«Κώστα, όταν σου λέω ότι δεν μπορώ, σημαίνει ότι δεν μπορώ». Η είδηση έσκασε σα βόμβα στην καθημερινότητα της Εθνικής μας ομάδας και ήταν τόσο απροσδόκητη, που αν αποτελούσε σκηνή στη «Λάμψη» (του Φώσκολου, όχι την αστειότητα του Κιούμπρικ…), θα είχε την εξής μορφή:
-Γιάγκος: «Δηλαδή Βίρνα, θέλεις να πεις ότι ο Γκάλης δε θα παίξει στο Μουντομπάσκετ;»
-Βίρνα: «Ναι Γιάγκο, αυτό ακριβώς εννοώ…»
–Γιάγκος: «Θες να μου πεις Βίρνα πως πράγματι δε θα παίξει ο Γκάλης στο Παγκόσμιο;»
-Βίρνα: «Φοβάμαι Γιάγκο πως ναι, πράγματι δε θα παίξει ο Γκάλης στο Παγκόσμιο…»
-Γιάγκος: «Δη-δη-δη-δηλαδή Βίρνα, ο Γκάλης θα είναι εκτός Μουντομπάσκετ; Αυτό μου λες;»
-Βίρνα: «Μου ζάλιζες τον έρωτα Γιάγκο, δε θα παίξει στο Παγκόσμιο ο Γκάλης!!!»
-Γιάγκος: «Τη γ@@@σαμε, Βίρνα».
Το ημερολόγιο έδειχνε καλοκαίρι του 1990 και η Επίσημη Αγαπημένη ετοιμαζόταν για το 2ο συνεχόμενο Μουντομπάσκετ της- αυτή τη φορά όχι σαν φτωχός μπασκετικός συγγενής, όπως το 1986, αλλά σαν πρωταθλήτρια Ευρώπης του 1987 και δευτεραθλήτρια του 1989. Η αισιοδοξία πάλευε με άυλα νύχια και φθαρμένα δόντια να μην χαρακτηριστεί «ασυγκράτητη», μιας και το σύνολό μας ήταν εκπληκτικό. Κάπου εκεί, όμως…
Κάπου εκεί, έπεσε ο αγωνιστικός ουρανός στο κεφάλι μας: ο Νικ (που, σύμφωνα με τον γυμναστή του, τον Γιώργο Ραμπότα, βρισκόταν στην καλύτερη φάση της καριέρας του και έλεγε στην προετοιμασία πως θα τους διαλύσει όλους στο τουρνουά) τραυματίστηκε στο φιλικό με την Τσεχοσλοβακία στο «Ακρόπολις» και ένα ύπουλο κόκκαλο είχε πεταχτεί στο πόδι του.
Ο πρώτος σκόρερ του Παγκόσμιου του 1986 πήγε στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τον πασίγνωστο γιατρό Κώστα Παρίση και να ξεκινήσει θεραπείες. Μετά από 2-3 επισκέψεις, όμως, συνέχιζε να πονάει αφόρητα και διαπίστωσε πως ήταν αδύνατον να προλάβει τη διοργάνωση στην Αργεντινή.
«Νικ, η ομάδα σε χρειάζεται. Πρέπει να πας», του είχε πει ο Παρίσης. «Κώστα, το δυνατό μου σημείο είναι το πάτημα στο παρκέ και στην κατάστασή μου είναι αδύνατο να πατήσω καλά. Όταν λέω ότι δεν μπορώ, σημαίνει ότι δεν μπορώ…», του απάντησε ο Γκάνγκστερ και, κάπως έτσι, το θρίλερ της συμμετοχής του έλαβε και επίσημα τέλος.
Που να πάρει, ρε Βίρνα, θα πηγαίναμε στο Παγκόσμιο του 1990 χωρίς τον Γκάλη.
Η χρονιά του Δράκου
Πάντα πιστός. Πάντα εκεί. Πάντα με το εθνόσημο στο στήθος, να δίνει το 101% των δυνάμεών του μέχρι το ροζ φύλλο αγώνα ή τη λιποθυμία- όποιο από τα δύο ερχότανε πρώτο. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης (για τον οποίον πρέπει ν’ «ανακαλύφθηκε» ο κοινότοπος όρος “πιστός στρατιώτης”) ετοιμαζόταν να σηκώσει, ελλείψει Γκάλη, στις πλάτες του την Εθνική.
Ωστόσο, στο τουρνουά της Αργεντινής ο αρχηγός δεν ήταν μόνος. Είχε δίπλα του ένα ζηλευτό γαλανόλευκο σύνολο: Χριστοδούλου, Φασούλας, Παταβούκας, Γαλακτερός, Καμπούρης, Στεργάκος, Λυπηρίδης, Ανδρίτσος, Ιωάννου, Γάσπαρης και Παπαδόπουλος ήταν οι 12 του Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου, ο οποίος είχε την απαραίτητη εμπειρία στη θέση του ομοσπονδιακού τεχνικού.
Μπορεί να έλειπε το νο1 αστέρι μας, λοιπόν, όμως η Ελλάδα κάθε άλλο παρά χαμένη από χέρι ήταν. Το αντίθετο.
