Τελικά, ο Νικολαΐδης είχε δίκιο: Ένα πρωτάθλημα είναι απλά μια εφήμερη χαρά

Η σημερινή κατάντια της ΑΕΚ είναι μια μεγάλη εκδίκηση του ποδοσφαιρικού ορθολογισμού.

Κάπου στα μέσα της σεζόν 2007-2008 (στο λεγόμενο «πρωτάθλημα του Βάλνερ» δηλαδή), η ΑΕΚ ηττήθηκε μέσα στην έδρα της από τον Πανιώνιο με 2-3 μετά από ένα παιχνίδι για το οποίο η Ένωση είχε πολλά διαιτητικά παράπονα. Ήταν μια περίοδος που η συντριπτική πλειονότητα των δημοσιογράφων της ΑΕΚ έκανε συστηματικό πόλεμο στον Νικολαΐδη που βρισκόταν στο τιμόνι του συλλόγου με κάθε πιθανή και απίθανη αφορμή – λογικό: εκείνη η ποδοσφαιρική λειτουργία της ΑΕΚ είχε ξεβολέψει μπόλικο κόσμο. Τμήμα του πολέμου που δεχόταν ο Νικολαΐδης από τους δημοσιογράφους της ΑΕΚ ήταν ο ισχυρισμός πως «δεν προστατεύει την ομάδα από το παρασκήνιο» και μετά από εκείνο το βράδυ η κατηγορία αυτή εντάθηκε ακόμα παραπάνω.

Ο Ντέμης εμφανίστηκε στη συνέντευξη Τύπου εκείνου του ματς για να απαντήσει στις κατηγορίες περί αδράνειάς του όσον αφορά το παρασκήνιο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Και είπε δυο ατάκες που έμελλε να τον ακολουθούν διαρκώς έκτοτε. «Όποιος θέλει η ΑΕΚ να παίρνει το πρωτάθλημα με κάθε τρόπο, μπορεί να γίνει Ολυμπιακός», ήταν η μια. «Το ζήτημα είναι να έχεις ομάδα, το πρωτάθλημα είναι απλά μια εφήμερη χαρά», ήταν η δεύτερη. Οι δηλώσεις αυτές γύρισαν μπούμερανγκ στον Ντέμη, ουσιαστικά αποτέλεσαν την αρχή του τέλους του. Κατηγορήθηκε πως με τα λόγια του «μικραίνει την ΑΕΚ», πως δεν νοείται να αντιμετωπίζει το πρωτάθλημα ως «εφήμερη χαρά» και όχι ως βασικό και αδιαπραγμάτευτο στόχο, πως δεν νοείται να λέει στον λαό της ΑΕΚ πως αν θέλει τίτλους υποστηρίζει λάθος ομάδα. Φυσικά, οι ερμηνείες αυτές ήταν η διαστρέβλωση της ουσίας των λεγόμενων του Νικολαΐδη.

Τι έλεγε στην πραγματικότητα ο τότε πρόεδρος της ΑΕΚ; Ότι το να πιάσεις πέντε-δέκα περίεργους που περιφέρονται στο παρασκήνιο του ελληνικού ποδοσφαίρου προκειμένου να διευκολύνεις την θέση σου στο σύστημα της παράγκας δεν μπορεί να είναι ποδοσφαιρικό σχέδιο αλλά το ακριβώς ανάποδο: η ενίσχυση ενός περιβάλλοντος που απαξιώνει το ποδόσφαιρο αυτό καθεαυτό. Ότι ναι, μπορεί αυτό να σου δώσει κάνα πρωτάθλημα (ή και δυο ή και τρία) αλλά αυτό δεν θα έχει ιδιαίτερη σημασία. Σε βάθος χρόνου σημασία έχει το ποδόσφαιρο, το πώς το υπηρετείς, το πώς παλεύεις να το κάνεις ταυτοτικό στοιχείο του συλλόγου: αυτό σε εδραιώνει ως μεγάλη ομάδα, όχι το να περηφανεύεσαι ότι ο πρόεδρος σου είναι πιο μάγκας από τον πρόεδρο των άλλων και τους νικάει παρασκηνιακά, αυτό το πολύ-πολύ να σου χαρίσει μερικές φιέστες.

