Ο Παύλος Στεργίου άναψε ένα τσιγάρο ακόμα. Ήταν μπροστά σε μία απ΄ τις πιο δύσκολες υποθέσεις , που είχε αναλάβει ποτέ. Η Μαρία Γαλάτη και ο σύζυγός της, Γιώργος, ήταν ένα από τα πλουσιότερα ζευγάρια της Αθήνας. Σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των δύο όλα τα περιουσιακά στοιχεία θα περνούσαν αυτομάτως στον άλλον. Η Μαρία είχε απ΄τον πρώτο της γάμο ένα γιο, τον Μιχάλη, και ο Γιώργος μία κόρη, τη Στεφανία.
Τα δύο παιδιά ήταν συμφοιτητές στο πανεπιστήμιο και η γνωριμία τους στάθηκε αφορμή για τη γνωριμία και των γονιών τους. Η φιλική σχέση του Μιχάλη με τη Στεφανία δεν προχώρησε περισσότερο διότι λίγο πριν εκδηλώσουν τα αμοιβαία αισθήματά τους, οι γονείς τους τούς αποκάλυψαν ότι διατηρούν δεσμό, ο οποίος λίγο αργότερα κατέληξε σε γάμο. Τα δύο παιδιά προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Ήταν αδέρφια πλέον. Ένας έρωτας παρέμενε ανεκπλήρωτος όσο οι γονείς τους εξακολουθούσαν να είναι παντρεμένοι.
Τη νύχτα της προηγούμενης Πέμπτης όλα έμελλε να αλλάξουν. Ο Γιώργος και η Μαρία πήγαν στο δωμάτιό τους να κοιμηθούν. Ο Μιχάλης και η Στεφανία το ίδιο. Το δωμάτιο του ζευγαριού και των δύο παιδιών ήταν στον πάνω όροφο. Στον κάτω, και πιο συγκεκριμένα στον ξενώνα του σπιτιού, κοιμόταν ο οδηγός της οικογένειας, ο Παναγιώτης. Οι δύο όροφοι συνδέονταν με μία εσωτερική σκάλα. Ποιος μπορεί να σκότωσε τη Μαρία Γαλάτη εκείνο το βράδυ;
Το ασθενοφόρο έφτασε στο σπίτι στις 5:15 το πρωί. Η Μαρία εξέπνευσε πριν φθάσει στο νοσοκομείο. Ο Παύλος Στεργίου πήρε στα χέρια του την κατάθεση ενός απ΄τους τραυματιοφορείς. «Στις 5:00 ένας άνδρας τηλεφώνησε στο νοσοκομείο. Ανέφερε ότι μία γυναίκα είχε μαχαιρωθεί. Φτάσαμε στο σπίτι ένα τέταρτο αργότερα. Μεταφέραμε τη γυναίκα, ενώ τα δυο της παιδιά τσακώνονταν πίσω απ το ασθενοφόρο. Το αγόρι ρώτησε την κοπέλα γιατί τη σκότωσε, εκείνη απάντησε ότι δεν το έκανε αυτή αλλά ο πατέρας. Τότε τη χαστούκισε με όλη του τη δύναμη. Στη διαδρομή η γυναίκα προσπαθούσε να πει κάτι. Την άκουσα να λέει. «Ο Γιώργος δένει» και μετά σκόρπιες λέξεις «ναι», «ενώ», «χωρίς», κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Μιλούσε σιγά, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ακριβώς. Λίγο αργότερα είπε: «Γιατί, αγάπη μου;». Αυτές ήταν και οι τελευταίες της κουβέντες πριν ξεψυχήσει».
Το μαχαίρι του φόνου βρέθηκε σε έναν κάδο απορριμμάτων 50 μέτρα απ΄το σπίτι. Πάνω του βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα του Γιώργου, της Στεφανίας και του Μιχάλη. Στο πλυντήριο οι αστυνομικοί ανακάλυψαν μία μπλούζα της Στεφανίας με αίμα του θύματος πάνω. Η υπόθεση περιπλεκόταν ακόμα πιο πολύ εξαιτίας της μαρτυρίας ενός γείτονα, ο οποίος είδε τον Μιχάλη να τρέχει λίγο πριν από τις 5:00 και να πετά κάτι στον κάδο που βρέθηκε το μαχαίρι του φόνου. Ερωτήματα προκαλούσε και το κλειδί, το οποίο ήταν πάνω στην πόρτα του δωματίου του Γιώργου και της Μαρίας, απ΄την εξωτερική, όμως, πλευρά.
