Έσβησε στα 33: Η τραγική ιστορία του μοναδικού παίκτη της Ρεάλ που αποθεώθηκε στο «Καμπ Νόου»

Ένα ελεύθερο πνεύμα που έγινε σύμβολο

Ο Τζουντ Μπέλιγχαμ είναι ο 6ος Άγγλος ποδοσφαιριστής που θα φορέσει τη φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης. Από τους προηγούμενους πέντε τους δύο τους ξέρουν και οι πέτρες (Ντέιβιντ Μπέκαμ, Μάικλ Όουεν), ισάριθμους άπαντες οι ποδοσφαιρόφιλοι (Στιβ ΜακΜάναμαν, Τζόναθαν Γουντγκέιτ), αλλά εκείνον που… άνοιξε το δρόμο ελάχιστοι. Ο χρόνος έχει την τάση να είναι σκληρός ακόμα και με τους πιο άξιους, με τη σαρωτική δύναμη της λήθης που κομίζει.

Ευτυχώς δεν ξέχασαν όλοι. Το σπίτι που έμενε ο Λόρι Κάνιγχαμ, περί ου ο λόγος, στο Λονδίνο φέρει απ’ έξω την τιμητική μπλε πλακέτα που τοποθετείται στην αγγλική πρωτεύουσα για να φανεί πως ένα μέρος συνδέεται με ένα σημαντικό πρόσωπο. Ένας φόρος τιμής που αποδόθηκε το 2016. Δηλαδή 27 χρόνια μετά τον τραγικό θάνατό του.

Η ανακοίνωση μάλιστα έγινε την ίδια μέρα με την ανάλογη για προσωπικότητες όπως ο Φρέντι Μέρκιουρι των Queen, ο νομπελίστας θεατρικός συγγραφέας Σάμουελ Μπέκετ και ο επίσης ποδοσφαιριστής Μπόμπι Μουρ. Απ’ αυτό και μόνο κατανοεί κανείς πως ο Κάνιγχαμ μόνο συνηθισμένη περίπτωση δεν υπήρξε στη σύντομη ζωή του.

Θα μπορούσε να είχε γίνει χορευτής. Στα 16 του είχε δύο δελεαστικές προτάσεις. Από τη Λέιτον Όριεντ. Και από τη φημισμένη σχολή μπαλέτου Ράμπερτ. Προτίμησε την μπάλα, παρότι λάτρευε το χορό. Φρεντ Αστέρ. Τζιν Κέλι. Αυτοί ήταν οι ήρωες του. Μαζί με τον Μπρους Λι – από τις ταινίες του ορμώμενος μυήθηκε και έμαθε καράτε. Όλες αυτές οι επιρροές ήταν εμφανείς στον τρόπο που έπαιζε. Χάρη, τεχνική, ταχύτητα, κλάση, μεγάλος διασκελισμός. Ένας δεξιός εξτρέμ με ένα σωρό λόγους για να τον θέλεις στην ομάδα σου.

Συνέβαινε το εξής οξύμωρο μαζί του: Αργούσε να πάει στις προπονήσεις επειδή τα βράδια χόρευε ως τα ξημερώματα σε διάφορους διαγωνισμούς. Αλλά πλήρωνε τα πρόστιμα που του επέβαλαν με τα λεφτά που κέρδιζε ακριβώς απ’ αυτούς τους διαγωνισμούς. Δεν το έκανε επίτηδες, για να προβοκάρει ή κάτι παρόμοιο. Απλώς δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ο χορός ήταν η διέξοδός του.

