Καλύτερο κι απ’ το τριπλό σπάσιμο στον τελικό του ’87: Το «καλάθι που δεν μπαίνει» του Γκάλη που λίγοι έχουν δει (Vid)

Ή, ακριβέστερα, που λίγοι θυμούνται…

Σαν μαλάκας.

Ή, αν θέλουμε να ξύσουμε τον πάτο της απόλυτης ειλικρίνειας, σαν τελείως μαλάκας.

Θα μπορούσα κάλλιστα, αν υπήρχαν εικονογραφημένα λεξικά στις μέρες μας, να φιγουράρω περιχαρής περιδεής δίπλα στον όρο «παρίας»: ένα βεβιασμένο μειδίαμα στο πρόσωπο, 312 χτύποι στην καρδιά, ιδρώτας πιο κρύος κι απ’ τ’ αστεία του Μάρκου Σεφερλή σε όλο το κορμί.

Μα, συγγνώμη, τι δουλειά είχα εδώ, ανάμεσα σε τόσες χιλιάδες ανθρώπων που ήταν ντυμένοι με ρούχα Χάρι Πότερ, μακριές κάπες, καπέλα, που είχαν μαζί τους ραβδιά και συνοδεύονταν από κουκουβάγιες; Φορούσα απλά το τζιν μου που μύριζε μανούλα («Τη ζακέτα του Νικ να πάρεις, θα κρυώσεις!», είχε κραυγάσει στ’ αυτί μου φεύγοντας από το σπίτι, προκαλώντας μου ρήξη τυμπάνου), ένα κίτρινο t-shirt με μια αιμάτινη στάμπα στο πλάι (λόγω της προαναφερθείσας ρήξης) και αντί για ραβδί κρατούσα μόνο το κινητό μου.

Πιο λάθος ενδυματολογική επιλογή για το «7ο διεθνές συνέδριο μαγείας “Eρμιόνη Γκρέιντζερ”» δεν υπήρχε, και δεν χρειαζόμουν την Βίκυ Καγιά να μου το επιβεβαιώσει. Ήμουν, απ’ όλες τις απόψεις, το αντίθετο του «συγκλό».

Όταν περάσαμε στον κυρίως χώρο, ωστόσο, κι άρχισε ο διαγωνισμός, ένιωσα μια περίεργη ηρεμία. Πίστευα στο υλικό μου και, πρωτίστως, πίστευα σ’ εκείνον.

Κόσμος ανέβηκε και κατέβηκε από την σκηνή, αρκετά “Imperio”, “Crucio” και “Avada Kedavra” ακούστηκαν, λαγοί εξαφανίστηκαν σε καπέλα, νερά χάθηκαν στην άβρεχτη αγκαλιά διαφόρων εφημερίδων, κοπέλες τεμαχίστηκαν και «ανασυντέθηκαν» μπροστά στα μάτια μας και μετά ακούστηκε τ’ όνομά μου, ακολουθούμενο από κάποια χλιαρά χειροκροτήματα, μερικές κραυγές («Φίλε, τρέχει αίμα από το αυτί σου- τι φάση;») και μια γενικότερη δυσφορία για τον… παρία.

«Γεια-γεια σας», ψέλλισα, ισοφαρίζοντας την καλύτερη είσοδο στα χρονικά των εισόδων, «το όνομά μου είναι Κανένας και ήρθα να σας δείξω Τίποτα», συνέχισα, αντιλαμβανόμενος πως τα αστεία του Μάρκου δεν είναι, τελικά, και τόσο άσχημα.

Έπειτα, όμως, είχε φτάσει η στιγμή: πάτησα το play στο κινητό μου και ήταν σαν να προσέκρουσε σύσσωμο το κοινό με όλη του τη δύναμη στην Πλατφόρμα 9 και ¾.

Σιωπή. Για λίγο, αρραγής, μιας και ούτε ο μέγιστος Συρίγος δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε δει. Έπειτα, φωνή: «Ένα καταπληκτικό καλάθι του Γκάλη! Είναι απίστευτο, είναι απίστευτο… Έκανε δυο, τρία σπασίματα στον αέρα; Περπάτησε στον αέρα για ν’ αποφύγει τους Σοβιετικούς γίγαντες και τελικά έστειλε την μπάλα στο αντίπαλο καλάθι. Από τα πιο δύσκολα, ίσως το πιο δύσκολο, καλάθια του πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος».

