Το ημερολόγιο έγραφε 9 Ιουλίου 2001 όταν ο Παναθηναϊκός ανακοίνωνε την απόκτηση του Γιαν Μικάελσεν. Ένα όνομα που δεν έκανε και το μεγαλύτερο γκελ στον κόσμο της ομάδας, αφού επρόκειτο για έναν Δανό χαφ ηλικίας ήδη 31 ετών που έπαιζε στην… ταπεινή Ακαντέμικ.
Βέβαια οι φίλοι του τριφυλλιού ζούσαν ήδη στον αστερισμό της πολύ ηχηρής μεταγραφής του Μιχάλη Κωνσταντίνου από τον Ηρακλή, με τους πράσινους να καταβάλουν στον Γηραιό το ποσό των 2,7 δις δραχμών και να παραχωρούν ως έμψυχα ανταλλάγματα τους Κώστα Χαλκιά, Βαγγέλη Κουτσουρέ και Γιώργο Νασιόπουλο.
Ακόμη και οι πρόσφατες κλήσεις του Μικάελσεν στην εθνική ομάδα της Δανίας δεν ήταν αρκετές για να πείσουν τους οπαδούς για την χρησιμότητα της μετακίνησης αυτού του παίκτη, για τον οποίο πάντως είχε εγγυηθεί νωρίτερα ο Ρενέ Χένρικσεν. Ο συμπατριώτης του βρισκόταν ήδη στο τριφύλλι δύο χρόνια, έχοντας κερδίσει την εκτίμηση όλων μέσα από την απόδοση και την συμπεριφορά του και ήταν ο άνθρωπος που έπεισε τον αείμνηστο Γιάννη Κυράστα να εξετάσει την περίπτωση του πρώην συμπαίκτη του στην Ακαντέμικ.
Άλλωστε και ο ίδιος ο Ρενέ είχε ανάλογη πορεία στην καριέρα του. Είχε έρθει στην Ελλάδα ενώ είχε τριανταρήσει και κλήθηκε και αυτός σε μεγάλη ηλικία στην εθνική ομάδα. Οι περισσότεροι πάντως δεν έδιναν πολλές πιθανότητες να επαναληφθεί η ιστορία και να βρεθεί ένα δεύτερο τέτοιο λαχείο από την Σκανδιναβία.
Ωστόσο τα πράγματα δεν άργησαν να αλλάξουν μόλις ο Γιαν Μικάελσεν άρχισε να ξεδιπλώνει μέσα στο γήπεδο τις αρετές του. Και αυτές δεν ήταν ούτε η απαράμιλλη τεχνική ούτε οι εντυπωσιακές ντρίπλες ούτε πολλά γκολ και φαντεζί ενέργειες. Άλλωστε για αυτά υπήρχαν παίκτες στην μεσαία γραμμή όπως οι Πάολο Σόουζα, Ντέρεκ Μπόατενγκ, Γιώργος Καραγκούνης και φυσικά η ίσως πληρέστερη επιθετική γραμμή που έχει ντυθεί ποτέ στα πράσινα, με τους Κωνσταντίνου, Λυμπερόπουλο, Ολισαντέμπε, Βλάοβιτς και τον αειθαλή Κριστόφ Βαζέχα να «σκοτώνονται» για μία συμμετοχή.
Μπορεί αυτή η ομάδα (που και στα μετόπισθεν είχε παίκτες όπως οι Νικοπολίδης, Κυργιάκος, Γκούμας, Σεϊταρίδης, Φύσσας, Γιάρνι, Μπασινάς, Χένρικσεν και πολλούς άλλους) να μην πήρε πρωτάθλημα στην Ελλάδα (για λόγους που όλοι γνωρίζουν αλλά κάποιοι κάνουν τους ανήξερους) αλλά στην Ευρώπη τρομοκρατούσε κόσμο και κοσμάκι.