Υπήρξε πολύ διαφορετικός από το αρχέτυπο του Άγγλου ποδοσφαιριστή της εποχής. Καλλιεργημένος, λάτρης των καλών τρόπων και του savoir vivre, του προσεγμένου ντυσίματος, ενώ ήξερε και ξένες γλώσσες – δεν ήταν καθόλου σύνηθες τότε. Έπρεπε να είσαι πολύ τολμηρός για να φορέσεις τα ρούχα που αυτός διάλεγε στον τότε βαθιά συντηρητικό και μάτσο μικρόκοσμο του αγγλικού ποδοσφαίρου. Το έκανε για να στείλει μήνυμα πως η μπάλα δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που είχε σημασία, πως δεν ήταν αυτό που τον όριζε. Η μόδα ήταν ένα εργαλείο για να δείξει διάφορες πτυχές της προσωπικότητας του.

Άνηκε σε μια ποπ υποκουλτούρα της εργατικής τάξης των 70s. Τους έλεγαν Soulboys επειδή τους άρεσε να ακούνε funk και soul μουσική. Ήταν λίγο στην «απ’ έξω», καθώς η πανκ και η ροκ είχαν την πρωτοκαθεδρία τότε στη νέα γενιά. Ξεχώριζαν λόγω της πολυπολιτισμικότητας που εξέφραζαν και της θέλησης να πάνε κόντρα στις νόρμες. Ο Κάνιγχαμ, με τέτοιες προσλαμβάνουσες, δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχθεί το καλούπι που η κοινωνία ήθελε να τον βάλει.

Αυτά που τραβούσαν οι μαύροι ποδοσφαιριστές της γενιάς του από τα ρατσιστικά αίσχη που ακούγονταν από την κερκίδα ήταν ασύλληπτα. Δεν τηρούνταν καν τα προσχήματα. Τους πέταγαν μπανάνες, τους φώναζαν «Ζουλού». Ο Κάνιγχαμ έγινε σύμβολο της αντίστασης των ομόχρωμών του εναντίον αυτών των διακρίσεων. Ύψωσε τη φωνή του, καυτηρίασε, προσπάθησε να βάλει το ζήτημα στο δημόσιο διάλογο. Με καταγωγή από την Τζαμάικα, ήταν ο πρώτος μαύρος που έπαιξε με την Ελπίδων της Αγγλίας. Λίγο έλειψε να συμβεί το ίδιο και στην Ανδρών, τον πρόλαβε στο τσακ ο Βιβ Άντερσον.

Η Γουέστ Μπρόμιτς πλήρωσε 100 χιλιάδες λίρες για να τον πάρει, το Μάρτιο του 1977. Εκείνη την εποχή οι Baggies ήταν μια από τις πιο συμπαθείς ομάδες για τον ουδέτερο φαν στην Αγγλία και λίγο έλειψε να πάρουν και πρωτάθλημα. Και ο Κάνιγχαμ ήταν το μεγαλύτερο αστέρι τους. Τόσο καλός που η Ρεάλ τον ανέδειξε, το 1979, στην ακριβότερη τότε μεταγραφή της ιστορίας της. Δίνοντας 950 χιλ. λίρες. Ποσό που για την εποχή ζάλιζε.

Η ως τότε ακλόνητη αυτοπεποίθησή του, δέχτηκε ισχυρό πλήγμα στην ισπανική πρωτεύουσα. Μπορεί να είχε πέσει το καθεστώς της δικτατορίας του Φράνκο, αλλά τα κατάλοιπα ετών, σε ζητήματα πειθαρχίας και καθωσπρεπισμού επιβίωναν ακόμη. Επίσης πολλοί στα αποδυτήρια τον ζήλευαν για τα λεφτά που έπαιρνε, πόσο μάλλον καθώς δεν ήταν λευκός…

Στην πρώτη του προπόνηση γελοιοποίησε τον πολύ Χοσέ Αντόνιο Καμάτσο, κάνοντάς του «ποδιά». Αυτό δεν άρεσε στους υπόλοιπους της ομάδας. Το θεώρησαν ασέβεια και τον έκαναν στην άκρη, πιθανότατα ψάχνοντας αφορμή. Λίγο αργότερα, ένας από τους συμπαίκτες του, του πούλησε σπίτι σε τιμή πολύ παραπάνω της κανονικής. Ο Κάνιγχαμ ένιωθε «παρείσακτος».