Σιωπή. Στο κοινό, αυτή τη φορά. Λογικό: 4987 (κατά προσέγγιση) άτομα μόλις έβλεπαν για πρώτη φορά το εκτός πάσης μπασκετικής λογικής καλάθι του Νικ στον τελικό του 1987 στο ΣΕΦ, τότε που η Ελλάδα κατατρόπωσε το θηρίο της ΕΣΣΔ και έκανε κατακλυσμιαίων διαστάσεων ενέσεις ονείρου στην πεζή μας πραγματικότητα.

Από πολλούς- ου μην από όλους- αυτό το δίποντο έχει χαρακτηριστεί ως το καλύτερο του «Γκάνγκστερ», ως το πιο «απόκοσμο» της μυθικής του καριέρας.

«Τι θα λέγατε, αγαπητοί υποθετικοί θεατές αυτής της υποθετικής ιστορίας», τους απηύθυνα τον άλογο λόγο, «αν σας έλεγα, ωστόσο, πως ο Νικ έχει πετύχει ένα εξίσου δύσκολο- αν όχι δυσκολότερο- καλάθι, 2.5 χρόνια μετά; Όχι με τη φανέλα της εθνικής, αλλά αυτή τη φορά με εκείνη του Άρη».

Αίφνης, πολλά μουρμουρητά έκαναν κατάληψη στην αίθουσα, ενώ κάποιοι- πιάνοντας την τελευταία μου λέξη- είχαν στρέψει συμβολικά το βλέμμα τους προς τον Άρη.

Τους προσγείωσα στον πλανήτη Γη: «Πώς θα αντιδρούσατε αν σας πληροφορούσα πως την σεζόν 1989-1990, και πιο συγκεκριμένα στις 6/1/1990, στο ιστορικό γήπεδο της Αρτάκης ο Πανιώνιος θα υποδεχόταν τον Άρη- που προερχόταν από τεράστιο θρίαμβο επί της Φίλιπς Μιλάνο (95-77) στο Αλεξάνδρειο για το Κύπελλο Πρωταθλητριών- και ο Ιστορικός θα έβαζε πολύ δύσκολα στον Αυτοκράτορα;

Εδώ που τα λέμε, εν πολλοίς έβγαζε νόημα: ο Πανιώνιος του τότε ήταν αληθινή ομαδάρα, με τον Τζούροβιτς στον πάγκο και τους Φάνη, Γάσπαρη, Χρήστο Χριστοδούλου, Μποσγανά και (τον τρομερό σουτέρ) Μπένατσεκ στο παρκέ. Αγαπημένη συνήθεια των παικτών με τα κυανέρυθρα ήταν να συλλέγουν μανιωδώς κάστανα και να μην τα χαρίζουν ποτέ.

Το αμφίρροπο ματς θα κρινόταν σχεδόν στις λεπτομέρειες, με τους φιλοξενούμενους να επικρατούν εν τέλει με 84-93, χάρη στον τύπο με το 6 στην πλάτη, που έβαλε 45 πόντους.

Το σημαντικότερο όλων, όμως, δεν ήταν η «συνηθισμένη» 45άρα του Γκάλη- όχι. Ήταν μια φάση στο δεύτερο ημίχρονο, εκεί που ο- παρά κάτι μήνες 33χρονος- αρχηγός του Άρη κοίταξε βλοσυρά τη βαρύτητα στα μάτια και της έβγαλε για νιοστή φορά τη γλώσσα.

Δείτε και μόνοι σας: ντρίμπλα μπροστά στον ανυπέρβλητο Φάνη, παίρνει τον αριστερό διάδρομο, γερό πάτημα, άμπρα-κατάμπρα, και για κάποιον ανεξήγητο λόγο η μπάλα πέφτει στο καλάθι».

Και είδαν ξανά και ξανά, με τα στόματά τους να σχηματίζουν τα πιο άρτια σμιλεμένα όμικρον στα χρονικά της ανθρώπινης αλφαβήτου.

Πάτησα το pause, σκεπτόμενος πως η μαγεία γεννήθηκε όταν ο πρώτος άνθρωπος ξύπνησε το βράδυ και πίστεψε σε κάτι που δεν είχε λογική εξήγηση.

Ο Νικ, ο υπέροχος Νικ, εξανθρώπισε τη μαγεία με τα όσα έκανε σε κάθε παιχνίδι.

«Σας ευχαριστώ πολύ», κατάφερα να πω και χάθηκα παρασκήνια.

Είχα πετύχει, βλέπετε, τον στόχο μου.

Είχαν μείνει όλοι τους μαλάκες.