Τι έγινε τελικά εκείνο το βράδυ; Έλεγε την αλήθεια ή έπλασε ένα φανταστικό σενάριο ο Γιώργος: «Υποπτευόμουν ότι η Μαρία με απατά. Τη μοιραία νύχτα φερόταν παράξενα. Ήπιαμε πολύ και οι δύο και ειδικά αυτή, που δεν πίνει ποτέ. Η Μαρία μέθυσε, εγώ ζαλίστηκα. Μπήκαμε στο δωμάτιο. Ήθελα να κάνουμε έρωτα. Της έδεσα τα χέρια στο κρεβάτι, απ΄την πλευρά που συνήθως κοιμάμαι εγώ. Την είχε πάρει κιόλας ο ύπνος. Και γω δεν άντεχα, έκλεισα τα μάτια. Όλα τα υπόλοιπα τα θυμάμαι σαν όνειρο. Την άκουσα να φωνάζει. Πριν το καταλάβω, βρέθηκα να παλεύω με κάποιον ή κάποια. Ήταν πολύ σκοτεινά, δεν διέκρινα τίποτα. Κατάφερα να πάρω το μαχαίρι που κρατούσε στα χέρια και μετά χάθηκε. Δεν ξέρω τι έγινε, που πήγε. Δεν θυμάμαι, ίσως πήδηξε από την μπαλκονόπορτα. Την είχαμε αφήσει ανοιχτή, έκανε πολύ ζέστη. Το ύψος απ΄το έδαφος είναι 2,5 μέτρα. Μετά όλα σκοτείνιασαν. Σαν να έσβησε η μνήμη μου».
Τα δυο παιδιά προσπαθούσαν να καλύψουν κάποιον ή τον εαυτό τους. Οι καταθέσεις τους ήταν εξαιρετικά ασαφείς. Στεφανία: «Άκουσα φωνές μες στην νύχτα. Μπήκα στο δωμάτιο των γονιών μου. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Άναψα το φως και είδα τη Μαρία γεμάτη αίματα και τον πατέρα μου σε κατάσταση σοκ. Δεν άντεχα την εικόνα. Βγήκα αμέσως από κει». Μιχάλης: «Άκουσα θόρυβο και ξύπνησα. Είδα τη Στεφανία να κλαίει βγαίνοντας απ΄το δωμάτιο των δικών μας. Μπήκα μέσα και είδα αυτό που ξέρετε. Πάγωσα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Έτρεξα ασυναίσθητα προς τη Στεφανία και έπεσα στην αγκαλιά της. Δεν συνειδητοποίησα τι έγινε».
Ο Παύλος Στεργίου έμοιαζε χαμένος. Οι καταθέσεις αντί να ξεδιαλύνουν περιέπλεκαν ακόμα πιο πολύ την υπόθεση. Παναγιώτης (οδηγός): «Κοιμόμουν βαριά. Άκουσα ένα ουρλιαχτό και πετάχτηκα απ΄το κρεβάτι. Ήταν η Στεφανία. Φώναζε: «Γιατί, Θεέ μου, γιατί;». Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε λαχανιασμένος ο Μιχάλης. Έτρεμε. Μου είπε: «Σκότωσαν τη μαμά. Κάλεσε ένα ασθενοφόρο γρήγορα». Πήρα αμέσως τηλέφωνο στο νοσοκομείο». Ο Παύλος Στεργίου έβαλε ένα ποτήρι μαύρο ρούμι και χαμογέλασε. Πώς δεν το είχε δει τόση ώρα; Πώς δεν κατάλαβε το προφανές; Αυτό ήταν, λοιπόν. Ήταν σίγουρος ότι είχε βρει τον δολοφόνο της Μαρίας Γαλάτη…