20 κίτρινες τη σεζόν: Ο στόπερ - θρύλος που έπαιζε πιωμένος και με ένα πακέτο τσιγάρα στην… κάλτσα

Αν το «against modern football» είχε πρόσωπο…

Όταν μιλάμε για παιχταράδες που χαραμίστηκαν εξαιτίας των καταχρήσεων το μυαλό πάει απευθείας στον Τζορτζ Μπεστ.

Σύμφωνα με όσους τον είδαν -αλλά σύμφωνα και με τον ίδιο- θα έκανε πολλαπλάσια όργια στα γήπεδα αν δεν τον ενδιέφεραν εξίσου οι… δραστηριότητες έξω απ’ αυτά.

«Αν είχα γεννηθεί άσχημος, κανείς δεν θα ήξερε τον Πελέ», όπως με σεμνότητα είχε εξηγήσει.

Άσε την εξομολόγηση ότι «κάποτε έκοψα τις γυναίκες και το αλκοόλ και ήταν τα χειρότερα 20 λεπτά της ζωής μου».

Τρίχες…

Με το κεφάλι του υπερβολικά φορτωμένο από δαύτες, ο Βάλτερ Φρος κάτι τέτοιο θα ψέλλιζε ακούγοντας τις μνημειώδεις ατάκες του Μπεστ…

Όχι μόνο γιατί λατρεύτηκε (αν και άσχημος) από τους Γερμανούς ποδοσφαιρόφιλους.

Αλλά κι επειδή το κατάφερε χωρίς διάλειμμα έστω λίγων… λεπτών από τις καταχρήσεις.

Ούτε καν στη διάρκεια του αγώνα!

Το παρουσιαστικό του «βάτραχου», όπως αποκαλούταν, δεν παρέπεμπε ακριβώς σε αυτό που ήταν μέσα στο γήπεδο.

Κοντούλης, ξερακιανός, με μαλλούρα πυκνή και μια μουστάκα που θα ‘κανε τον κυρ-Χρήστο τον φαρμακοποιό από το «Ρετιρέ» να νιώθει σπανός.

Περισσότερο με φροντιστή ή τραυματιοφορέα έμοιαζε, παρά με δυναμικό και χαλκέντερο στόπερ.

Κι όμως…

Ο καθαριστής καπνοδόχων από το Λούντβιχσχαφεν ήταν εκείνος που φρόντιζε να… έχει δουλειά ο τραυματιοφορέας:

Σηκώνοντας στον αέρα, όποτε χρειαζόταν, πιο ζόρικους και πιο μεγαλόσωμους αντιπάλους!

Είναι χαρακτηριστικό ότι υπήρξε σεζόν στην Bundesliga (μια από τις τρεις που έπαιξε με Καϊζερσλάουτερν και Ζανκτ Πάουλι) στην οποία αντίκρισε 20 κίτρινες κάρτες!

Θεωρείται, δε, ένας από τους λόγους (κατ’ άλλους ο κύριος) που η γερμανική ομοσπονδία αποφάσισε ν’ αυστηροποιήσει τις ποινές και να επιβάλλει απουσία ενός αγώνα με τη συμπλήρωση κάθε 5 καρτών.

«Δεν ήταν καν βαρύς, ζύγιζε το πολύ 70 κιλά και ήταν πολύ λεπτός. Αλλά εξαιτίας της μαχητικότητάς του, όλοι οι αντίπαλοι τον φοβούνταν πραγματικά.

Ο Βάλτερ πήγαινε με πατημένο το γκάζι και στην προπόνηση και στον αγώνα», είχε περιγράψει ο συμπαίκτης του στη Ζανκτ Πάουλι, Ρολφ-Πέτερ Ρόσενφελντ.

Το φοβερό όμως είναι ότι πήγαινε με πατημένο το γκάζι ακόμα κι αν δεν ήταν… νηφάλιος. Και παρόλο που τα πνευμόνια του ήταν ελαφρώς επιβαρυμένα!

