«Πω, πω μεγάλε μας γά…ες!» Η μέρα που ο Γιαννάκης έκανε λιώμα τον Φάνη Χριστοδούλου

Η μέρα που γράφτηκε ο επίλογος για δύο μπασκετικούς μύθους

Ο Παναγιώτης Φασούλας είναι ο δεύτερος σε συμμετοχές με την Εθνική Ελλάδος μπάσκετ, έχοντας 244. Επίδοση σπουδαία, που του εξασφαλίζει θέση στο top-5 των πρώτων σε συμμετοχές με το εθνόσημο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Κι όμως, ακόμα και κάποιος που είναι τόσο ψηλά στη λίστα απέχει 100+ συμμετοχές από τον πρώτο των πρώτων. Γιατί; Διότι ο Παναγιώτης Γιαννάκης, επί 20 χρόνια, δεν έχασε ούτε… προπονητικό διπλό με την Εθνική. Ακόμα και στα φιλικά, ακόμα και όχι στο 100% σε επίπεδο αγωνιστικής ετοιμότητας, ο «δράκος» απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι να λείψει από παιχνίδι του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος (και όχι μόνο βέβαια).

Το κοντέρ της παροιμιώδους αγάπης και αφοσίωσης στη γαλανόλευκη σταμάτησε στις 351 συμμετοχές, όταν ο δεύτερος Κρέζιμιρ Τσόσιτς, είχε μόλις ξεπεράσει τις 300 (303). Σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει μια σύγχυση, καθώς ο Αυστραλός Φίλιπ Σμάιθ έχει ανεπίσημα 365 και ο μεγάλος Όσκαρ Σμιντ 355, επίσημα όμως τα αντίστοιχα νούμερα είναι 346 και 326 αντίστοιχα. Μικρή σημασία βέβαια έχουν όλα αυτά, όπως και ότι ο Γιαννάκης είναι πρώτος και στους πόντους στις Εθνικές Ομάδες της Ευρώπης με 5.301 (παγκοσμίως είναι άνευ ανταγωνισμού ο Σμιντ με πάνω από 7.000).

Το ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο το έκανε ο εμβληματικός αρχηγός, υπό την ηγεσία του οποίου η επίσημη αγαπημένη μετατράπηκε από… φτωχή συγγενής σε ευρωπαϊκή υπερδύναμη. Ήταν το πάθος του, η προσήλωση, η αυταπάρνηση, ένα κράμα ρομαντισμού – επαγγελματισμού που εκείνος λάνσαρε σε αυτό το επίπεδο, το μπόλιασε στους κόλπους της Εθνικής και ενέπνευσε δύο διαφορετικές γενιές Ελλήνων παικτών.

Για αυτό και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την ακροτελεύτια συμμετοχή του με το εθνόσημο, δεν συγκινήθηκαν μόνο οι νέοι στην παρέα της Εθνικής, αλλά και οι παλιοί συνοδοιπόροι του, εκείνοι με τους οποίους ο Γιαννάκης είχε φάει ψωμί κι αλάτι στη διαδρομή έως την εκτόξευση.

Όπως ο Φάνης Χριστοδούλου, που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του, αλλά και να εκφράσει τη συναισθηματική φόρτιση του με μια ατάκα που «έγραψε» τη στιγμή που ειπώθηκε. Ήταν Σάββατο 2 Αυγούστου του 1996 όταν στο «Τζόρτζια Ντομ» της Ατλάντα ο «δράκος» έπαιξε για 351η και τελευταία φορά με τα γαλανόλευκα. Αντίπαλος η Βραζιλία για τις θέσεις 5-6 των Ολυμπιακών Αγώνων, ένας αγώνας που έληξε με ευρεία νίκη 91-72 για την Ελλάδα. Άνευ σημασίας βέβαια το σκορ, από τη στιγμή που εκείνη την ημέρα είχαν επιλέξει και ο δικός μας ογκόλιθος του αθλήματος, αλλά και ο εφάμιλλος της Βραζιλίας, ο Όσκαρ Σμιντ, να είναι η τελευταία στη θρυλική καριέρα τους!