Επίσης δεν άρεσε στους ντόπιους το ότι είχε σχέση με μια λευκή και μάλιστα χωρίς να είναι παντρεμένοι. Η κοινωνία δεν ήταν τότε διόλου ανεκτική στα μικτά φυλετικά ζευγάρια. Την είχε γνωρίσει σε μια πίστα ενός κλαμπ, χορεύοντας, ενώ  δεν ήξερε καν πως είναι ποδοσφαιριστής μέχρι που τον είδε στην τηλεόραση. Η σχέση τους είχε ξεκινήσει από την εποχή που εκείνος ήταν στην Όριεντ, τελείωσε όμως λίγο μετά την μετακόμισή τους στη Μαδρίτη.

Ο Λόρι Κάνιγχαμ στην ουσία έκανε μόνο δυο καλές σεζόν με τους «μερένγκες», τις δύο πρώτες. Τη σεζόν 1979-80 πανηγύρισε το νταμπλ και έζησε μια στιγμή που έμεινε στα χρονικά. Αξεπέραστη, μοναδική. Εκείνο το απόγευμα της 10ης Φεβρουαρίου του 1980 στο «Καμπ Νόου» δεν έπαιζε μπάλα. Χόρευε. Και το κοινό των Καταλανών ξέχασε για λίγο έχθρες και συνήθειες. Κάποια στιγμή, όταν ο Άγγλος μεσοεπιθετικός πήγε να εκτελέσει ένα κόρνερ, όλο το γήπεδο άρχισε να χειροκροτεί με δύναμη αυτόν που τους… χόρευε στο ταψί. Και μετά ξανά και ξανά, οι επευφημίες παγιώθηκαν με το που ακουμπούσε την μπάλα. Πότε πριν αλλά και ποτέ ξανά δεν έχει καταγραφεί κάτι ανάλογο στο «Καμπ Νόου» για παίκτη της αιώνιας αντιπάλου. Το παιχνίδι τελείωσε 0-2 με γκολ των Γκαρσία Ερνάντες και Σαντιγιάνα, αλλά κορυφαίος μακράν των Μαδριλένων εκείνη τη μέρα ήταν ο μοναδικός διαφορετικού χρώματος στο τερέν.

Γρήγορα έγινε σαφές πως στην Ισπανία είχε βρει κι έναν ακόμα ύπουλο εχθρό. Την παροιμιώδη σκληρότητα των ντόπιων αμυντικών. Οι τραυματισμοί έγιναν έτσι η μόνιμη δυσάρεστη παρέα του. Αποκορύφωμα ένα ματς με την Μπέτις το Νοέμβριο του 1980, που από ένα πολύ σκληρό μαρκάρισμα χρειάστηκε να μπει στο χειρουργείο. Το ιατρικό τιμ της «Βασίλισσας» χειρίστηκε πολύ λάθος την περίπτωσή του. Προϊόντος του χρόνου, ήταν πολύ περισσότερο καιρό εκτός γηπέδων, παρά εντός.

Παρότι λαβωμένος συνέχισε να πηγαίνει για χορό. Ακόμα και με μισό πόδι. Μια φωτό παπαράτσι σε ένα κλαμπ του κόστισε βαρύ πρόστιμο. Και ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής των διοικούντων της Ρεάλ. Παρότι είχε εγκαίρως επιστρέψει για τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με τη Λίβερπουλ το 1981, έχοντας μάλιστα 90λεπτη συμμετοχή.

Αρχικά παραχωρήθηκε δανεικός σε Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Χιχόν. Λίγο μετά του έδειξαν την πόρτα της εξόδου από το «Μπερναμπέου». Άρχισε έτσι μια πορεία γυρολόγου. Μαρσέιγ, Λέστερ, Ράγιο Βαγιεκάνο, Γουίμπλεντον (με την οποία κατέκτησε το FA Cup το 1988 ως μέλος της «Crazy Gang» και «θύμα» στον τελικό τη Λίβερπουλ), Σαρλερουά και ξανά Ράγιο Βαγιεκάνο.

