Το καλοκαίρι του 1999, σε μια εποχή που το ελληνικό πρωτάθλημα μπάσκετ θεωρούνταν το καλύτερο της Ευρώπης και έβλεπες NBAers να έρχονται ακόμα και σε ομάδες γειτονιών της Αθήνας, δεν υπήρχε πιο «hot» προπονητικό όνομα στην πιάτσα από τον Γιάννη Ιωαννίδη.
Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός και ΑΕΚ «σφάζονταν» για την πάρτη του, οι διοικήσεις των τριών αθηναϊκών ομάδων θεωρούσαν πως είναι ο καταλληλότερος για τον πάγκο τους, η κάθε μία για διαφορετικούς λόγους. Ο Παναθηναϊκός προερχόταν από δυο συνεχόμενες κατακτήσεις πρωταθλημάτων αλλά και τρία συνεχόμενα ευρωπαϊκά πατατράκ και για τους Γιαννακόπουλους που ήθελαν η ομάδα τους να εδραιωθεί ως ευρωπαϊκή υπερδύναμη, ο Σούμποτιτς έμοιαζε λίγος.
Ο Ολυμπιακός προερχόταν από δυο συνεχόμενες χρονιές που είχαν στιγματιστεί από ισάριθμες οδυνηρές απώλειες του πρωταθλήματος εντός έδρας, πρώτα από τον ΠΑΟΚ του Πέτζα Στογιάκοβιτς και την επόμενη, από το ιστορικό πρωτάθλημα του βάζελου μέσα στο ΣΕΦ. Η ΑΕΚ που πάλευε να μπει σφήνα στους δυο αιώνιους προερχόταν από μια καταστροφική χρονιά και σιχτίριζε τον εαυτό της που είχε διώξει τον Ιωάννιδη παρά το ότι την είχε οδηγήσει μέχρι τον τελικό της Ευρωλίγκας.
Για μέρες ο «Ξανθός» ήταν πρώτο θέμα στις εφημερίδες και των τριών. Η ΑΕΚ τέθηκε πρώτη νοκ άουτ στη διεκδίκηση του Ιωαννίδη, πληρώνοντας το γεγονός ότι δεν ήταν διατεθειμένη να στηρίξει πάνω από ένα μεγάλο συμβόλαιο στο ρόστερ της. Ο Ιωαννίδης δεν ψήθηκε να επιστρέψει στην Ένωση για να διαχειριστεί μια ομάδα-στοίχημα στηριζόμενη σε νέους Έλληνες και τέτοια και το θρίλερ της απόκτησής του είχε εν τέλει ως διεκδικητές τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό.
Ο Κόκκαλης νίκησε τους Γιαννακόπουλους στον άτυπο πλειστηριασμό, η επιστροφή του Ιωαννίδη στον Ολυμπιακό ήταν μια μεγάλη επικοινωνιακή αλλά και ουσιαστική νίκη. Οι Γιαννακόπουλοι απάντησαν άμεσα με τον Ομπράντοβιτς, τον κακό δαίμονα του Ιωαννίδη στα φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας, τον στήριξαν με μεταγραφάρες όπως ο Κάτας, ο Ρότζερς και ο Ρέμπρατσα ενώ ο Ολυμπιακός απαντούσε φέρνοντας τέσσερις (!) παίκτες από το NBA. Η ΑΕΚ τελικά κατέληξε στον Ίβκοβιτς, πήρε και τον Μπούι που μόλις είχε αναδειχθεί πρωταθλητής Ευρώπης με την Ζαλγκίρις και κατά τα άλλα, κινήθηκε σε ρηχά νερά.
Η πρόσληψη του Ίβκοβιτς δεν θεωρήθηκε ακριβώς λόγος ενθουσιασμού για την ΑΕΚ. Ο Ντούντα είχε χρεωθεί ολοκληρωτικά τις δυο τελευταίες αποτυχημένες χρονιές του Ολυμπιακού, για το δε τριπλ κράουν με το οποίο είχε ξεκινήσει την πρώτη του χρονιά στο ΣΕΦ υπήρχε διάχυτη η αντίληψη πως «το πήρε με την ομάδα του Ιωαννίδη» και όταν κλήθηκε να φτιάξει μια δικιά του ομάδα τα έκανε μούσκεμα. Για τους περισσότερους, ο νέος προπονητής της ΑΕΚ ήταν μια κορεσμένη φιγούρα των πάγκων που είχε αφήσει πίσω τα καλά του χρόνια, λίγο δύσκολος και γερο-γκρινιάρης, ενώ το γεγονός ότι θα καλούταν να διαχειριστεί μια ομάδα βασισμένη σε Έλληνες ελπιδοφόρους και μόλις έναν ξένο που θα χωρούσε στο ρόστερ του Ολυμπιακού ή του Παναθηναϊκού (τον Μπούι) διαμόρφωνε ένα κλίμα απαισιοδοξίας.
