Τον Δεκέμβριο του 1989 περνά την πόρτα της Παιανίας ένα 22χρονο –τότε- παιδί που σε πολλούς δεν «γεμίζει» το μάτι. Ήταν η εποχή της «παντοδυναμίας», όπως λεγόταν και γραφόταν παντού, του Γιώργου Βαρδινογιάννη και ο κόσμος περίμενε μεταγραφές που θα προκαλούσαν πολύ μεγαλύτερο πάταγο από την απόκτηση ενός νεαρού από τον Πανιώνιο.
Λεγόταν Σπύρος Μαραγκός και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του παίζοντας την μπάλα με τον τρόπο που εκείνος γνώριζε, δίχως να αισθανθεί ούτε μία στιγμή ότι χρωστάει οποιαδήποτε απάντηση στους προπονητές της εξέδρας, οι οποίοι σε αντίθεση με τους κανονικούς τεχνικούς που έκατσαν εκείνη την περίοδο στον πάγκο του Παναθηναϊκού, συχνά ξεκινούσαν την 11άδα από εκείνον.
Γεννημένος στην Λευκάδα τον Φεβρουάριο του 1967, βρέθηκε το 1986 στον Πανιώνιο, όπου έμεινε 3,5 χρόνια κεντρίζοντας το ενδιαφέρον όλων των μεγάλων του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Γκίντερ Μπένγστον ο οποίος είχε διαδεχθεί περίπου ένα χρόνο νωρίτερα τον Βασίλη Δανιήλ στην τεχνική ηγεσία του τριφυλλιού, άναψε το «πράσινο φως», με συνέπεια η ΠΑΕ να κινηθεί ταχύτατα και να φτάσει σε συμφωνία με τους «κυανέρυθρους» για τον πολλά υποσχόμενο άσο, ενώ στη συνέχεια ο Σουηδός ήταν εκείνος που του έδωσε την ευκαιρία να αγωνιστεί στην πρώτη ομάδα.
Το πρόβλημα με τον Μαραγκό δεν ήταν στο γήπεδο. Εκεί τα κατάφερνε μια χαρά. Το θέμα υπήρχε κυρίως από τον μόνιμα δυσαρεστημένο κόσμο, που εκτός όλων των άλλων, ήταν και απαίδευτος και ψιλοάσχετος με θέσεις και συστήματα που τότε άρχισαν να ξεφεύγουν από τα σταθερά και τυποποιημένα 4-4-2 κλπ που οι οπαδοί είχαν συνηθίσει. Εκείνος ήταν ένας σύγχρονος και ολοκληρωμένος χαφ, την ώρα που ο κόσμος περίμενε να δει έναν… Πελέ στο χορτάρι.
Πριν την εποχή του Μαραγκού δύσκολα έβλεπες στο χορτάρι παίκτες που να μπορούν να τα κάνουν όλα στο γήπεδο. Ουσιαστικά δηλαδή αποτέλεσε μια… ατραξιόν που αντιμετωπιζόταν συχνά με δυσπιστία, παρά το γεγονός ότι η τεχνική, τα προσόντα του και κυρίως το πείσμα και η προσήλωσή του τον είχαν μετατρέψει σε απολύτως απαραίτητο γρανάζι της πράσινης μηχανής. Τι ήταν ο Μαραγκός, ίσως να αναρωτιούνται αρκετοί νεότεροι. Αμυντικό χαφ; Οχτάρι; Δεκάρι; Μήπως… 11άρι, όπως έγραφε το νούμερο της φανέλας του;
Τίποτα από τα παραπάνω. Ήταν απλά ένας παίκτης-ορχήστρα. Με δυνατότητες να πετύχει γκολ, να εκτελέσει στημένες φάσεις, με καλές τοποθετήσεις σε αμυντικές και επιθετικές καταστάσεις σε στατικά χτυπήματα, ικανός στο ψηλό παιχνίδι, με ακούραστα πνευμόνια, καλός στο μαρκάρισμα, τόσο ατομικά όσο και σε χώρο, που ήταν άλλωστε και το φόρτε του, λόγω της τρομακτικής αντίληψης που είχε για το παιχνίδι. Ένας μέσος που ακόμη και με τα πολύ πιο αυστηρά σημερινά κριτήρια, θα έπαιρνε σε κάθε ματς βαθμό σταθερά πολύ πάνω από την βάση.
Αυτός ήταν και ο λόγος που όλοι –μα όλοι- οι προπονητές που συνεργάστηκαν μαζί του είχαν να πουν τα καλύτερα λόγια, παρά την συχνή μουρμούρα της εξέδρας, η οποία προτιμούσε πιο φαντεζί επιλογές. Ειδικά την περίοδο του Όσιμ, που τον πίστευε, αλλά η ομάδα δεν κέρδιζε τίτλους. Επιπλέον ο χαρακτήρας του ίδιου του Μαραγκού ήταν ένα… μείον στις σχέσεις του με τους επικριτές του, αφού δεν πούλησε ποτέ το κακώς εννοούμενο οπαδιλίκι, ούτε αρεσκόταν σε δηλώσεις που χάιδευαν τα αυτιά του.
Μόνο όταν έφυγε από τον Παναθηναϊκό, αρχικά για τον ΠΑΟΚ και στη συνέχεια για την Κύπρο, αντιλήφθηκαν οι περισσότεροι τι είδους γρανάζι είχε χαθεί για τον σύλλογο. Και έφυγε έχοντας κατακτήσει 4 πρωταθλήματα (1990, 1991, 1995, 1996), 5 Κύπελλα (1989, 1991, 1993, 1994, 1995), 2 Σούπερ Καπ (1993, 1994), στην πιο παραγωγική από πλευράς τίτλων εποχή του Παναθηναϊκού. Συνδυάζοντας παράλληλα και δύο μεγάλες ευρωπαϊκές πορείες μέχρι τα προημιτελικά του πειραματικού Champions League το 1992 και τα ημιτελικά της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης, τέσσερα χρόνια αργότερα, λίγο πριν αλλάξει φανέλα.
Χρόνια αργότερα ο Παναθηναϊκός έκανε αυτό που έπρεπε ως κλαμπ, με την επιστροφή του στις τάξεις της ομάδας ως τεχνικός συνεργάτης αλλά και σκάουτερ. Μέχρι την στιγμή που ο ίδιος ανακοίνωσε πως πάσχει από μια σπάνια εκφυλιστική ασθένεια που έχει μετατρέψει σε κόλαση και την παραμικρή καθημερινή δραστηριότητα του. Όπως έκανε και ως ποδοσφαιριστής, ο Σπύρος Μαραγκός επέλεξε να μιλήσει μόνο μια φορά και στη συνέχεια ακολούθησε τον δρόμο της σιωπής. Από την σύζυγό του μάθαμε αργότερα ότι ακόμη και σήμερα η ΠΑΕ, δια του προέδρου της Γιάννη Αλαφούζου, συνεχίζει χωρίς τυμπανοκρουσίες, να καταβάλλει τον μισθό του. Η ελάχιστη αναγνώριση για το ταλέντο, το ήθος και τις ικανότητες αυτού του πλήρους αλλά αδικημένου ανθρώπου του ελληνικού ποδοσφαίρου.