηδήξω απ’ το μπαλκόνι να σωθώ), συμβαίνει το κακό. Η κατσαρίδα απογειώνεται σαν τον Τοχούρογλου και αρχίζει να πετά προς το μέρος μου:
Ευτυχώς ένα «Μαμάααααααααα» με φωνή Ταμπάκη που μου ξέφυγε ασυναίσθητα καλύφθηκε από την στριγκλιά της Χαράς η οποία πρέπει να ακούστηκε στην Κάτω Τούμπα (Εμείς Ασκληπιού, δίπλα στο Κολωνάκι ήμασταν).
Το ιπτάμενο τέρας αφού έκοψε 2 βόλτες πάνω απ’ τα κεφάλια μας πήγε και τρύπωσε στη βιβλιοθήκη μέσα στον «Αλχημιστή». Μούδιασε το αριστερό μου χέρι. Άρχισα να ιδρώνω και να ψευδίζω. Με όση δύναμη μου είχε απομείνει γυρίζω προς τη Χαρά και της λέω «Τι δουλειά έχει ο Κοέλιο στη βιβλιοθήκη μου γαμώ το φελέκι μου;». Η απάντησή της «Ααααααααααααα» θα μπορούσε να σημαίνει ότι κατάλαβε το λάθος της και ετοιμαζόταν να κάνει χαρακίρι, αλλά δυστυχώς η ιστορία δεν είχε happy end…
Η μαύρη ιπτάμενη χήρα προσγειώθηκε απότομα στα πλακάκια και μου έκανε με τα δυο μπροστινά της βρομοπόδαρα την ίδια προκλητική κίνηση που έκανε ο Ντε Νίρο στον Μπεν Στίλερ στο «Meet the Fockers».
Το δεύτερο πρόγραμμα της Χαράς άρχισε να παίζει σε επανάληψη το «Σκότωσέ τη, σκότωσέ τη, σκότωσέ τη». Και τότε έγινε το θαύμα…
Αφού πήρα μια βαθιά ανάσα έπαιξα το πικ εν ρολ με την παντόφλα και ετοιμάστηκα για το γκραγκινιολικό, χιτσοκικό φινάλε, φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής απ’ το κτήνος. Έκανα ένα βήμα πίσω (όχι επειδή μου πήγε να, αλλά για να πάρω φόρα) και σημάδεψα το δόξα πατρί της όπως ο Βασίλης Λυπηρίδης το στεφάνι.
Μετά από 2 δευτερόλεπτα που άνοιξα τα μάτια είδα το θεριό ανάσκελα και τη Χαρά να πανηγυρίζει φωνάζοντας «Ήρωά μου!».
Αφού δαγκώθηκα και είπα 18 φορές «μη λιποθυμήσεις τώρα, μη λιποθυμήσεις τώρα» της είπα να πάει να φέρει το φτυάρι να μαζέψει το πτώμα γιατί ο άντρας (για μένα έλεγα) χρειάζεται ξεκούραση μετά τη μάχη…
Στον πηγαιμό για την Ιθάκη του κρεβατιού μου ακούω μια ιαχή της Χαράς «Βοήθ….αααααααααα» και συνειδητοποιώ ότι δεν είναι γραφτό να κοιμηθώ απόψε.
Αφού βρίζω σαν Λευτέρης Παπαδόπουλος τον Νώε που έβαλε στην κιβωτό το ιπτάμενο αρούρι, γυρίζω με αργά βήματά στο μέτωπο και βλέπω το χειρότερο εφιάλτη μου να ξυπνά. Ο Χαϊλάντερ ήταν και πάλι όρθιος έτοιμος για δεύτερο γύρο…
Θα ορκιζόμουν ότι για μια στιγμή είδα την κατσαρίδα να μου κάνει κωλοδάχτυλο και να μου λέει «Come to mama». Ο κόσμος ήταν πλέον πολύ μικρός για χωρέσει και τους δυο μας.
Με μια αστραπιαία κίνηση πήρα τον «Αλχημιστή» και της τον έφερα κολλάρο. Ήταν η στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Η στιγμή που με σημάδεψε! Για πρώτη φορά στη ζωή μου εκτίμησα τον Πάολο Κοέλιο…