Πριν να εμφανιστεί ο Γιάννης Αντετοκούνμπο στις ζωές μας, ο «MVP του NBA» ήταν για εμάς κάτι αντίστοιχο με τον Μπάτμαν, τον Κέρβερο ή το τέρας του Λόχνες. Δηλαδή ένα μυθικό πλάσμα που ζούσε στη φαντασία και στις οθόνες μας.
Χάρις στον «Greek Freak» ήρθαμε για πρώτη φορά τόσο κοντά με ένα τέτοιο «τέρας» και προσαρμόσαμε πάνω του τις δικές μας φιλοδοξίες, όχι φυσικά για τους Μιλογουόκι Μπακς, αλλά για την μοναδική ελληνική ομάδα που ρεαλιστικά έχει ελπίδες να τον διατηρήσει στις τάξεις της. Την Εθνική.
Σε λίγο καιρό οι καλοκαιρινές διακοπές όσων ασχολούνται με το μπάσκετ τελειώνουν και θα αρχίσουμε να κινούμαστε σε ρυθμούς Παγκοσμίου Κυπέλλου, με τον Γιάννη να επιβεβαιώνει στο περιθώριο εκδήλωσης χορηγού εταιρείας την παρουσία του στα γήπεδα της Κίνας και να δηλώνει πρόθυμος να βοηθήσει την ομάδα, από όποια θέση κι αν του ζητηθεί.
Δεν χωρά η παραμικρή αμφιβολία πως το να διαθέτεις έναν από τους κορυφαίους αυτή την στιγμή παίκτες του πλανήτη στο ρόστερ σου αποτελεί ευλογία.
Δεν χωρά η παραμικρή αμφιβολία πως το να κοουτσάρεις έναν τύπο που τελείωσε την σεζόν με σχεδόν 28 πόντους, 12,5 ριμπάουντ και κοντά στις 6 ασίστ κατά μέσο όρο στο ΝΒΑ, είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να εύχεται ένας προπονητής.
Δεν χωρά η παραμικρή αμφιβολία ότι ο Γιάννης θα είναι μία από τις μεγαλύτερες ατραξιόν τις διοργάνωσης και ένας από τους σπουδαιότερους σταρ που θα πατήσουν το πόδι τους στο παρκέ.
Και σε τελική ανάλυση, δεν χωρά η παραμικρή αμφιβολία ότι είναι –για να το πούμε απλά και κατανοητά- πως πρόκειται για έναν παιχταρά, που και ο ίδιος έχει το κίνητρο και την φιλοδοξία να «ματώσει» μέσα στο γήπεδο για την φανέλα και όχι να κοιτάξει αφ’ υψηλού συμπαίκτες και αντιπάλους.
Παρά τα παραπάνω, όμως, δεν χωρά η παραμικρή αμφιβολία επίσης, πως η παρουσία του στην πεντάδα (όπως και η παρουσία οποιουδήποτε άλλου) ΔΕΝ εξασφαλίζει την επιτυχία στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Στην μακρινή Κίνα είναι δεδομένο πως όλα τα φώτα θα πέσουν πάνω του. Το ίδιο, όμως, θα συμβεί και μέσα στο παρκέ και θα αφορά στις άμυνες που θα προσαρμόζονται πάνω του και θα επικεντρώνονται στις δεδομένες αδυναμίες που έχει ΚΑΙ αυτός στο παιχνίδι του, όπως οποιοσδήποτε άλλος παίκτης υπήρξε ποτέ.
Ο πραγματικός πονοκέφαλος για κάθε προπονητή (όπως και για τον Θανάση Σκουρτόπουλο) είναι η διαχείριση ενός τέτοιου «κεφαλαίου» που μοιάζει τόσο μεγάλο ώστε να χωρά κάθε δική του τεχνική προσέγγιση. Ξεκινώντας από τον πρώην τεχνικό του στους Μπακς, τον Τζέισον Κιντ που ονειρευόταν να τον δει στο «1» και φτάνοντας στο σήμερα, όπου την τελευταία σεζόν αγωνιζόταν συχνά πολύ πιο κοντά στο καλάθι, ως «4» και συχνά ανέβαινε ακόμη και στο «5».
Θεωρητικά, αυτή την ώρα, οι μόνοι που έχουν κλειδώσει για την βασική πεντάδα είναι οι Καλάθης, Σλούκας στην περιφέρεια. Δύο παίκτες που επίσης θεωρητικά έχουν το «πακέτο» που χρειάζεται για να βοηθήσουν τον Αντετοκούνμπο με τον αλτρουισμό τους και το διάβασμα της αντίπαλης άμυνας, η οποία δεδομένα θα είναι προσαρμοσμένη πάνω του, με στόχο να αποτρέψουν τις διεισδύσεις του –σε πρώτη φάση- και να τον αποκόψουν από το επιθετικό ριμπάουντ.
