Η μεταγραφή του πέρασε σχεδόν στο ειδησεογραφικό ντούκου. Στα ψιλά. Ουδείς (κατά πάσα πιθανότητα- ποτέ δεν ξέρεις…) έσκισε τα ρούχα του στο άκουσμα της μεταγραφής του στο Τριφύλλι, κανείς δεν πέταξε την σκούφια του στον αέρα- αυτό, βέβαια, ενδεχομένως επειδή κανείς δεν έχει σκούφια.
Εν πολλοίς, δικαίως: το φετινό καλοκαίρι ήταν μια χρονιά αλλεπάλληλων υπερβάσεων για τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο και, κατ’ επέκταση, για τον Παναθηναϊκό. Τη φανέλα των 6 φορές πρωταθλητών Ευρώπης φοράνε, πλέον, τόσο ο Τζίμερ Φριντέτ όσο και ο Ουέσλι Τζόνσον.
Αναμενόμενα, λοιπόν, τα φώτα πηγαίνουν σ’ ένα παίκτη που μπορεί να τα «κολλάει» με μανιώδεις ρυθμούς από τα 7-8 μέτρα και που ο τεράστιος- παραβλέπουμε το «αντιπαθητικός» που παλεύει να σχηματιστεί στο πληκτρολόγιό μας- Ντουράντ είχε κάποτε χαρακτηρίσει ως τον κορυφαίο σκόρερ του κόσμου (Φριντέτ) και σ’ ένα παιδί που έχει γράψει μια ολόκληρη δεκαετία στο ΝΒΑ κι έρχεται για να… καταπιεί τους πάντες με την ενέργειά του (Τζόνσον).
Για τον Ουάιλι (της εντυπωσιακής πρώτης χρονιάς στην Euroleague με την Γκραν Κανάρια πέρυσι) τα έχουμε ξαναγράψει αλλά δε λογίζεται ως σούπερ σταρ, ενώ Μπέντιλ και Μπράουν μπορεί ν’ αποδειχθούν υπό προϋποθέσεις μπασκετικά λαβράκια, όμως δεν είναι παίκτες πρώτης γραμμής.
Ποιος μένει, λοιπόν;
Ακριβώς: η κορυφαία, ενδεχομένως, κίνηση του καλοκαιρινού μεταγραφικού παζαριού για τον Παναθηναϊκό, εκείνος που μπορεί να εξελιχθεί στη… ληστεία της σεζόν- ο Ταϊρίς Ράις.
Ο 32χρονος Αμερικανός υπέγραψε σχεδόν «αθόρυβα» με τους πρωταθλητές Ελλάδος μετά από μια σεζόν στην Κίνα και πολλοί θεώρησαν πως πρόκειται για τον αντι-Λεκαβίτσιους. Ένας άσος, δηλαδή, που θα έδινε ανάσες στον Καλάθη και θα έπαιζε ένα σκάρτο 10λεπτο στα κρίσιμα παιχνίδια, μιας και ο αρχηγός του Τριφυλλιού σχεδόν… απαγορεύεται να βγαίνει από το παρκέ όταν αρχίζουν τα δύσκολα.
Ο Ράις, όμως, αποδεικνύει από πολύ νωρίς πως αν ήταν νόμισμα θα ήταν λίρα εκατό κι ότι έρχεται για να μπαλώσει τη μεγαλύτερη αγωνιστική τρύπα που «μαστίζει» τον ΠΑΟ τα τελευταία χρόνια- του τύπου, δηλαδή, που θα διασφαλίσει πως όταν ο Νικ θα πάει στον πάγκο δε θα πιει νερό η ομάδα.
Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα και στο δυσκολότερο φιλικό τεστ του Τριφυλλιού μέχρι τώρα, το χθεσινό στο «Παύλος Γιαννακόπουλος» κόντρα στην υπέροχη Μακάμπι (το μαύρο άλογο, κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος, του menshouse team, ακόμα και για την κατάκτηση της Euroleague).
Μπορεί το παιχνίδι να ήταν αρκετά ιδιαίτερο λόγω της συναισθηματικής φόρτισης, του γεγονότος πως η ομάδα έπαιζε για πρώτη φορά μπροστά στο κοινό της κι επειδή ουσιαστικά οι Έλληνες διεθνείς δεν είχαν αγωνιστεί ξανά μαζί με το υπόλοιπο σύνολο (ο Παπαγιάννης είχε παίξει κάτι λίγα στο ματς με τον Προμηθέα), όμως αυτό που κατέστη σαφές- πέρα από το ότι το σύνολο είναι εμφανώς ανέτοιμο- είναι πως ο Ράις θ’ αποτελεί σημαντικότατο πυλώνα του παιχνιδιού των Πράσινων.
Και, εδώ που τα λέμε, κάτι τέτοιο βγάζει νόημα: ο Αμερικανός μπορεί να σκοράρει, να τρέξει την ομάδα, να τα βάλει απέξω, να μπουκάρει στη ρακέτα, έχει την προσωπικότητα και την εμπειρία να κατευθύνει τους συμπαίκτες του και, σε αντίθεση με τους Φριντέτ και Τζόνσον, έχει ξαναπαίξει στο κορυφαίο επίπεδο της Ευρώπης.
Απλά να θυμίσουμε- μιας και η μνήμη χρυσόψαρου ευδοκιμεί στα μέρη μας- πως ο Ράις ήταν αυτός που πήρε από το χεράκι την Μακάμπι στο Final 4 του 2014 και την οδήγησε μέχρι την κατάκτηση του τροπαίου (νικητήριο καλάθι στον ημιτελικό με την ΤΣΣΚΑ, 26 πόντους στον τελικό με την Ρεάλ και MVP του F4).
Την επόμενη χρονιά πήγε στην Χίμκι και πήρε και το Eurocup, με τον ίδιο να είναι ο MVP της διοργάνωσης, στη συνέχεια έφυγε για την Μπαρτσελόνα με συμβόλαιο πάνω από 1.5 εκατομμύριο ετησίως και πέρυσι, με τη φανέλα της Μπάμπεργκ, ήταν ο MVP και στο Champions League.
Στο χθεσινό παιχνίδι με την Μακάμπι ο Ράις έβαλε σχεδόν σβηστά 17 πόντους μοιράζοντας, περίπου, το 40λεπτο με τον Καλάθη στη μέση, ενώ έβγαζε μάτι πως στο γρήγορο παιχνίδι που θέλει να παίξει ο Παναθηναϊκός του Πεδουλάκη (δεν τον βολεύει το 5 εναντίον 5 και στη ρακέτα έχει, για την ώρα, θεματάκια) είναι, για να το πούμε σε άψογα ελληνικά, ταμάμ.
Μπορεί, λοιπόν, Φριντέτ και Τζόνσον να του έκλεψαν τη δόξα, όμως ο Ταϊρίς δείχνει από πολύ νωρίς πως μπορεί να γίνει το απόλυτο κλειδί για την πορεία των πρωταθλητών Ελλάδας.
Αν σκεφτεί κάποιος πως το συμβόλαιό του είναι κάτι σαν 400.000 τον χρόνο, τότε στο μυαλό έρχεται μια ιστορική ατάκα του αείμνηστου Φίλιππου Συρίγου σ’ εκείνο το αξέχαστο παιχνίδι του Άρη με την Μπαρτσελόνα:
«Ω, είναι κλοπή».