Η είδηση πως πέθανε ο Γιώργος Γεωργίου είναι αδύνατο να αφήσει αδιάφορους όσους μεγάλωσαν με το ελληνικό ποδόσφαιρο ως μια από τις βασικές τους ενασχολήσεις. Είναι αδύνατο να μην έχει ακούσει κανείς εκπομπές του, να μην έχει λιώσει τα βιντεάκια με πρωταγωνιστή τον ίδιο στο Youtube, να μην έχει αναπαράξει με όρους χαβαλέ κάποια από τις κλασικές με τα χρόνια ατάκες του. Είναι ωστόσο αμφίβολο πως μπορεί κανείς να κατανοήσει τι ακριβώς υπήρξε ο Γεωργίου, όχι περιοριστικά ως αθλητικογράφος αλλά ως ένα ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο, αν δεν έχει ζήσει την εποχή της μεγάλης εκτόξευσής του, χονδρικά δηλαδή το δεύτερο μισό των 90s μέχρι και το τέλος 00s.
Αντικειμενικά άλλωστε, με την έλευση των 10s και όσο τα χρόνια περνούσαν, ο Γεωργίου ξεπερνιόταν όλο και περισσότερο από τις συνθήκες, έμοιαζε όλο και περισσότερο με μια φιγούρα άλλων καιρών. Καθόλου τυχαία η άνοδός του συνδέθηκε με μια συγκεκριμένη εποχή του ελληνικού ποδοσφαίρου και η κάθοδός του με την έλευση μιας άλλης εποχής. Ακόμα και τότε ωστόσο δεν υπήρξε αδιάφορος: αυτό που τον χαρακτήριζε άλλωστε ήταν πως αποτελούσε πάντα μια φωνή αγνής λαϊκότητας -χωρίς αυτό να είναι πάντα θετικό- και ως εκ τούτου αντανακλούσε μέσα στον καλογυαλισμένο κόσμο του τηλεοπτικού γυαλιού ορισμένες κοινωνικές τάσεις της εποχής που ήταν αδύνατο να σκιαγραφηθούν υπό άλλες συνθήκες στην τηλεόραση.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι διαπιστώσεις εξιδανίκευσης του Γεωργίου – αλλά ούτε και δαιμονοποίησής του. Δεν αναιρείται ωστόσο το γεγονός ότι κοιτώντας τα έργα και τις μέρες του μπορεί κανείς να κρίνει εκ των υστέρων που το πήγαινε το ελληνικό ποδόσφαιρο όσο και ένα πολύ υπολογίσιμο ποσοτικά κομμάτι της κοινωνίας.
Το «Καφενείο των Φιλάθλων», ο «Φίλαθλος» και η Παράγκα
Το δεύτερο μισό των 90s αποτελεί την απαρχή μιας νέας σελίδας για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Είναι τα χρόνια που έχουν καθοριστεί από την ιστορική «αρπαγή του Ντούσαν Μπάγεβιτς» από τον Ολυμπιακό του Κόκκαλη, η περίοδος που ο Ολυμπιακός αρχίζει και χτίζει την ποδοσφαιρική του αυτοκρατορία και όλοι οι αντίπαλοί του χτυπιούνται διαμαρτυρόμενοι για την διαιτησία, λέξεις όπως η «Παράγκα» και μυστηριώδη παρατσούκλα της πιάτσας όπως το «ο Κοκαλιάρης» εδραιώνονται στην αργκό των ποδοσφαιρικών συζητήσεων και ταυτόχρονα με όλα αυτά είναι η εποχή που ο Γεωργίου γυρίζει τα καφενεία της χώρας κάθε Κυριακή (σε μια πρωτοποριακή ιδέα για την εποχή) δίνοντας λόγο στην οπαδική βάση, απεγκλωβίζοντας την διαδικασία της εκφοράς δημοσίου λόγου και άποψης από το δημοσιογραφικό μονοπώλιο.
Θυμάμαι πως εκείνα τα χρόνια άκουγα φανατικά κάθε βράδυ μια από τις δυο βασικές εκπομπές λόγου που έπαιζαν στα αθλητικά ραδιόφωνα, η μία «απέναντι» από την άλλη. Στον Σπορ-FM της εποχής έπαιζε το (εξαιρετικό) «Όποιος Αντέξει» με τον Βαγγέλη Μπραουδάκη και απέναντι, στον Sprint-FM η ραδιοφωνική εκδοχή του «Καφενείου των Φιλάθλων» με τον Γιώργο Γεωργίου. Ο Μπραουδάκης έκανε ουσιαστικά με πιο εξευγενισμένο και κυριλέ τρόπο αυτό που έκανε ο Γεωργίου την ίδια στιγμή στο ανταγωνιστικό ραδιόφωνο. Ο ένας ήταν με (τους όρους του σήμερα) μια πιο πολιτικά ορθή φωνή, ο άλλος εκπροσωπούσε μια πιο χύμα αισθητική. Οι άρρωστοι οπαδοί της χώρας ήταν μονίμως μοιρασμένοι εκείνα τα βράδια.