Για την ΑΕΚ η παραπάνω λογική δεν ήταν μια δικαιολογία για τις δυσανάλογες (σε σχέση με την ομάδα που κατά καιρούς είχε) απώλειες πρωταθλημάτων που είχε υποστεί για χρόνια αλλά το περιεχόμενο μιας ποδοσφαιρικής κουλτούρας που έφτασε να καθορίζει την βάση των οπαδών της. Από την ΑΕΚ του Μπάγεβιτς που δίδαξε ποδοσφαιρική αισθητική στο ελληνικό ποδοσφαιρικό κοινό και από εκεί στην «κληρονόμο» ΑΕΚ του (ποδοσφαιριστή) Ντέμη από την οποία προέκυψε η μισή Εθνική Ελλάδας του 2004, ο κόσμος της Ένωσης, εγκλωβισμένος πότε από τα «πράσινα» και πότε από τα «κόκκινα» συστήματα -ανάλογα την εποχή- και με διοικήσεις ανίκανες και αδύναμες να ανταγωνιστούν το εκάστοτε σύστημα, έμαθε να κοιτά απαξιωτικά το παρασκηνιακό παιχνίδι και να γουστάρει με τη μπάλα: η «μεγάλη μπάλα», αυτό ήταν το ζητούμενο αφού δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε τη βρωμιά. Οι τίτλοι ήταν απλά το επιστέγασμα της μεγάλης μπάλας και οι απώλειές τους το παράδοξο της ελληνικής ποδοσφαιρικής βρωμιάς.

Ο Νικολαΐδης πίστεψε αφελώς ότι αυτή η αυθόρμητα σφυρηλατημένη κουλτούρα εντός των τειχών της Ένωσης θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε οργανωμένο ποδοσφαιρικό σχέδιο, να γίνει το σήμα κατατεθέν της επίσημης ΑΕΚ. Μπόλικος κόσμος τον πίστεψε αλλά τελικά, το σχέδιο ηττήθηκε: όλοι όσοι σε εκείνη την ΑΕΚ είδαν αυτό που οφείλει να είναι ένας σύγχρονος ποδοσφαιρικός οργανισμός είχαν το μειονέκτημα της ελλιπούς παρέμβασης στα τεκταινόμενα σε αντίθεση με τους επίδοξους χειροκροτητές και παρατρεχάμενους του μεγάλου μάγκα προέδρου που «προστατεύει την ομάδα».

Στο σήμερα πλέον η ΑΕΚ βιώνει με τον πιο επώδυνο τρόπο την βαθιά ουσία μιας αναμφισβήτης αλήθειας, που χλευάστηκε ως μέγιστη ιεροσυλία: ένα πρωτάθλημα είναι απλά μια εφήμερη χαρά. Η ΑΕΚ άλλωστε το κατέκτησε το 2018 μετά από χρόνια ανομβρίας, ο κόσμος το πανηγύρισε, χάρηκε για μερικά μερόνυχτα και από τότε, επί τέσσερα συναπτά χρόνια ο ποδοσφαιρικός ορθολογισμός εκδικείται με μανία την απαξίωση που του δείχνει η ΑΕΚ.

Η ΑΕΚ του 2018 άλλωστε, μια ΑΕΚ που αποτέλεσε παρένθεση αληθινής ποδοσφαιρικής λειτουργίας στα έργα και τις ημέρες της σημερινής διοίκησης, μια ΑΕΚ δουλεμένη τακτικά, ατσάλινη ψυχολογικά, γεμάτη από χαρακτήρα και φυσιογνωμία πήρε ένα πρωτάθλημα που πανεύκολα θα μπορούσε να είχε χάσει αν μια σειρά συγκυριών ήταν διαφορετική. Στην αντι-ποδοσφαιρική λογική που έχει εδραιωθεί ως κανονικότητα τα τελευταία δέκα χρόνια, στην ΑΕΚ που κάνουν κουμάντο τύποι που βλέπουν ποδοσφαιρικούς στρατηγούς και τους αποκαλούν «παπατζήδες» ήταν αναμφίβολα πολύ δύσκολο να γίνει αντιληπτό ποιο υπήρξε το δάσος και ποιο το δέντρο εκείνης της ΑΕΚ.

