Η «γενιά του ’92» της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, με τους Σκόουλς, Γκιγκς, Μπέκαμ, Μπατ και τα αδέλφια Νέβιλ, αποτελεί πια κομμάτι του βρετανικού φολκλόρ, ως κάτι απολύτως επιδραστικό που άλλαξε την ποδοσφαιρική ιστορία.
Υπάρχει μια εκπληκτική παράμετρος που τη συνδέει με ένα τεράστιο «what if». Η παρέα που αποτέλεσε τη βάση για να γίνει μεγάλη και τρανή η Γιουνάιτεντ έχασε πολύ νωρίς, στο… δρόμο, τους δύο παίκτες που φέρεται να ήταν οι κορυφαίοι της. Ο ένας ήταν ο φοβερός και τρομερός Μπεν Θόρνλεϊ, που προκειμένου να παίξει στους «κόκκινους διαβόλους» τον επισκέφτηκε ο Φέργκιουσον αυτοπροσώπως σπίτι του. Και ο άλλος, ο τραγικός «πρωταγωνιστής» του βιβλίου «Forever Young». Σε αυτό, ο συγγραφέας Όλιβερ Κέι περιγράφει μία από τις πιο θλιβερές προσωπικές ιστορίες στον κόσμο του αθλητισμού. Δεν είναι απλώς ότι ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του βρετανικού ποδοσφαίρου – ο επονομαζόμενος «νέος Τζορτζ Μπεστ» – δεν έκανε ποτέ καριέρα. Αλλά ότι δεν πρόλαβε καν να χαρεί τη ζωή του, φεύγοντας εντελώς αναπάντεχα σε ηλικία 27 ετών.
«Δεν είχα δει ποτέ κάποιον σαν κι αυτόν», αναφέρει στο εν λόγω βιβλίο ο Ράιαν Γκιγκς για τον παίκτη που έπαιζε στο αντίθετο άκρο από εκείνον, τον Βορειοιρλανδό μεσοεπιθετικό Άντριαν Ντόχερτι. «Με το που έμπαινε στο τερέν συνέβαιναν απίθανα πράγματα. Ήταν ο πιο γρήγορος παίκτης που είχα δει ποτέ και ταυτόχρονα το έλεγε η καρδιά του. Ήταν ένα ανεπανάληπτο ταλέντο. Ανεπανάληπτο», λέει επίσης στον συγγραφέα ο Ουαλός θρύλος.
Ο Φέργκιουσον τον είχε περιγράψει ως «ένα ήσυχο παιδί με τα πιο θορυβώδη ποδοσφαιρικά προσόντα». Ύστερα από προτροπή και των μελών του προπονητικού τιμ, τον ανέβασε για προπονήσεις στην πρώτη ομάδα σε ηλικία 16 ετών και 9 μηνών, το Μάρτιο του 1990. Ο πιτσιρικάς από το Στράμπαν είχε αφιχθεί στα 14 χρόνια του στο Μάντσεστερ μαζί με τον φίλο και συμπαίκτη του σε μια μικρή βορειοιρλανδική ομάδα, τον διάσημο σήμερα προπονητή Μπρένταν Ρότζερς. Ο τεχνικός τους Ματ Μπράντλεϊ είχε στείλει επιστολή στον Φέργκιουσον παρακινώντας τον να τους δοκιμάσει και πράγματι αμφότεροι κλήθηκαν στο Μάντσεστερ τον Αύγουστο του 1987. Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα ο Ντόχερτι θα γινόταν ο δεύτερος παίκτης στην ιστορία της Γιουνάιτεντ (μετά τον Ντάνκαν Έντουαρντς) που θα υπέγραφε επαγγελματικό συμβόλαιο πριν κλείσει τα 17 χρόνια του.
Η κοινή καταγωγή με τον Τζορτζ Μπεστ υποδαύλιζε τις προσδοκίες πως ο Ντόχερτι θα βάδιζε στα χνάρια του κορυφαίου ever. Ο Τόνι Παρκ, ένας από τους συγγραφείς του εξαιρετικού βιβλίου «Sons of United», παρακολουθεί τα τμήματα υποδομής των «κόκκινων διαβόλων» από τη δεκαετία του 70. Ο Βορειοιρλανδός ήταν ένας από τους τέσσερις που είχε ξεχωρίσει ως πιθανότερους για να κάνουν υψηλού επιπέδου καριέρα στον σύλλογο. Οι άλλοι τρεις ήταν ο Νόρμαν Γουάιτσαιντ και οι Σκόουλς, Γκιγκς. Ωστόσο δεν είχε αμφιβολία για το ποιος διεθέτε τις μεγαλύτερες δυνατότητες. «Ο Γκιγκς διέθετε εξαιρετικό αριστερό πόδι και ταχύτητα. Ο Σκόουλς δεν είχε εκρηκτικότητα, αλλά χρησιμοποιούσε εκπληκτικά και τα δυο πόδια. Αυτός που διέθετε όμως τα πάντα ήταν ο Ντόχερτι». Την ίδια ακριβώς άποψη έχει και ο Μπρένταν Ρότζερς. «Ρωτήστε τον Σκόουλς, τον Γκιγκς και τους αδελφούς Νέβιλ. Θα σας πουν ότι ο Ντόχερτι υπήρξε ο καλύτερος με τον οποίο έπαιξαν μαζί».