Τον Νοέμβριο του 1999 έγινε στο (παλιό) γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παιχνίδια εκείνων των ημερών. Η τιμωρημένη ΑΕΚ υποδέχθηκε στις άδειες κερκίδες του «Νίκος Γκούμας» τον Ολυμπιακό, που για πρώτη φορά μετά το 1996 ερχόταν σε αυτό το γήπεδο χωρίς τον Ντούσαν Μπάγεβιτς στον πάγκο του. Τα όσα ακολούθησαν έχουν αναχθεί πλέον στη σφαίρα του μυθικού: το τελικό 0-2 υπέρ του Ολυμπιακού βρίσκει όλο τον οργανισμό της ΑΕΚ έξαλλο με την διαιτησία του Δημητρόπουλου, πέφτει το ξύλο της αρκούδας ανάμεσα σε οπαδούς της ΑΕΚ και έναν μπράβο του τότε προέδρου της ΕΠΑΕ Βίκτωρα Μητρόπουλου, οι Νικολαϊδης, Ατματζίδης και Κασάπης αποχωρούν από την Εθνική σε ένδειξη διαμαρτυρίας, μιλάμε για τον απόλυτο κακό χαμό.
Με θυμάμαι να ακούω στα ακουστικά του walkman μου εκείνο το βράδυ την εκπομπή του πάντα ψύχραιμου Βαγγέλη Μπραουδάκη, ο οποίος προσπαθούσε να διαχειριστεί τον «πόλεμο» που είχε ξεσπάσει στις τηλεφωνικές γραμμές για να μην του ξεφύγει, ήταν ξεκαθαρο πως πρόσεχε τα λόγια του, έδινε μεγάλη μάχη για να μην πει κάτι που θα έβαζε φυτίλι. Κάποια στιγμή το «γύρισα» στον Sprint-FM να ακούσω και λίγο Γεωργίου. Έπεσα πάνω σε έναν οπαδό του Ολυμπιακού που έλεγε ότι «οκ, ας πούμε πως πράγματι ο Ολυμπιακός πήρε μερικά σφυρίγματα σήμερα» για να τον διακόψει ο Γεωργίου και να του πει: «Όχι αγόρι μου, δεν πήρε απλά σφυρίγματα. Ας το πούμε όπως είναι: το ματς ήταν στημένο».
Με θυμάμαι να εντυπωσιάζομαι από αυτή την αμεσότητα: ο τύπος δεν καθόταν ούτε να το στρογγυλοποιήσει ούτε να το πει διακριτικά. Έλεγε πράγματα που ήταν μηνύσιμα και δεν έδινε δεκάρα για αυτό. Σύντομα άρχισα να προσέχω πως αυτό ήταν εν γένει μια πρακτική του «Φίλαθλου», της εφημερίδας με την οποία συνδέθηκε τόσο ο Γεωργίου όσο και άλλοι δημοσιογράφοι αυτού του στιλ, όπως ο εκδότης της, ο Καραγιαννίδης ή ο Αποδυτηριάκιας/Καίσαρης. Με μπροστάρη τον Γεωργίου, που αυτονόητα φαινόταν πιο πολύ ως εξελισσόμενη τηλεοπτική καλτ φυσιογνωμία και είχε φτάσει να παρουσιάζει στον αέρα παιχνίδια που (φέρονται να) ήταν στημένα για να «τα παίξουμε να κονομήσουμε», η παρέα εκείνη του «Φίλαθλου» έβγαζε στη φόρα παρασκήνια του ελληνικού ποδοσφαίρου τη στιγμή που οι υπόλοιπες «κεντρώες» εφημερίδες τηρούσαν ισορροπίες.
