Κυριακή, 19 Νοεμβρίου του 1995. Ένας ανήλικος κοιμάται του καλού καιρού στο λεωφορείο, κανένας δεν διανοείται να τον ξυπνήσει. Είναι η αποστολή της Πάρμα που πηγαίνει από το ξενοδοχείο στο Enio Tardini για το ματς με την Μίλαν και ο μικρός, που δεν έχει παίξει ποτέ στο Campionato, ο Τζίτζι Μπουφόν.
Η ιστορία, είχε ουσιαστικά γραφτεί μια μέρα νωρίτερα.
«Ηταν Σάββατο απόγευμα, την προηγούμενη του αγώνα. Την Κυριακή παίζαμε με την Μίλαν και δεν μπορούσα να κοιμηθώ». Ο Νέβιο Σκάλα το ένιωθε. «Νομίζω ότι η απόφαση βγήκε από μέσα μου. Θα παίξει, ο Τζίτζι θα παίξει». Όπως αφηγείται ο άνθρωπος που χάρισε στον Μπουφόν το ντεμπούτο του εκείνο το μεσημέρι, ο ίδιος και ο προπονητής τερματοφυλάκων της Πάρμα, Έντζο Ντι Πάλμα, παρακολουθούσαν στενά τον πιτσιρικά.
«Ο βασικός τερματοφύλακας, Λούκα Μπούτσι, ήταν τραυματίας, οπότε ανέβασα τον Μπουφόν από τη μικρή στη μεγάλη ομάδα. Ξεκίνησε να προπονείται μαζί μας την Τετάρτη και έκανε αδιανόητα πράγματα, για εκείνον ήταν φυσιολογικά. Τον βάλαμε μαζί με τους επιθετικούς και βλέπαμε ότι κανένας δεν μπορούσε να του βάλει γκολ. Κανένας. Πήγα στον Έντζο το Σάββατο μετά την προπόνηση. ‘Είδες ό,τι είδα;’. ‘Δεν χρειάζεται καν να το πεις’ μου απάντησε». Ο Σκάλα φοβόταν πιθανή αντίδραση της διοίκησης, όμως γνώριζε τι παίκτη έχει στα χέρια του.
«Ο Τζίτζι ήταν εκπληκτικός, όμως μόλις 17 χρονών. Το απόγευμα πήγα στο δωμάτιό του να του μιλήσω. ‘Πως σου φαίνεται να παίξεις αύριο;’. ‘Ναι μίστερ, κανένα πρόβλημα;’. Ήταν τρελό, ήταν ήδη έτοιμος».
Ο Μπουφόν τελικά πήρε τα γάντια και πριν τον αγώνα όσοι έμαθαν τις συνθέσεις δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους. Μίλαν και Πάρμα ήταν μαζί στην πρώτη θέση της βαθμολογίας και το ματς για τη 10η αγωνιστική ήταν το κορυφαίο του κορυφαίου πρωταθλήματος στον κόσμο.
«Στα αποδυτήρια, δύο φίλοι συμπαίκτες με βοήθησαν να ετοιμαστώ γρήγορα και μόνο τότε άρχισα να να νιώθω κάπως περίεργα.
– Τζίτζι, είσαι καλά;
– Φτάνει…
Είχα τεράστια επιθυμία να κάνω τον εαυτό μου γνωστό ως τερματοφύλακα, δεν έβλεπα την ώρα να σφυρίξει ο διαιτητής και να δείξω τις ικανότητές μου. Δεν μπορούσα να περιμένω για τη στιγμή που ο κόσμος θα έλεγε ‘αυτός είναι ο Μπουφόν’».
«Οταν οι ομάδες βγήκαν στο Tardini ακούστηκε ένα ‘ωωωω’ όμως ήμουν σίγουρος για την επιλογή μου» λέει ο Σκάλα για το ματς στο οποίο ο Μπουφόν πάτησε το ίδιο τερέν με παίκτες επιπέδου Χρυσής Μπάλας και στάθηκε δίπλα σε ονόματα-μύθους του calcio.
« – Με λένε Τζίτζι…»
« – Χάρηκα, Μπάτζιο»
« – Χάρηκα, Μαλντίνι»
« – Χάρηκα, Μπαρέζι»
Σοκ.
Κάθε φορά που η Μίλαν του Φάμπιο Καπέλο κατάφερνε να περάσει την άμυνα, ο Μπουφόν ήταν εκεί. Στο 7’ μπλόκαρε τη σέντρα του Μπόμπαν, στο 13’ έδιωξε με γροθιά προ του Εράνιο. Στο φινάλε του πρώτου μέρους έβγαλε την κεφαλιά του Μπάτζιο και στο 78’ το εκπληκτικό γυριστό του Μάρκο Σιμόνε.
«Έκανα 4-5 εξαιρετικά πράγματα, με αποφασιστικότητα, με ικανότητα. Το ματς τελείωσε 0-0 και εγώ πλέον δεν ήμουν αγόρι» είπε αργότερα ο Τζίτζι, ενώ ο Σκάλα, απόλυτα δικαιωμένος για την απόφασή του, δεν μπορούσε να κρατήσει τα λόγια του. «Είχε τρομερή ποιότητα, μπορούσε να διαβάσει τις φάσεις, τις κινήσεις του αντιπάλου και ήταν ψύχραιμος όταν χρειαζόταν. Απλά ένα φαινόμενο».
Μετά τον αγώνα πήρε «συγχαρητήρια» από όλο τον κόσμο. Πρώτος του τα είπε ο keeper της Μίλαν, Σεμπαστιάνο Ρόσι, ένας άνθρωπος που στο μέλλον θα έβλεπε κάποια από τα ρεκόρ του να σπάνε από εκείνον τον μικρό.
«Στα 17 του έκανε ντεμπούτο στην Serie A και ήταν σαν βετεράνος» έγραψε την επόμενη μέρα η Domenica Sportiva ενώ η Gazzetta dello Sport του έβαλε 8 στη βαθμολογία. «Σηκώστε τα γυαλιά σας για να δείτε αυτό το παιδί, στο πρώτο του ματς σταμάτησε τους Μπάτζιο, Γουεά, Σιμόνε, Εράνιο».
Ήταν το πρώτο από τα δεκάδες clean-sheets μιας αδιανόητης καριέρας που μόλις είχε ξεκινήσει…