Ήταν μέσα Φεβρουαρίου του 2022, λιγότερο από δύο χρόνια πριν δηλαδή, όταν ο Παναθηναϊκός απέρριπτε σε χρόνο dt πρόταση παραχώρησης του Φώτη Ιωαννίδη. Σύλλογος του MLS (η Σάρλοτ) προσέφερε περίπου 2,5 εκατ.€ για τον νεαρό επιθετικό και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τότε όχι μόνο αμφισβήτησαν την ευθυκρισία των ανθρώπων του τριφυλλιού για τις αγωνιστικές δυνατότητες του ποδοσφαιριστή, αλλά λοιδόρησαν κιόλας την διοίκηση για την απόφασή της…
«Πόσα δηλαδή ζητάει ο Παναθηναϊκός για να τον δώσει;», διαβάζαμε δεξιά κι αριστερά. «Δεν είναι κακός παίχτης μωρέ, αλλά δεν έχει το γκολ», ακούγαμε παραδίπλα. Ειδικά όταν κυκλοφόρησε η «βρόμα» ότι ο ίδιος ο Γιάννης Αλαφούζος είπε το «όχι», άρχισε το μεγάλο… πανηγύρι. Μιλάμε, άλλωστε, για μια εποχή που ο νεαρός επιθετικός είχε πετύχει ένα τέρμα την σεζόν 2021-22 ως τότε κι αυτό στις 26 Σεπτεμβρίου κόντρα στον Βόλο κι έκτοτε για 4,5 μήνες (έχοντας κυρίως ολιγόλεπτες συμμετοχές ως αλλαγή βέβαια) περνούσε μακρά περίοδο πλήρους αφλογιστίας.
Και η αλήθεια είναι ότι αυτή η στάση από πολύ κόσμο ακολούθησε για αρκετό καιρό τα βήματα του Φώτη Ιωαννίδη, γιου του παλιού κεντρικού αμυντικού Βασίλη Ιωαννίδη ο οποίος –μεταξύ άλλων- είχε περάσει και από τον Ολυμπιακό. Ο μικρός πήρε το μπόι, την σωματική διάπλαση και το «μικρόβιο» της μπάλας από τον πατέρα του, με την μόνη διαφορά ότι εκείνος προτιμούσε να την στέλνει στα δίχτυα.
Ο Θανάσης Σωτηρόπουλος και ο Ηλίας Λιόντος φέρονται να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την μετακίνηση του έφηβου ακόμη Φώτη από τον Ολυμπιακό Χαλκίδας στα τμήματα υποδομής του Λεβαδειακού το 2016 και η δική τους δικαίωση ήρθε με την υπογραφή του πρώτου επαγγελματικού συμβολαίου του με την ομάδα της Βοιωτίας την επόμενη χρονιά.
Ακόμη κι έτσι πάντως, πολλοί απόρησαν με την απόφαση του Παναθηναϊκού να τον εντάξει στο δυναμικό του το 2020, αφού τα νούμερά του στην τριετία που πέρασε στην Λειβαδιά δεν ήταν και τα πλέον εκθαμβωτικά.
Τα 8 γκολ σε 49 ματς δεν ήταν ικανά να πείσουν τους προπονητές της εξέδρας, που χαμογέλασαν με νόημα στην ιδέα ότι ο Κομπότης πιάνει κορόιδο τον Αλαφούζο αλλά και τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς για έναν επιθετικό της… σειράς που «σιγά μην μπορέσει να σταθεί ως αναπληρωματικός του Μακέντα και του Καρλίτος», όπως έλεγαν…
Οι ίδιοι άνθρωποι που γελούσαν τότε, ξεκαρδίστηκαν και με την απόρριψη της πρότασης των 2,5 εκατομμυρίων τον Φεβρουάριο του 2022, αλλά ίσως τώρα να είναι πιο μετρημένοι στις αντιδράσεις τους στο άκουσμα της είδησης ότι ομάδες της Bundesliga ασκούν… στενό μαρκάρισμα για την απόκτησή του, όμως με τα 7-8 εκατ.€ που είναι διατεθειμένες να «σκάσουν» μόνο το δεξί πόδι του μπορούν να πάρουν!
Ασφαλώς η εκτόξευση της αξίας (αγωνιστικής και αγοραστικής) του Φώτη Ιωαννίδη αποτελεί παράσημο για όλους όσους τον πίστεψαν στους πράσινους και κυρίως για τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Στην πραγματικότητα κιόλας η περίπτωση του 23χρονου φορ είναι η επιτομή της λογικής με την οποία δουλεύει ο Σέρβος αλλά και ολόκληρο το ποδοσφαιρικό τμήμα του τριφυλλιού επί των ημερών του.
Ήδη από τις ημέρες της προπονητικής καριέρας του στην Κύπρο (όπου λατρεύεται για τα μοναδικά κατορθώματά του) είχε ξεχωρίσει για δύο πράγματα: Για το… κόσκινο (σε βαθμό «αρρώστιας») που περνά κάθε παίκτη πριν προχωρήσει στην απόκτησή του και για την δικαιοσύνη με την οποία προχωρά στον καταρτισμό 11άδας, δίνοντας ευκαιρίες σε εκείνους που αξίζουν να τις πάρουν και αδιαφορώντας για ονόματα.