Εκ πρώτης όψεως όλο αυτό έμοιαζε με μια μεγάλη, δημοσιογραφική επανάσταση: όλα τα άπλυτα έρχονταν στη φόρα, ό,τι έπρεπε να κρυφτεί αποκαλυπτόταν. Κοιτώντας τα πράγματα πλέον με απόσταση, καταλαβαίνω πως δεν ήταν ακριβώς έτσι. Δεν μπορώ να ξέρω ποια ήταν η αληθινή πρόθεση του ίδιου του Γεωργίου και της παρέας του αλλά πλέον μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο ο Σωκράτης Κόκκαλης είχε δώσει στον Καραγιαννίδη, τον εκδότη δηλαδή που τον δυσφημούσε συστηματικά, μερικές από τις ελάχιστες προσωπικές του συνεντεύξεις.
Όλη αυτή η λογική που ο Γεωργίου υπηρέτησε κατέληξε να φυσικοποιεί την κουλτούρα πως το ποδόσφαιρο δεν μπορεί χωρίς το παρασκήνιό του. Διαμορφώθηκαν οπαδοί που ζητούσαν στα ίσια από τις διοικήσεις των ομάδων τους να κάνουν κυριολεκτικά ό,τι περνάει από το χέρι τους προκειμένου όχι να νικήσουν τους δυνατούς του παρασκηνίου αλλά να πάρουν τη θέση τους, από ένα σημείο και μετά το ζήτημα δεν ήταν κάποια κάθαρση ή κάτι τέτοιο και φυσικά ούτε κατά διάννοια το ποιος θα παίξει την καλύτερη μπάλα αλλά το ποιος θα ηγεμονεύσει παρασκηνιακά. Και είτε αρέσει είτε όχι, είτε το έκανε συνειδητά είτε όχι, ο Γεωργίου έβαλε ένα πολύ κρίσιμο λιθαράκι στην διαμόρφωση αυτής της λογικής: κάθε εκφορά του λόγου του περί «Παράγκας» συνοδευόταν από μια κυνική αποδοχή της κατάστασης που περιέγραφε και «εκπαίδευσε» τον κόσμο του να την αποδέχεται και ο ίδιος.
Τολμώ να πω ότι για την κατάντια του ελληνικού ποδοσφαίρου, πολύ περισσότερο από κάποιο σύστημα, ευθύνεται όλη αυτή η ανοιχτή, κυνική νομιμοποίηση της ελληνικής φίλαθλης γνώμης ως προς την ύπαρξή του. Ναι, μεγαλώσαμε με τον Γεωργίου και ναι, ακούγοντας την είδηση του θανάτου του, είναι αδύνατο να μην νιώθουμε πως χάνουμε ένα μεγάλο κομμάτι του παρελθόντος μας. Αλλά η διασπορά του κυνισμού για τα κακώς κείμενα της μπάλας δεν ήταν από τις καλές στιγμές του.
Σπάζοντας τον καθωσπρεπισμό
Αν κάτι χαρακτήρισε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο πάντως τον Γιώργο Γεωργίου αυτό ήταν η άρνησή του να ασχοληθεί με κάποιο γυάλισμα της εικόνας του, να συμβιβαστεί με τον καθωσπρεπισμό της ελληνικής τηλεόρασης. Δεν είναι τυχαίο πως ένα από τα μεγαλύτερα viral βίντεό του στο διαδίκτυο είναι εκείνο που βγαίνει σε ένα μεσημεριανό τηλεοπτικό πάνελ και καταλήγει να του βάζει μπουρλότο με τις δηλώσεις του, τον Άγγελο Πυριόχο να φεύγει αγανακτισμένος με αυτά που ακούει και τον Γεωργίου να τον ειρωνεύεται λέγοντας του «ναι Αγγελικούλα μου, ναι», την Νανά Παλαιτσάκη να λέει πως δεν δέχεται να ακούει αυτά που ο λέει ο Γεωργίου και εκείνον να απαντά: «Σώπα μωρε, και ποια είσαι εσύ;».
Είναι μια στιγμή σύγκρουσης δυο διαφορετικών κόσμων, τοποθετημένη μάλιστα μέσα στις αρχές της μεγάλης οικονομικής κρίσης, μιας εποχής δηλαδή που χαρακτηρίστηκε από την σύγκρουση διαφορετικών κόσμων. Από τη μια είναι ο κόσμος μια μεγάλης τηλεοπτικής φούσκας, ένας κόσμος που ζει στο δικό του παράλληλο σύμπαν, μακριά από οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί λαϊκό, ένας κόσμος ελιτίστικος. Και από την άλλη, είναι ο κόσμος της λαϊκότητας, ο κόσμος του καφενείου, που βρίσκεται εκεί ως εξωτικό φρούτο για τα μάτια καλοπληρωμένων πανελιστών και καταλήγει να τους τα χώνει δίχως αύριο. Αυτονόητα, τα καφενεία σε αυτή την σύγκρουση ταυτίστηκαν με τον δικό τους εκπρόσωπο, τον Γιώργο Γεωργίου.