Το παιχνίδι που είχε σημαδέψει ο Φέργκιουσον για να κάνει ο Ντόχερτι το ντεμπούτο του με τους Άνδρες ήταν αυτό με την Έβερτον για το πρωτάθλημα στις 2 Μαρτίου του ’91. Ωστόσο μία εβδομάδα πριν έπαιξε με τις ρεζέρβες της Γιουνάιτεντ στον καταραμένο αγώνα απέναντι στην Καρλάιλ. Ύστερα από ένα σκληρό μαρκάρισμα έμεινε σωριασμένος στο τερέν. Ρήξη χιαστού, με το χρόνο αποθεραπείας να διαρκεί εφτά μήνες. Λίγο καιρό μετά την επιστροφή του, το γόνατό του «λυγίζει» ξανά. Αυτή τη φορά η περίοδος ανάκαμψης θα επεκταθεί σε έναν ολόκληρο χρόνο. Ήταν ήδη σαφές ότι ο Ντόχερτι δεν θα μπορούσε ποτέ να «αγγίξει» το ταβάνι του.
Ο πατέρας του, Τζίμι, πίστευε πως η Γιουνάιτεντ θα μπορούσε να τον είχε βοηθήσει περισσότερο, όμως σύμφωνα με μαρτυρίες από το περιβάλλον της Γιουνάιτεντ η αφοσίωση του υπέστη limit down από τον πρώτο τραυματισμό κιόλας. Ο Ντόχερτι ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, που ακόμη και όταν «χόρευε» τους αντίπαλους αμυντικούς έδειχνε να νοιάζεται για το ποδόσφαιρο λιγότερο απ’ ότι για την κουλτούρα του. Καλλιτεχνική φύση γαρ, εμφανιζόταν συχνά στο προπονητικό κέντρο μαζί με την κιθάρα του – «τον θυμάμαι να την γρατζουνάει στο διπλανό δωμάτιο», έχει πει ο Ρόμπι Σάβατζ – ήταν λάτρης των λογοτεχνικών βιβλίων και έγραφε ποίηση. «Επρόκειτο για έναν εξαιρετικά ικανό ποδοσφαιριστή, όμως εγώ θα τον θυμάμαι περισσότερο για την προσωπικότητα του και την ευφυΐα του. Του άρεσε να συζητά για μουσική, βιβλία και ποίηση», έχει αναφέρει ο σπουδαίος παλαίμαχος χαφ της Γιουνάιτεντ, Μπράιαν ΜακΚλέρ.
Πρακτικά η καριέρα του είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει. Δοκίμασε να κάνει το come back στην πατρίδα του με την Ντέρι, όπου είχε αγωνιστεί και ο πατέρας του, αλλά έγραψε μόλις τρεις συμμετοχές. Αφότου σταμάτησε την μπάλα εργάστηκε αρχικά σε ένα εργοστάσιο σοκολάτας στο Πρέστον. Ακολούθησε μια παμπ στο Γκάλγουεϊ της Βορείου Ιρλανδίας και αργότερα η Ολλανδία. Τον Απρίλιο του 2000 η «γενιά του ‘92» ετοιμαζόταν να πανηγυρίσει το έκτο πρωτάθλημα σε μία οκταετία και ο Ντόχερτι μετανάστευε στο Αμστερνταμ για να εργαστεί σε εταιρεία επίπλων. Το πρωινό της 7ης Μαρτίου εκείνου του έτους η μοίρα του θα σημαδευτεί από ένα αδιανόητο ατύχημα. Στην προσπάθεια του να προλάβει το τρένο για να πάει στη δουλειά, ο Ντόχερτι γλίστρησε και έπεσε σε ένα κανάλι. Δεν ήξερε κολύμπι και όταν ανασύρθηκε από το νερό ήταν ετοιμοθάνατος. Έμεινε σε κώμα επί ένα μήνα και έφυγε από τη ζωή, μια μέρα πριν κλείσει τα 27 του χρόνια…
Η μέρα της κηδείας του στη γενέτειρά του ήταν η παραμονή του αγώνα της Αγγλίας με τη Γερμανία στο Euro 2000. Στον αγγλικό Τύπο δεν γράφτηκε τίποτα για το γεγονός, παρά μόνο σε ένα μονόστηλο στη Sunday Mirror. Οι εφημερίδες είχαν πολλά για να γεμίσουν τις αθλητικές σελίδες τους – την επομένη ο Μπέκαμ, ο Σκόουλς και τα αδέλφια Νέβιλ θα έπαιζαν με τον προαιώνιο ποδοσφαιρικό «εχθρό».
Μπορεί τα αγγλικά Μ.Μ.Ε. να τον ξέχασαν, ωστόσο, όπως… ορκίζεται ο Όλιβερ Κέι στο «Forever Young» ο κόσμος που είδε τον Ντόχερτι να παίζει, δεν θα ξεχάσει την αίσθηση του δέους όταν είχε την μπάλα στα πόδια. Φανταστείτε λίγο από Γκιγκς, Αντρέι Καντσέλσκις και Κριστιάνο Ρονάλντο και βάλτε τα όλα μαζί. Ο Ντόχερτι συνδύαζε τα πάντα», συνηγορεί ο Τόνι Παρκ, στο βιβλίο που φιλοδοξεί να κρατήσει για πάντα ανεξίτηλη τη μνήμη του «καλύτερου παίκτη που δεν είδαμε ποτέ»…