Ποτέ δεν ήταν ο ίδιος παίκτης. Οι τραυματισμοί και η πίεση στη Ρεάλ τον είχαν αλλάξει βαθιά. Όχι μόνο. Μια οικογενειακή τραγωδία είχε κλονίσει άγρια τον ευαίσθητο ψυχισμό του. Το 1982, πίσω στην πατρίδα, δολοφονήθηκαν η κουνιάδα του και οι δύο από τις τρεις κόρες της από προηγούμενο γάμο – θα περνούσαν 28 χρόνια για να μαθευτεί ποιος ήταν ο ένοχος κι αυτό χάρη σε ένα δημοσιογράφο που σκάλιζε τη ζωή του Κάνιγχαμ για να γράψει τη βιογραφία του.

Ο Κιθ, άντρας της άτυχης γυναίκας και αδελφός του Λόρι, είχε πάει στη Μαδρίτη για να τον επισκεφθεί. Ο δολοφόνος, ονόματι Τόνι Ντάις όπως 28 χρόνια αργότερα μαθεύτηκε, την ακολούθησε σπίτι ακριβώς επειδή γνώριζε πως θα ήταν μόνη. Τη βίασε και τη σκότωσε. Αμέσως μετά αφαίρεσε και τις ζωές των δύο μικρών κοριτσιών για να μην υπάρχουν μάρτυρες. Γλίτωσε μόνο η μικρότερη της οικογένειας, επειδή εκείνο το μοιραίο ΣΚ είχε πάει να μείνει με τη γιαγιά της.

Ήταν μια ασύλληπτη τραγωδία που έκανε ράκος τον Λόρι Κάνιγχαμ. Και ποτέ δεν συγχώρησε στη Ρεάλ το ότι δεν στάθηκαν δίπλα του τότε, ανθρώπινα. Την Ισπανία ωστόσο την αγάπησε με τον καιρό, έμαθε τη γλώσσα και τις συνήθειες των ντόπιων, έκανε πολλούς φίλους. Εκεί άλλωστε γνώρισε τη Σίλβια Σεντρίν-Σόρια με την οποία παντρεύτηκε και έκαναν μαζί έναν γιο, τον Σέρχιο.

Στη Βαγιεκάνο επίσης, είχε βρει ξανά μέρος του καλού του εαυτού και ήταν σημαντικός στο δρόμο για την άνοδο στην Πριμέρα Ντιβισιόν – με δικό του γκολ πιστοποιήθηκαν τα χαρμόσυνα. Ήταν μια ομάδα που έμοιαζε σε νοοτροπία και κλίμα με τη Λέιτον Όριεντ. Εργατική τάξη, πνεύμα αλληλεγγύης και συνεργασίας, πόλη με πολλούς μετανάστες, τα κοινά ήταν πολλά.

Κι ενώ όλα έδειχναν επιτέλους να πηγαίνουν καλύτερα προσωπικά και επαγγελματικά, το νήμα της ζωής του Λόρι Κάνιγχαμ κόπηκε απότομα τον Ιούλιο του 1989 όταν το αμάξι που οδηγούσε, με προορισμό την ισπανική πρωτεύουσα, καρφώθηκε σε ένα φανάρι.

Ένα τόσο άδικο και πρόωρο φινάλε για έναν πρωτοπόρο και ξεχωριστό άνθρωπο που ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά μαύρων ποδοσφαιριστών να διεκδικήσουν ίση μεταχείριση με τους λευκούς. Ένα ελεύθερο πνεύμα που δεν σταμάτησε ποτέ να χορεύει, σε πείσμα όσων προσπαθούσαν να του επιβάλουν το αντίθετο…