Με τον Μικάελσεν να αγωνίζεται κυρίως ως «κάτι σαν» δεξί χαφ ή και κάποιες φορές ως αμυντικός μέσος, το τριφύλλι κέρδισε αυτό που χρειαζόταν, ειδικά σε ματς που χρειαζόταν να ελέγξει ρυθμό και να βγάλει πάθος, πείσμα και σιγουριά στις μεταβιβάσεις. Μια συνταγή που ειδικά στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις έγινε ταυτόσημη των μεγάλων επιτυχιών εκείνης της εποχής για τους πράσινους.
https://www.youtube.com/watch?v=Pmh35S0ihig
Ο Μικάελσεν δεν άργησε να αλλάξει τις αρχικά μουδιασμένες αντιδράσεις των οπαδών, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την αγωνιστική συνέπειά του και το δέσιμο που απέκτησε με τους οπαδούς, οι οποίοι τελικά λάτρεψαν το ταμπεραμέντο του. Σε αυτό πέρα από κάθε αμφιβολία συνεισέφερε η εκπληκτική πορεία του Παναθηναϊκού στο Champions League εκείνης της σεζόν. Ενδεικτικά αναφέρουμε -για να μαθαίνουν και οι νεότεροι- ότι εκείνη την χρονιά το τριφύλλι προκρίθηκε ως πρώτο στη φάση των ομίλων (παρά την παρουσία ομάδων όπως η Άρσεναλ, η Σάλκε και η Μαγιόρκα, πηγαίνοντας την τελευταία αγωνιστική για… διακοπές στην Ισπανία), ενώ και στους 16 η διοργάνωση είχε τότε πάλι ομίλους.
Απέναντι σε Ρεάλ Μαδρίτης, Πόρτο και Σπάρτα Πράγας εξασφάλισε αυτή τη φορά την δεύτερη θέση και το εισιτήριο για τους 8, όπου στα προημιτελικά αντιμετώπισε την Μπαρτσελόνα. Η νίκη με 1-0 στη Λεωφόρο και η ήττα με 3-1 στο «Καμπ Νου» αποτέλεσαν δύο τεράστιας ιστορικής σημασίας ματς, με τους πράσινους να παίζουν 30 λεπτά μονότερμα τους Καταλανούς μέσα στο σπίτι τους και να χάνουν τεράστιες ευκαιρίες, με εκείνη του Γκόραν Βλάοβιτς το σουτ του οποίου βγήκε για χιλιοστά άουτ να κινείται στα όρια του μύθου.
Μέλος αυτής της μυθικής ομάδας, λοιπόν, ήταν και ο Γιαν Μικάελσεν ο οποίος ξεχώριζε σαν… σκύλος πάνω στο χορτάρι, τρέχοντας ασταμάτητα, παίζοντας με αδιανόητη ένταση και μεταδίδοντας το πάθος στους συμπαίκτες του. Μπορεί να μην έβαζε συχνά γκολ, αλλά σίγουρα από τα λίγα που σημείωσε ξεχωρίζει εκείνο στο 4-1 επί της Φενέρμπαχτσε στο «Απόστολος Νικολαϊλδης» την σεζόν 2002-2003 το οποίο πανηγύρισε με τον δικό του τρόπο «τρελαίνοντας» τους φιλάθλους, σε ακόμη μια μεγάλη πρόκριση εκείνης της ομάδας…
Η (μερική) δικαίωση για αυτόν τον Δανό με το μεσογειακό ταμπεραμέντο ήρθε τελικά την 3η και τελευταία όπως αποδείχτηκε σεζόν που πέρασε στο τριφύλλι η οποία σφραγίστηκε με το πρωτάθλημα αλλά και το Κύπελλο Ελλάδας του 2003-2004. Αυτοί ήταν και οι μοναδικοί τίτλοι στην καριέρα του Γιαν Μικάελσεν ο οποίος έκτοτε ασχολήθηκε με την προπονητική και πολύ συχνά επιβεβαιώνει μέσω δηλώσεων, αναρτήσεων και συνεντεύξεων την αγάπη του για τον Παναθηναϊκό, σε μια σχέση που αναμφίβολα είναι αμφίδρομη αφού και ο ίδιος κατόρθωσε με τις 106 εμφανίσεις του με το τριφύλλι στο στήθος να γίνει σημείο αναφοράς για μια εποχή που οι πράσινοι πήραν λιγότερα από όσα άξιζαν μέσα στο γήπεδο.