Όμως εκείνο το περιστατικό δεν ήταν απλά μια σύγκρουση πολιτισμών αλλά και μια σύγκρουση περιεχομένου. Κοιτώντας κανείς την συζήτηση μπορεί πανεύκολα να διαπιστώσει πως τα όσα λέει ο Γιώργος Γεωργίου είναι η επιτομή της ομοφοβίας, ένας βαθιά συντηρητικός λόγος. Κοιτώντας αυτό το βίντεο μπορεί να πάθεις κρίση ταυτότητας. Απολαμβάνεις το «χώσιμο» της λαϊκότητας στις ελίτ και αγανακτείς με αυτά που ακούγονται από τον Γεωργίου. Σε κάθε περίπτωση, η διαπίστωση είναι άβολη για πολλούς και πολλές: η λαϊκότητα δεν είναι πάντα αντίθετη της συντήρησης. Για την ακρίβεια, ίσως στα δύσκολα, ίσως εκεί που το έχει πιο πολύ ανάγκη από οποτεδήποτε άλλοτε να απαξιώσει εμφατικά πλούσιες, καλοβολεμένες κυρίες όπως η Παλαιτσάκη, η συντήρηση να γιγαντώνεται: άπειροι σε εκείνο το στιγμιότυπο φώναξαν «πες τα Γιώργαρε». Οι μισοί και βάλε εξ’ αυτών, ίσως να ήθελαν να πέσει και κάνα μπουκέτο όπως δυο-τρία χρόνια αργότερα με τον Κασιδιάρη και την Κανέλλη.
Στον κοινωνικό αντικατοπτρισμό που αυθόρμητα κουβαλούσε ο Γιώργος Γεωργίου θα μπορούσε να εστιαστεί και η βαθιά ουσία της παρουσίας στα τηλεοπτικά δρώμενα. Ο ίδιος και το μεγάλο καφενείο του αντανακλούσαν την κοινωνία. Και αν το αφουγκραζόσουν μπορούσες να καταλάβεις που το πάει αυτή η τελευταία, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της, ποιες οι αντιφάσεις της, ποια τα στοιχεία που πρέπει να αφήσει πίσω της. Συνηθίζουμε να λέμε πως το Facebook και τα social media είναι το σύγχρονο μεγάλο καφενείο. Μπούρδες: είναι μάλλον οι μεγάλες φούσκες μας, ένας παραμορφωτικός φακός μπροστά από τα μάτια μας. Ακούγοντας το «Καφενείο των Φιλάθλων» βρισκόσουν σε αληθινό καφενείο. Όσοι τα τελευταία χρόνια πέφτουν από τα σύννεφα με διαφόρων ειδών κοινωνικά φαινόμενα ίσως να είχαν αποφύγει αυτή την πτώση αν ήταν ακροατές του Γεωργίου.
Μπαλαδόφατσα
Φυσικά, ο Γεωργίου πριν και πάνω από όλα ήταν μια μεγάλη μπαλαδόφατσα. Είναι κρίμα που στο Youtube θα βρει κανείς ένα σωρό εκπομπές του από το Μουντιάλ του 2010 -λογικό, ήταν άλλωστε φεστιβάλ ατάκας εκείνες οι εκπομπές- αλλά καμία από το Μουντιάλ του 2006. Στις εκπομπές εκείνου του Μουντιάλ είχαν γίνει φοβερές ποδοσφαιρικές κουβέντες, το κοινό του Γεωργίου βρισκόταν στα καλύτερά του, ο ίδιος έβλεπε εκείνο το Μουντιάλ με μεγάλη όρεξη, το ανέλυε φοβερά.
Αντίθετα, τέσσερα χρόνια μετά οι εκπομπές του έβγαζαν τρομερό γέλιο αλλά ο ίδιος είχε αρχίσει να βαριέται την όλη φάση. Εδώ που τα λέμε, άλλαζε και το περιβάλλον στο οποίο είχε συνηθίσει να βρίσκεται, ίσως να ένιωθε την αλλαγή και να μην είχε το κουράγιο να προσαρμοστεί. Δεν πειράζει, ας βολευτούμε με τις τρομερές του ατάκες εν γένει που παίζουν παντού στο διαδίκτυο.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα…