Είναι καλοκαίρι του 1994 και το κατά τεκμήριο μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό ταλέντο εκείνης της εποχής στην Ελλάδα επιβιβάζεται στο αεροπλάνο με το οποίο θα ταξιδέψει από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Ο Χρήστος Κωστής γνωρίζει ότι τελικός προορισμός του είναι ο Πειραιάς και ο Ολυμπιακός, όταν όμως προσγειώνεται, συνειδητοποιεί ότι τον περιμένουν άνθρωποι της ΑΕΚ!
Μέσα σε λίγες ώρες η κατάσταση είχε ανατραπεί καθώς η πολύ δυνατή τότε ομάδα της «Ένωσης» έχει βρει τον τρόπο να «κλέψει» τον παίκτη μέσα από τα χέρια των Πειραιωτών οι οποίοι βέβαια θα «απαντήσουν» με την μεταγραφή του Αλέκου Αλεξανδρή και στη συνέχεια -τα επόμενα χρόνια με το δικό τους ντεμαράζ, με κορυφαίο όλων βέβαια την μετακίνηση του θρύλου των «κιτρινόμαυρων», Ντούσαν Μπάγεβιτς, στον πάγκο τους…
Το 1994 πάντως ο Σερβοέλληνας τεχνικός θα υποδεχτεί στην ΑΕΚ τον νεαρό που τα προηγούμενα χρόνια έκανε όλη την Ελλάδα να παραμιλάει με τα κατορθώματά του με την φανέλα του Ηρακλή και θα τον εντάξει στην κορυφαία –ίσως- κιτρινόμαυρη ομάδα όλων των εποχών, δίπλα σε ποδοσφαιριστές όπως ο Τσάρτας, ο Κετσπάγια, ο Σαβέφσκι, ο Μανωλάς, ο Σαμπανάτζοβιτς, ο Δημητριάδης, ο Κασάπης και –φυσικά- ο τεράστιος Δημήτρης Σαραβάκος ο οποίος εκείνη την χρονιά άφηνε –για λίγο- τον Παναθηναϊκό και μετακόμιζε στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Παρά την υπεροπλία και τον συνωστισμό στην επιθετική γραμμή της «Ένωσης», ο Κωστής βρίσκει και χώρο και αγωνιστικό χρόνο. Εκείνο που βρίσκει επίσης με συνέπεια και σταθερότητα είναι δίχτυα. Πάνω από 50, με τα περισσότερα από αυτά να είναι πιστά στο πνεύμα εκείνης της ΑΕΚ, δηλαδή σχεδόν μαγικά… Το αέρινο, ανάλαφρο στυλ του, ο τρόπος που έκανε τους αντίπαλους αμυντικούς να βλαστημούν την ώρα και την στιγμή που τους δόθηκε εντολή να τον μαρκάρουν και τα υπέροχα αγγίγματα της μπάλας, οδήγησαν πολλούς στο να κάνουν ακόμη και ιερόσυλες συγκρίσεις. Ορισμένοι, μάλιστα, το πήγαν πολύ μακριά, μιλώντας μέχρι και για «Έλληνα Κρόιφ»!
Ο Κωστής δεν πετυχαίνει απλά πολλά και ωραία γκολ. Σημειώνει και ορισμένα καθοριστικά καθώς πέρα από το ταλέντο και την τεχνική του, διαθέτει κι ένα τσαγανό που έδεσε αμέσως με την ψυχοσύνθεση του οπαδού που γουστάρει τα μεγάλα ματς. Όπως για παράδειγμα εκείνο στο 1-1 με τον Ολυμπιακό το οποίο πανηγύρισε με τα… μεσαία δάχτυλα (υποστηρίζοντας ότι έδειχνε το… σκορ στους φιλοξενούμενους) το 1995, το τέρμα που χάρισε τη νίκη με 1-0 επί του Παναθηναϊκού την ίδια σεζόν ή το γκολ –ξανά κόντρα στους Πειραιώτες- στο 3-1 της ρεβάνς Κυπέλλου.
Έτσι αναπάντεχα έγινε ίνδαλμα φορτώνοντας με γκολ τα αντίπαλα δίχτυα και ετοιμαζόταν να το κάνει για ακόμη μία φορά κι εκείνη την αποφράδα ημέρα που το ημερολόγιο έγραφε 23 Οκτωβρίου 1997 και η ΑΕΚ φιλοξενούσε την Στουρμ Γκρατς σε ευρωπαϊκό παιχνίδι. Σε μια ανύποπτη στιγμή, ένα λεπτό πριν την λήξη του πρώτου ημιχρόνου, βγαίνει τετ-α-τετ με τον Σίντορτσουκ ο οποίος πέφτει πάνω του στην προσπάθειά του να αποσοβήσει τον κίνδυνο. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα παγώνει ο χρόνος… Όλοι αντιλαμβάνονται ότι κάτι κακό έχει συμβεί, με πρώτο τον ίδιο τον ποδοσφαιριστή. «Είχα άμεση επίγνωση ότι έπαθα ζημιά μεγάλη. Δεν ήταν μόνο ο αφόρητος πόνος, αλλά και το γεγονός ότι είχα ακούει το πόδι μου να σπάσει σαν κλαδάκι. Άκουσα κρατς !! Ουσιαστικά ήθελα να προλάβω να πλασάρω τον αντίπαλο τερματοφύλακα, αλλά το πόδι μου έφυγε αντίθετα από τη φορά και αυτός άθελά του έπεσε πάνω μου», περιγράφει αργότερα με τα δικά του λόγια.
Η διάγνωση είναι άσχημη. Κάταγμα κνήμης-περόνης. Πολύ σοβαρός τραυματισμός, αλλά όχι από αυτούς τους μυϊκούς που μπορούν να καταστρέψουν καριέρες. «Το κόκαλο κολλάει και δεν ξανασπαέι» συνηθίζουν να λένε στην πιάτσα κι έτσι, παρά την πίκρα, οι περισσότεροι προεξοφλούν ότι το μεγαλύτερο ταλέντο του ελληνικού ποδοσφαίρου θα μείνει εκτός ένα εξάμηνο. «Άντε το πολύ να χάσει την φετινή σεζόν», λένε, θεωρώντας ότι έτσι κι αλλιώς στα 23 του είχε μπροστά του άλλη μια δεκαετία καλής μπάλας για να πιάσει το πολύ υψηλό ταβάνι του.
Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο και μια σειρά ιατρικών λαθών τσάκισε όχι μόνο το κορμί του αλλά και την ψυχολογία του, μη επιτρέποντάς του να σηκώσει ξανά κεφάλι. Η αρχική εκτίμηση για απουσία 6 μηνών πήγε περίπατο… Όπως αποδείχθηκε, η πρώτη επέμβαση αποκατάστασης δεν ήταν επιτυχημένη. Ο Κωστής επιστρέφει στο κρεβάτι του χειρουργείο κι εκεί παθαίνει μικροβιακή μόλυνση… Νέα καρδιοχτύπια, νέα παράταση στην απουσία του… Ο καιρός περνά και ο ποδοσφαιριστής μεταβαίνει στον γιατρό της εθνικής Γερμανίας και από εκεί σε ειδικό κέντρο στην Ελβετία.
Χαρακτηριστικό του ονόματος που ήδη είχε φτιάξει στην Ευρώπη είναι το γεγονός ότι το καλοκαίρι του 1998 κι ενώ ακόμη κυκλοφορεί με πατερίτσες και δεν υπάρχει κανένα ορατό σημάδι επιστροφής του στον ορίζοντα, σημαντικές ομάδες τον προσεγγίζουν. Η Άντερλεχτ του δίνει 500 εκατομμύρια δραχμές –τότε- για 4 χρόνια και τον κάνει δικό της, καθώς πίστευε στις δυνατότητές του. « Ήμουν τραυματίας, αλλά με πλήρωσαν. Τη δεύτερη επέμβαση την έκανα στο Βέλγιο, τον Απρίλιο του ’99. Ένα μικρόβιο στο πόδι δεν με άφηνε να περπατήσω. Με πατερίτσες πήγα στη Χέρτα Βερολίνου, μαζί με τον Κωνσταντινίδη. Θεώρησα τότε μικρό το μέγεθος της ομάδας για να υπογράψω. Έκανα λάθος! Με παρακαλούσαν ενώ δεν περπατούσα! Με έστειλαν στην Ελβετία για τρίτη επέμβαση με τον γιατρό της Μπάγερν» εξομολογείται ο ίδιος, περιγράφοντας εκείνη την δύσκολη περίοδο κατά την διάρκεια της οποίας δεν έπαιξε σε ούτε ένα επίσημο ματς…
Όταν επιστρέφει τελικά στην ΑΕΚ το 2000 κάνει μια τελευταία προσπάθεια να επανέλθει, αλλά είναι φανερό ότι τίποτα δεν είναι ίδιο πια. Ακόμη κι έτσι ίσως να είχε την ευκαιρία να καταγράψει μια σημαντική καριέρα, έστω και όχι ως «Έλληνας Κρόιφ», αλλά το 2002 θα δώσει ξανά ραντεβού με την ατυχία του καθώς θα σπάσει το πόδι του στο ίδιο σημείο, σε μια σπάνια περίπτωση. Μέχρι το 2005 παραμένει στα κιτρινόμαυρα κι ας μην αγωνίζεται, πριν φορέσει για λίγο την φανέλα της ΑΕΚ Λάρνακας και κάνει όλες κι όλες δύο συμμετοχές με τον Άγιαξ Κέιπ Τάουν στη Νότια Αφρική, πριν τελικά βάλει τέλος σε μια καριέρα πολύ λιγότερο λαμπερή από αυτή που του άξιζε.