Κάθε αντίπαλος θα βλέπει την Εθνική σαν την «ομάδα του Γιάννη», κι αν εμείς δείξουμε αντίστοιχη προσέγγιση, φλερτάρουμε πολύ σοβαρά με την αποτυχία. Τι εννοούμε, όμως, όταν λέμε «ομάδα του Γιάννη» και ποια η διαφορά της από την «ομάδα με τον Γιάννη»;
Στην πρώτη περίπτωση, ο όρος μαρτυρά ένα σύνολο που θα περιμένει τα πάντα από έναν. Κι ενώ η ποιότητα του Αντετοκούνμπο είναι δεδομένη και αδιαμφισβήτητη, δεν αποτελεί και εχέγγυο αποτελεσματικότητας.
Τρανό παράδειγμα γι’ αυτό ήταν και τα φετινά play offs του NBA που ήταν πολύ συχνό το φαινόμενο του να μένουν δικές του προσπάθειες ημιτελείς και αποτυχημένες λόγω των τρικ των αντιπάλων προπονητών, με τα οποία το υπερόπλο βραχυκύκλωνε και ουσιαστικά παροπλιζόταν στις περιπτώσεις που το δικό του μπάσιμο δεν κατέληγε στο καλάθι ή η έξτρα πάσα στην περιφέρεια δεν έφτανε στα χέρια ενός άκρως αξιόπιστου σουτέρ, που θα τιμωρούσε τους αντιπάλους για την απερισκεψία τους να κλείσουν με βοήθειες τον άσο του Μιλγουόκι.
Και, δυστυχώς, είναι αλήθεια πως στο μακρινό σουτ το ελληνικό μπάσκετ νοσεί. Δεν διαθέτει, δηλαδή, σε αριθμό και ποιότητα τους μεγάλους σουτέρ που θα μπορούσαν με συνέπεια να βομβαρδίσουν το αντίπαλο καλάθι.
Εάν σε αυτό προσθέσουμε και το επιπλέον άγχος που θα κουβαλά ο ίδιος στην πλάτη του λόγω των απουσιών του από τα προηγούμενα ραντεβού της Εθνικής, ίσως δημιουργούμε συνθήκες ακόμη πιο ασφυκτικές κι από αυτές που θα συναντήσει στο παρκέ.
Η «Εθνική του Γιάννη» δεν θα μπορέσει να φτάσει μακριά. Για να συμβεί αυτό θα χρειαστεί να είναι διαστημικός και να ξεπεράσει κάθε ένα από τα πολλά αγωνιστικά και ψυχολογικά εμπόδια που θα βρει στον δρόμο του. Πράγμα όχι ακατόρθωτο, αλλά σίγουρα πολύ δύσκολο. Ακόμη και για έναν MVP, που μην ξεχνάμε, πέρα όλων των άλλων, θα πρέπει να προσαρμοστεί «βίαια» στα δεδομένα του εκτός ΝΒΑ μπάσκετ, που δεν είναι και τα πλέον ευνοϊκά για εκείνον.
Η «Εθνική με τον Γιάννη» είναι ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα. Θα είναι μια ομάδα με τους ρόλους και τα συστήματά της, στα οποία μπορεί ο Αντετοκούνμπο να κατέχει κυρίαρχη και ηγετική θέση, αλλά όχι μονοπωλιακή. Θα είναι μια ομάδα η οποία δεν θα μπει στην λογική των Μπακς, που λειτούργησε μια χαρά στην soft κανονική περίοδο αλλά όχι στα play offs, και δεν θα περιμένει τα πάντα από τον δικό της «Μεσσία».
Λογικά αυτές είναι σκέψεις που της κάνει και το προπονητικό team της «γαλανόλευκης», που θα πρέπει να βρει τρόπους ώστε να βγάλει πίεση από πάνω του και να του εξασφαλίσει χώρο, χρόνο και ρόλο, που θα του παράσχει όσο το δυνατόν πιο ιδανικές συνθήκες για να κάνει εκείνα που μπορεί (και είναι πάρα πολλά) κατά την διάρκεια των αγώνων.
Για να πετύχει η συνταγή, θα χρειαστεί να προσαρμοστεί και ο ίδιος στα δεδομένα. Και κυρίως να έχει στην άκρη του μυαλού του ότι ενδεχόμενη αποτυχία θα χρεωθεί σε αυτόν σε πολύ μεγάλο βαθμό, με εκείνους που σήμερα δηλώνουν υπερήφανοι για τον «Έλληνα MVP» να είναι οι πρώτοι που θα ρίξουν το ανάθεμα για το «παλιόπαιδο που παίζει μόνο για τους Μπακς»…