Κόσμος και συμπαίκτες είδαν να ξεδιπλώνεται μπροστά τους ο επίλογος δύο μύθων του παγκόσμιου μπάσκετ. Οι Βραζιλιάνοι γονάτισαν και αποθέωσαν τον αρχηγό τους και οι Έλληνες λύγισαν, ακούγοντας στα αποδυτήρια τα αποχαιρετιστήρια λόγια του δικού τους captain.

Μπαίνοντας και ο τελευταίος παίκτης στα αποδυτήρια της Εθνικής, ο Γιαννάκης ζήτησε να μιλήσει στους συμπαίκτες του, αυστηρά σε αυτούς. Αξίωσε ευγενικά από τον κόουτς Μάκη Δενδρινό να μην είναι παρών και πήρε το λόγο.

«Θέλω να σας πω ότι ήρθε η ώρα να σταματήσω από την Εθνική. Είναι δύσκολο και το καταλαβαίνετε, αλλά θα μου επιτρέψετε να σας πω δύο λόγια. Φυλάξτε αυτή την ομάδα σαν κόρη οφθαλμού. Η Εθνική είχε, έχει και θα συνεχίσει να έχει επιτυχίες. Πρέπει να αισθάνεστε ότι αυτή η ομάδα είναι η υπερηφάνεια σας, η τιμή σας, ο ίδιος ο εαυτός σας. Πλέον η σκυτάλη περνάει σε εσάς. Να την προσέχετε σαν την ψυχή σας».

Αυτό ήταν το από καρδιάς τελευταίο μήνυμα του παίκτη που εντάχθηκε στην πρώτη ομάδα του Ιωνικού πριν κλείσει 14 χρόνια ζωής και έκανε ντεμπούτο στην Α’ Εθνική σε ηλικία 16 ετών και 10 μηνών (σημειώνοντας μάλιστα 21 πόντους)! Το 1976, σε ηλικία 17 ετών, έκανε ντεμπούτο και στην Εθνική, ξεκινώντας μια 20ετη διαδρομή με ορατή τη φλόγα στα μάτια του έως και στην τελευταία συμμετοχή.

Για την ιστορία, παρευρισκόμενοι στα αποδυτήρια του «Τζόρτζια Ντομ» ήταν οι Λευτέρης Κακιούσης, Ντίνος Αγγελίδης, Κώστας Παταβούκας, Ευθύμης Μπακατσιάς, Γιώργος Σιγάλας, Δημήτρης Παπανικολάου, Ευθύμης Ρεντζιάς, Νίκος Οικονόμου, Φραγκίσκος Αλβέρτης και οι άλλοι δύο «σωματοφύλακες» Παναγιώτης Φασούλας και Φάνης Χριστοδούλου.

Η αντίδραση του τελευταίου ήταν τέτοια που μαζί με τη φόρτιση για το (αναμενόμενο πάντως) «αντίο» του αρχηγού έβγαλε και έκπληξη για τα λόγια που μόλις είχαν ακουστεί: «Πω, πω μεγάλε… Τι μας έκανες τώρα; Μας γα…ες!»

Ο Σιγάλας βγαίνοντας από τα αποδυτήρια θα πει ότι «σήμερα δεν φεύγει ο Γιαννάκης, αλλά το ίδιο το μπάσκετ», ευτυχώς όμως θα κάνει λάθος… Οι παρτίδες του μεγαλύτερου μπασκετάνθρωπου που έβγαλε η χώρα με την Εθνική Ομάδα δεν θα κλείσουν εκεί. Το νέο κεφάλαιο στο μύθο του θα έρθει από την άκρη του πάγκου και θα εξαργυρωθεί με ένα χρυσό σε Ευρωπαϊκό (2005) και ένα ασημένιο σε Παγκόσμιο (2006).