Όταν η κληρωτίδα έβγαλε την ΑΕΚ αντιμέτωπη με τον Ολυμπιακό στο ΣΕΦ στο πρώτο παιχνίδι της χρονιάς για τους «32» του κυπέλλου, το ΑΕΚτζήδικο κλίμα ήταν πως η σεζόν θα ξεκινήσει με συντριβή: αυτό σκεφτόμασταν όλοι όταν κάτσαμε να δούμε εκείνο το ματς στην τηλεόραση. Στο γήπεδο ωστόσο εμφανίστηκε μια ΑΕΚ εντελώς διαφορετική σε σχέση με εκείνη της προηγούμενης σεζόν, παρά το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές της ήταν πάνω-κάτω οι ίδιοι.
Ο Κορωνιός που την προηγούμενη χρονιά ήταν η μεγάλη απογοήτευση τα κάρφωνε από παντού, ο Κακιούζης και ο Χατζής (μόλις στα 23 τους τότε…) έδειχναν πως ο χαρακτηρισμός των ελπιδοφόρων ταλέντων ήταν ήδη πίσω τους και έπαιζαν σαν πρώιμοι ηγέτες, ένας 22χρονος με το όνομα Δήμος Ντικούδης που την προηγούμενη σεζόν απλά συμπλήρωνε τις αποστολές έκανε πάρτι κόντρα στους NBAers του Ιωαννίδη.
Και ο «Σοφός» έδειχνε με την διαχείρισή του στο περιορισμένο ρόστερ της ομάδας πως δεν ήταν κάνας τυχαίος που απλά ξέμεινε χωρίς ομάδα πριν καταλήξει στην ΑΕΚ. Εκείνο το βράδυ του άνετου περιπάτου στο ΣΕΦ κόντρα στον πολυδιαφημισμένο Ολυμπιακό σηματοδότησε την απαρχή μιας ομάδας που δεν ξεχείλιζε από ακριβοπληρωμένους αστέρες αλλά υπήρξε η καλύτερη στην μπασκετική ιστορία της ΑΕΚ.
Η ΑΕΚ του Ίβκοβιτς αναβάθμιζε παίκτες -την επόμενη σεζόν προστέθηκε και ο 18χρονος Νίκος Ζήσης στην εξίσωση…- και αμφίδρομα, την αναβάθμιζαν και εκείνοι. Ήταν μια ΑΕΚ φρέσκια, νεανική, γρήγορη, χάρμα οφθαλμών, που πήρε δυο συνεχόμενα κύπελλα κόντρα στον Παναθηναϊκό, ένα ευρωπαϊκό κόντρα στην Κίντερ Μπολόνια του Μεσίνα (και μεγάλου πελάτη του Ντούντα διαχρονικά), έφτασε στον ημιτελικό μιας πειραματικής Ευρωλίγκα έχοντας αποκλείσει σε κάτι ασύλληπτα παιχνίδια – θρίλερ την Μπενετόν (όσοι ήταν μέσα σε αυτά τα ματς στο ΟΑΚΑ δεν γίνεται να μην τα θυμούνται), μια ΑΕΚ που αποτελούσε την επιτομή του μπάσκετ.
Μπορεί να κατάφερε να πάρει το πρωτάθλημα στην τρίτη σεζόν της άγριας εφηβείας της (πριν διαλυθεί αυτοκτονικά στη συνέχεια ξενερώνοντας κόσμο και κοσμάκη…) και έχοντας πια στον πάγκο της τον Σάκοτα και όχι τον Ίβκοβιτς αλλά δεν υπήρχε κανείς που να μην το ξέρει όταν ο Χατζής το σήκωνε στον ουρανό του ΟΑΚΑ: εκείνη η ομαδάρα ήταν ένα περήφανο δημιούργημα του γερο-γκρινιάρη Ντούντα.
Σήμερα ο Σοφός έφυγε από τη ζωή στα 78 του. Οι ΑΕΚτζήδες θα τον θυμόμαστε για πάντα για εκείνο το μπασκετικό παραμύθι που υπέγραψε με την παρουσία του. Το ξέρω, έχει υπογράψει και άλλα μπασκετικά παραμύθια αλλά για αυτά ας μιλήσουν άλλοι. Και πάλι, το δικό μας θα είναι καλύτερο.
Αντίο ρε Ντούντα…