«Θα γίνεις ο κορυφαίος όλων»: Η προφητεία του Μαραντόνα για τον νεαρό παίκτη που χλεύαζε όλη η Ιταλία

Το ρεσιτάλ... διορατικότητας του Ντιέγκο

Ήταν μια χιονισμένη μέρα στο Ούντινε τον Ιανουαρίου του 1985 όταν ένας προπονητής ξεστόμισε μία από τις πιο αλλόκοτες ερωτήσεις που έχουν γίνει ποτέ σε παίκτη που ετοιμάζεται να κάνει ντεμπούτο στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. «Σε ποια θέση θες να παίξεις», ρώτησε ο σεβάσμιος τεχνικός, μεγάλη δόξα του συλλόγου, ένα παιδαρέλι 16,5 ετών, που μόλις πριν από λίγα δευτερόλεπτα είχε ενημερωθεί ότι θα μπει αλλαγή στο δεύτερο ημίχρονο της αναμέτρησης Ουντινέζε – Μίλαν.

Τελικά ο μικρός – που ευλόγως έμεινε άναυδος από την ερώτηση – έπαιξε δεξιός μπακ, αλλά όταν μετά από 24 χρόνια θα κρέμαγε τα παπούτσια του, έχοντας κατακτήσει 5 Τσάμπιονς Λιγκ, 7 Σκουντέτο, 4 Σούπερ Καπ Ευρώπης και 3 Διηπειρωτικά, ο ποδοσφαιρικός κόσμος θα τον αποχαιρετούσε ως έναν εκ των κορυφαίων αριστερών μπακ όλων των εποχών. Όχι, ο σπουδαίος Νιλς Λίντχολμ δεν τον είχε βάλει εκτάκτως εκείνο το απόγευμα στο δεξί άκρο της άμυνας. Το δεξί πόδι ήταν το καλό του μικρού. Αλλά έχοντας να ανταγωνιστεί για τη θέση κοτζάμ Μάουρο Τασότι και για το κέντρο της άμυνας τους Φράνκο Μπαρέζι και Αλεσάντρο Κοστακούρτα, σκέφτηκε ότι όλοι οι… καλοί χωράνε στην ενδεκάδα. Και κάπως έτσι γεννήθηκε ο μύθος του Πάολο Μαλντίνι. Του παίκτη που πέτυχε κάτι σχεδόν ανέφικτο για οποιονδήποτε άνω των 12 ετών: να εξασκηθεί τόσο ώστε να κάνει το αριστερό του πόδι τόσο καλό όσο το δεξί…

Ο Σουηδός μέντορας, που ευθύνεται για την ταχεία προώθηση του στην ανδρική ομάδα των «ροσονέρι», το είχε δει από νωρίς το έργο. «Δεν ξέρω τι λέτε, αλλά ο μικρός θα γίνει ανώτερος του πατέρα του…». Και η αλήθεια είναι ότι του δόθηκαν πολλές αφορμές για να υπεραμυνθεί της επιλογής του. Τον μικρό Μαλντίνι «βύσμα» τον ανέβαζαν, «βύσμα» τον κατέβαζαν πριν καν ενηλικιωθεί. Δεν ήταν ο «Πάολο» αλλά «ο γιος του Τσέζαρε» που έπαιζε εξαιτίας του θρυλικού στο σύλλογο μπαμπά. Ο Λίντχολμ τον έχρισε βασικό από το ξεκίνημα της σεζόν 1985-86 και ο αμούστακος ακόμα Πάολο ήταν ο εύκολος και προφανής στόχος των αντιπάλων και της εξέδρας στα εκτός έδρας παιχνίδια. Φυσικά τα άκουγε και νωρίτερα ως μέλος της Primavera, αλλά με την ενσωμάτωσή του στους άνδρες το κακό παράγινε. Ήταν ο μαγνήτης των mind games και του trash talking σε κάθε εκτός έδρας αγώνα το πρώτο τρίμηνο της σεζόν.

Ιδού πως το έχει περιγράψει ο ίδιος. «Συστημένος. Παιδί του μπαμπά. Είσαι άχρηστος. Δεν θα αντέξεις πολύ. Κάθε φορά που έμπαινα στο γήπεδο τους πρώτους μήνες στη Μίλαν, οι αντίπαλοι μου έλεγαν όλα τα παραπάνω. Όλοι πίστευαν ή ήθελαν να πιστεύουν ότι ήμουν εκεί λόγω του πατέρα μου».

Ο χλευασμός και η απαξίωση κόπηκαν απότομα, εν μία νυκτί. Συγκεκριμένα το απόγευμα της 8ης Δεκεμβρίου του ’85. Ο λόγος είναι ότι αυτό που είχε δει στον μικρό ο Λίντχολμ το είδε σε ένα 90λεπτο και ο Ντιέγκο Μαραντόνα! Δεν χρειάστηκε παραπάνω. Έστω και αν η Νάπολι ποδοπάτησε εκείνη τη μέρα τη Μίλαν, με αποτέλεσμα το 2-0 να μοιάζει στο τέλος «φτωχό», ο Ντιέγκο διέκρινε ότι ήταν ο Βενιαμίν του γηπέδου – στα 17,5 χρόνια ακόμα γαρ – αυτός που ξεχώριζε σαν τη μύγα μες το γάλα μεταξύ των φιλοξενούμενων. Και με αυτό που έκανε μετά το τέλος του αγώνα ο Αργεντίνος σούπερ σταρ, τελείωσε μια και καλή κάθε διάθεση για bullying προς τον Μαλντίνι.

«Στα αποδυτήρια, ήρθε ο Μαραντόνα και μου έδωσε τη φανέλα του μόνος του. Ήμουν ευτυχισμένος. Ζήτησε, όμως, ως αντάλλαγμα τη δική μου. “Τι να την κάνεις τη δική μου Ντιέγκο;”, τον ρώτησα. “Στη ζητάω γιατί είσαι μεγάλος παίκτης, είσαι πιτσιρικάς τώρα, αλλά θα γίνεις ο καλύτερος όλων”, μου απάντησε! Όλο αυτό το σκηνικό διέρρευσε, το έγραψαν οι εφημερίδες και ως διά μαγείας από εκείνη την ημέρα σταμάτησαν να με προσβάλουν σε όλα τα γήπεδα της Serie A».

Μολονότι ήταν μόλις ένα χρόνο στην Ιταλία, αρκούσαν μια ενέργεια και μια φράση του Μαραντόνα για να μετατραπεί ο «γιος του Τσέζαρε» σε «Πάολο», καθώς ο Ντιέγκο δεν είχε επιδοθεί εκείνο το απόγευμα μόνο σε ρεσιτάλ ποδοσφαίρου, αλλά και σε ρεσιτάλ… διορατικότητας.