Εκτός του ότι έπινε σαν νεροφίδα, ο Φρος κάπνιζε και σαν τις τσιμινιέρες που καθάριζε τις ημέρες της εβδομάδας που δεν έπαιζε μπάλα.

Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, φούμαρε περισσότερα από 60 τσιγάρα τη μέρα!

Υπήρχαν, δε, περιπτώσεις που εμφανιζόταν στο γήπεδο απευθείας από πιώμα!

Όπως τo 1972 που (έπειτα από μια έξαλλη νύχτα) παρουσιάστηκε σ’ ένα ματς εναντίον της Σάλκε με τα μάτια κατακόκκινα.

Ισχυρίστηκε στον προπονητή ότι είχε… επιπεφυκίτιδα και μπήκε κανονικά ν’ αγωνιστεί.

Όχι μόνο δεν ψάρωσε λοιπόν που ανέλαβε το μαρκάρισμα του πρωταθλητή Ευρώπης με τη Δυτική Γερμανία, Έρβιν Κρέμερς, αλλά τον έκανε να ζητήσει αλλαγή πριν το εικοσάλεπτο!

«Τον χτύπησα τρεις φορές νωρίς μέσα στο παιχνίδι και αυτό ήταν αρκετό», όπως εξήγησε απλοϊκά ο ίδιος μετά το ματς.

Εξάλλου ήταν γνωστό το… bullying που έκανε στους αντιπάλους του, απειλώντας (αν και μισοριξιά) ότι θα τους στείλει στο νοσοκομείο!

Όσο για τις καταχρήσεις, όχι μόνο δεν τις έκρυβε, αλλά τις παραδεχόταν δημόσια (κάνοντας μάλιστα και τον σχετικό χαβαλέ).

Έχει γράψει ιστορία η δήλωσή του μετά από μια νίκη της Ζανκτ Πάουλι σε ντέρμπι με το Αμβούργο ότι «δεν ήπιαμε τίποτα για μια ολόκληρη μέρα πριν τον αγώνα, αλλά μετά τον αγώνα ήπιαμε για… οκτώ μέρες».

Ακόμα μνημονεύεται, δε, η εμφάνισή του σε φιλικό ματς (που λέγεται ότι γινόταν και σε επίσημα) μ’ ένα πακέτο τσιγάρα… στην κάλτσα!

Κι όλα αυτά συνοδευόμενα από μια ανεπανάληπτη αυτοπεποίθηση.

Έναν καλώς εννοούμενο τσαμπουκά, που περιγράφεται άψογα από μια άλλη ιστορική του δήλωση.

Τότε που κλήθηκε στη β’ ομάδα της εθνικής Γερμανίας και αρνήθηκε να παίξει, λέγοντας:

«Ο Βάλτερ Φρος παίζει μόνο στην πρώτη ομάδα ή στη Μεικτή Κόσμου»…

Παρά τη μαχητικότητά του όμως και παρόλο που οι καταχρήσεις δεν τον εμπόδισαν ν’ αγωνιστεί για 15 χρόνια, αναπόφευκτα επιβάρυναν την υγεία του.

Το 1996 διαγνώστηκε με καρκίνο στον λάρυγγα.

Και αφότου το πάλεψε σθεναρά επί χρόνια με πλήθος θεραπειών και επεμβάσεων, το 2013 ο Βάλτερ Φρος «έφυγε»…

Χωρίς να μετανιώσει για τίποτα στην καριέρα του, αφού «γνώρισα τον κόσμο μέσα από το ποδόσφαιρο και το διασκέδασα πολύ».

Κι έχοντας προλάβει να εξηγήσει ότι (παρά τους φημισμένους επιθετικούς που αντιμετώπισε) «ο σκληρότερος αντίπαλός μου ήταν πάντα η… παμπ»!