Και κάπως έτσι φτάνουμε και στον έτερο φορ του τριφυλλιού, Άντραζ Σπόραρ… Η επιλογή του οποίου έφερε ακόμη περισσότερη και μεγαλύτερη μουρμούρα στους οπαδούς, οι οποίοι όπως και στην περίπτωση του Ιωαννίδη (αλλά για διαφορετικούς λόγους) στάθηκαν απέναντι στον Σλοβένο με το… τουφέκι, έτοιμοι να τον… εκτελέσουν στην πρώτη στραβή, υποστηρίζοντας ότι ένας επιθετικός για τον οποίον δαπανήθηκαν μπόλικα «φράγκα» θα έπρεπε να αποδειχθεί τίποτα λιγότερο από… Φαν Μπάστεν για να αξίζει να φοράει τα πράσινα!
Ποια ήταν η αντίδραση του οργανισμού του Παναθηναϊκού στο σύνολό του για αυτήν την «ομοβροντία» καυστικών και πικρόχολων σχολίων; Ανάλογη με εκείνη του Οδυσσέα όταν πέρασε από τις Σειρήνες. Κλειστά αυτιά και εμπιστοσύνη στο… σύστημα του Γιοβάνοβιτς. Ο Σέρβος έστησε προσωπική ασπίδα στον Σπόραρ, όπως είχε κάνει και με τον Ιωαννίδη και για ένα μεγάλο διάστημα το οποίο συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, φροντίζει να εμποτίσει με την φιλοσοφία του και τους δύο.
Πώς; Μα μοιράζοντας τον χρόνο συμμετοχής με βάση την απονομή ποδοσφαιρικής δικαιοσύνης, με επιβράβευση καλών εμφανίσεων και ένα rotation το οποίο μαρτυρά πως χώρος για αδικίες και εμπάθειες ή συμπάθειες που θα θολώσουν την κρίση του δεν υπάρχει. Έτσι, στο μυαλό και των δύο έχει υποχωρήσει η (λογική πολλές φορές) σκέψη ότι μια μέτρια εμφάνιση θα φέρει παραγκωνισμό από την 11άδα κι έχει αντικατασταθεί από την βεβαιότητα ότι μια καλή παρουσία θα φέρει επιβράβευση.
Αν και στην πραγματικότητα μιλάμε για την ίδια συνθήκη (όποιος το αξίζει περισσότερο, παίζει), αυτή επιτυγχάνεται μέσω μιας εντελώς διαφορετικής προσέγγισης και φιλοσοφίας, με τον προπονητή να μην λειτουργεί τιμωρητικά. Γι’ αυτό τόσο ο Ιωαννίδης όσο και ο Σπόραρ παραμένουν χαρούμενοι σε αυτό το πλαίσιο, γνωρίζοντας πως λειτουργούν συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά μεταξύ τους.
Αν κάτσουμε να το σκεφτούμε καλύτερα, θα διαπιστώσουμε πως ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς διαχειρίζεται το «βαρύ πυροβολικό» της ομάδας μέσα στην σεζόν, με τρόπο ανάλογο ενός προπονητή μπάσκετ κατά την διάρκεια ενός αγώνα, όταν έχει δύο καλούς παίκτες στην ίδια θέση. Δεν έχει σημασία ποιος θα ξεκινήσει 5άδα αφού έτσι κι αλλιώς δεν θα παίξει 40 λεπτά. Ο χρόνος θα μοιραστεί με βάση τις συνθήκες και τις ανάγκες και στο τέλος σημασία θα έχει η μεγαλύτερη εικόνα. Το καλό της ομάδας και οι νίκες που θα έρθουν όχι με τον έναν από αυτούς να έχει κάνει triple-double και τον άλλον στην άκρη του πάγκου, αλλά με ισότιμη συνεισφορά και των δύο.
Η απόδειξη των παραπάνω έρχεται από την αγωνιστική εικόνα των δύο φορ του Παναθηναϊκού, η οποία επιβεβαιώνεται και από τα στατιστικά. 21 ματς/8 γκολ/4 ασίστ ο Φώτης Ιωαννίδης, 20 παιχνίδια/8 τέρματα/3 τελικές πάσες ο Άντραζ Σπόραρ.
Όπως έλεγε και μία ψυχή σε ένα από τα πιο γνωστά memes των τελευταίων ετών, «τέτοια τάξη τέτοια αλφαδιά δεν την έχω ξαναδεί»! Και αυτό για δύο παίκτες που μοιράζονται μία θέση και αν είχαν γίνει δεκτά τα κατά καιρούς αρνητικά σχόλια για αμφότερους, θα έπρεπε να είχαν πάρει πόδι από την ομάδα και στην θέση τους να είχαν αποκτηθεί άλλοι (με ένα καράβι λεφτά) που είναι εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσο θα είχαν προσφέρει αντίστοιχα…