Κι αυτό ήταν κάτι που το διαπίστωσε από την πρεμιέρα κιόλας ένα από τα φαβορί. Οι ΗΠΑ.
Για την ακρίβεια, οι ΗΠΑ του θρύλου Μάικ Σιζέφκσι.
Η κλοπή (;) του… αιώνα
Δεν είναι ότι είχαν κατεβάσει ό,τι καλύτερο διέθετε η από εκεί πλευρά του Ατλαντικού- όχι. Αυτό θα συνέβαινε 2 χρόνια αργότερα στη Βαρκελώνη, όταν η πρώτη Dream Team πέρασε σαν καινοφανής σίφουνας από τα παρκέ και κατέκτησε δια περιπάτου το χρυσό.
Ωστόσο, η Team USA που αγωνίστηκε στα γήπεδα της Αργεντινής το 1990 έβριθε από (άγουρο, είναι η αλήθεια) ταλέντο: Αλόνζο Μούρνιγνκ, Κένι Άντερσον, Κρις Γκάτλιν, Μπίλι Όουενς, Κρίστιαν Λέτνερ συνέθεταν μια άκρως ενδιαφέρουσα φουρνιά από κολεγιόπαιδες που προκαλούσαν- ειδικά αν αναλογιστούμε την εποχή- αδιευκρίνιστο τρόμο.
Στην πρεμιέρα του τουρνουά, όμως, η Εθνική μας όχι απλά δε φοβήθηκε τις ΗΠΑ, αλλά τις στρίμωξε μανιωδώς στα σχοινιά. Με μπροστάρηδες του Γιαννάκη-Φάνη (23 και 21 πόντοι αντίστοιχα) και με αποκάλυψη τον νεαρό τότε Γαλακτερό (18 π.), η Επίσημη Αγαπημένη έφτασε την Team USA σε θρησκευτική κατάληξη προσευχών, και πιο συγκεκριμένα στο «αμήν».
Το σκορ σε κάποια φάση πήγε ακόμα και στο +13 υπέρ μας (56-43), με τους Αμερικανούς να σαλπίζουν αντεπίθεση και να φτάνουν το ματς στο 89-89, μόλις 3.5 δεύτερα πριν από το τέλος.
Στην ακροτελεύτια επίθεση ο Παταβούκας πέταξε την μπάλα από το τρίποντό μας, αυτή- η εκδιδόμενη- μπήκε και βγήκε, ο Γαλακτερός πήρε το ριμπάουντ και σε νεκρό χρόνο την άφησε στο καλάθι, χαρίζοντας μια τεράστια νίκη στην Ελλάδα επί της Αμερικής!
Ή μπορεί και όχι: παρά το γεγονός πως οι Έλληνες παίκτες μαζί με τον πάγκο πανηγύριζαν σαν τρελοί το έπος, οι διαιτητές, με την «αρωγή» του κομισάριου, αποφάσισαν πως το καλάθι ήταν εκπρόθεσμο και… διέταξαν το ματς να πάει στην παράταση.
Η αλήθεια είναι πως ασφαλές συμπέρασμα για το αν μετράει το δίποντο του Νάσου ή όχι δεν μπορεί να βγει: ενώ στην κανονική ροή του παιχνιδιού φαίνεται πως το καλάθι είναι εμπρόθεσμο, στο ριπλέι το πράγμα περιπλέκεται και το χέρι σου στη φωτιά δεν το βάζεις. Δεδομένου του ότι μιλάμε για 1990 και δεν υπάρχουν 765 ριπλέι με σούπερ ζουμ όπως σήμερα ή ταμπλό που κοκκινίζουν με τη λήξη του χρόνου σαν το ΝΒΑ, οι απόψεις διίστανται- αναλόγως, προφανώς, τα χρωματιστά οπαδικά γυαλιά του καθενός.
Ο ίδιος ο Γαλακτερός, πάντως, λίγα χρόνια αργότερα στο πλαίσιο μιας βράβευσής του διαρρήγνυε τα ιμάτιά του (φανέλα και σορτσάκι, δηλαδή) πως το καλάθι ήταν 200% εμπρόθεσμο.
Όπως και να ’χει, το παιχνίδι οδηγήθηκε στην παράταση κι εκεί τα πιο φρέσκα Αμερικανάκια μας κέρδισαν με 103-95, αφήνοντάς μας με το «αχ» στα χείλη.
Η Εθνική μας (που, εν τέλει, τερμάτισε 6η σε κείνο το Παγκόσμιο- μια αδιανόητη επιτυχία δεδομένων των συνθηκών) άγγιξε το θαύμα. Και θα το είχε κάνει στερεή πραγματικότητα αν υπήρχε ένα, έστω, δέκατο ακόμα- ένα δέκατο που θα διέλυε κάθε αμφιβολία και δε θα μας άφηνε μια μεταλλική γεύση κλοπής στο στόμα.
Κάπως έτσι, μείναμε με την όρεξη της πρώτης νίκης επί των ΗΠΑ σε επίσημο ματς και θα έπρεπε να περιμένουμε 16 ολόκληρα χρόνια για να την πετύχουμε.
Όμως, δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Φανταζόμαστε ξέρετε τι έγινε το 2006 στην Σαϊτάμα.
Έτσι δεν είναι;
Ακριβώς: έτσι.