Ο οργανισμός οικειοποιήθηκε με περηφάνια αυτό που οι αντίπαλοι εκείνης της ΑΕΚ της καταλόγιζαν περί «νέου χαλίφη» (που με τη σειρά τους άλλωστε αυτό γουστάρουν να είναι και οι ίδιοι – αλλά άλλη κουβέντα αυτή): αυτό είναι άλλωστε ο βασικός τίτλος τιμής στα μυαλά των ανθρώπων της σημερινής ΑΕΚ, να έχουμε έναν μάγκα που το παίρνει πάνω του. Η ΑΕΚ του 2018 απαξιώθηκε ποδοσφαιρικά. Ο ένας εκ των δυο-τριών καλύτερων προπονητών που πέρασε ποτέ από τον πάγκο της αντιμετωπίστηκε ως περιττός – το πρωτάθλημα άλλωστε (υποτίθεται πως) το είχε καθαρίσει η διοίκηση, τι να τον κάνουμε τον παπατζή με τις ποδοσφαιρικές απαιτήσεις αφού η δουλειά γίνεται αλλιώς όπως διαβεβαιώνουν όλα τα παιδιά της πιάτσας; Καλός παίκτης δεν ήταν πια αυτός που ματώνει μέσα στο γήπεδο αλλά αυτός που υποτάσσεται όσο πιο ήσυχα γίνεται σε αυτό που τον διατάζουν οι από πάνω και αν δεν γουστάρει «του καρφώνουμε το δελτίο»: όσοι έφυγαν τρέχοντας από αυτή την παράνοια βρήκαν την υγειά τους και στις νυν ομάδες τους χαίρονται να τους βλέπουν (εντελώς ειρωνικά, την σεζόν που η ΑΕΚ έμεινε εκτός Ευρώπης, μπόλικοι εξ΄αυτών παίρνουν πρωταθλήματα ως πρωταγωνιστές).

Αν ορισμένοι από εμάς αγαπούσαμε το ποδόσφαιρο περισσότερο από την ΑΕΚ, σήμερα θα έπρεπε να ηδονιζόμαστε με την ιστορική κατάντια της ομάδας: ήταν τέτοια η ασέβεια που έδειξε στο άθλημα, που μόνο ηδονική μπορεί να είναι (από αμιγώς ποδοσφαιρική σκοπιά) η εκδίκηση που δέχεται από αυτό. Ενώ γράφονται αυτές οι γραμμές, τα κιτρινόμαυρα νέα λένε πως επίκεινται σαρωτικές αλλαγές προσώπων στην ομάδα. Όποιος φυσικά έχει την παραμικρή ιδέα από ποδόσφαιρο ξέρει πως αυτή είναι μια περιττή διαδικασία: σε έναν οργανισμό όπου κάποιοι λένε με σοβαρότητα πως το πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχουν άλλοι δυο-τρεις νταραβερτζήδες να παίζουν, κανένα πήγαινε – έλα προσώπων δεν έχει ουσία.

Και όμως υπάρχει μια αχτίδα φωτεινότητας σε όλη αυτή την κατάσταση: όπως αποδεικνύεται τα τελευταία χρόνια είναι κομματάκι πιο περίπλοκο από όσο πολλοί πιστεύουν το να γίνεις χαλίφης στη θέση του χαλίφη. Αν το αντιποδοσφαιρικό σχέδιο της ΑΕΚ είχε «γεννήσει» κάποιες παραπάνω εφήμερες χαρές τότε ίσως να είχε ακολουθήσει και μια αντίστοιχη μετάλλαξη στην κερκίδα. Τώρα -ευτυχώς- η ΑΕΚ συνεχίζει να αποτελείται κατά μεγάλο ποσοστό από μια οπαδική βάση που συνεχίζει να αντιλαμβάνεται την ιδανική ΑΕΚ του όπως εκείνη που γνώρισε. Με την Ένωση να μπαίνει στο νέο γήπεδο -αντικειμενική τομή στην ιστορία της ανεξάρτητα από όλα τα υπόλοιπα- ο κόσμος αυτός πρέπει και να κάνει κατανοητή την κουλτούρα του. Να παλέψει για να γίνει ξανά αυτή η κουλτούρα η φυσιογνωμία της ΑΕΚ που αγαπήσαμε. Δέκα χρόνια μακριά της είναι πολλά…