Στις 12 Φεβρουαρίου, λοιπόν, ανοίγουν ξανά τα γήπεδα για τον κόσμο… Και όπως ανακοίνωσε ο αναπληρωτής υπουργός Αθλητισμού, Γιάννης Βρούτσης, στις 6 Μαρτίου αναμένεται να τεθούν σε πλήρη λειτουργία οι κάμερες και στις 9 Απριλίου το «πρωτοποριακό σύστημα ταυτοποίησης των κατόχων εισιτηρίων των ποδοσφαιρικών αγώνων», όπως χαρακτηριστικά… διαφημίζεται από την κυβέρνηση…
Και κάπως έτσι συμπληρώνεται το δίμηνο «λουκέτο» που είχε μπει -επιλεκτικά- μόνο στα γήπεδα της Super League, μετά από ακόμη ένα τραγικό περιστατικό βίας, οπαδικής όπως την βαφτίζουμε, σε αγώνα βόλεϊ, που οδήγησε στον θάνατο ενός αστυνομικού. Κι επειδή οι νεκροί σε τέτοιου τύπου επεισόδια είναι πολλά περισσότερα από μια στατιστική (ειδικά για εκείνους που μένουν πίσω και θρηνούν τον χαμό τους), μιλάμε για την απώλεια της ζωής του Γιώργου Λυγγερίδη.
Αυτή, φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που ο αρμόδιος υπουργός και η (όποια) κυβέρνηση σπεύδει -πάντοτε κατόπιν «εορτής»- να εκφράσει την οδύνη της, στη συνέχεια να δηλώσει την αποφασιστικότητά της να πατάξει το φαινόμενο και μετά να νομοθετήσει. Με την απαραίτητη υποσημείωση ότι, σε αντίθεση με το παρελθόν, τώρα όλα θα πάνε καλά και οι εξέδρες θα μετατραπούν αυτομάτως σε ησυχαστήρια και χώρους πιο αγνούς και από… γυναικωνίτη σε εκκλησία.
Στο παρελθόν σχεδόν όλοι οι υπουργοί θέλησαν να συνδέσουν το όνομά τους με έναν νόμο που θεωρητικά θα έκανε την διαφορά. Και ο αμέσως προηγούμενος, Λευτέρης Αυγενάκης (μετά την φρικτή δολοφονία του Άλκη Καμπανού) και ο Σταύρος Κοντονής και παλιότερα άλλοι, όπως οι Γιώργος Φλωρίδης ή ο Γιώργος Ορφανός. Η αναφορά στα συγκεκριμένα ονόματα είναι απλά ενδεικτική και δεν έχει κανέναν άλλον στόχο πέρα του να καταδείξει πως το συγκριμένο ζήτημα επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν πολιτικοί από όλο το φάσμα του κοινοβουλευτικού τόξου και κάθε πιθανής κομματικής απόχρωσης.
Κι ενώ για τις προθέσεις αυτών των ανθρώπων κανείς δεν μπορεί να προβάλει ενστάσεις και να αμφισβητήσει το γεγονός ότι όντως είχαν την βούληση να βάλουν ένα τέλος σε όλη αυτήν την παράνοια, για τα αποτελέσματα -δυστυχώς- υπάρχουν τα γεγονότα που καταδεικνύουν πως κανένα από τα μέτρα που υιοθετήθηκαν δεν οδήγησε πουθενά…
Μπορούμε εκ προοιμίου και για την οικονομία της συζήτησης να δεχτούμε ότι η οπαδική βία είναι κομμάτι ενός ευρύτερου προβλήματος που αφορά τις κοινωνίες στο σύνολό τους. Άλλωστε οι οπαδοί δεν λειτουργούν αποκομμένα σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν σχετίζεται με τις γενικότερες συνθήκες και τα δεδομένα που συναντάμε και σε άλλες καταστάσεις καθημερινά.
Το συγκεκριμένο φαινόμενο, όμως, έχει και μία ιδιαιτερότητα που το κάνει να ξεχωρίζει σε σχέση με άλλα. Αφορά ανώνυμες εταιρείες, όπως είναι οι ΠΑΕ, μέσα στους κόλπους των οποίων «ανθίζει» και -δυστυχώς- συντηρείται. Όσο κι αν οι διοικήσεις των συλλόγων κατά καιρούς τονίζουν και την δική τους πρόθεση να σταθούν απέναντι στην βία, έρχεται η ίδια η πραγματικότητα να τους διαψεύσει. Και αυτό είναι κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα εκεί που μπορούν να υπάρξουν συγκρίσεις οι οποίες αφήνουν έκθετους όλους του εμπλεκόμενους: Στα ευρωπαϊκά Κύπελλα.
Για ένα… περίεργο λόγο, στην πλειονότητα των αγώνων που διεξάγονται στο πλαίσιο των διασυλλογικών διοργανώσεων τα ελληνικά γήπεδα έχουν (τις περισσότερες φορές, για να είμαστε δίκαιοι) εντελώς διαφορετική εικόνα σε σχέση με όσα βλέπουμε τα Σαββατοκύριακα. Τρίτες, Τετάρτες ή Πέμπτες, σπανίως πια θα δει κανείς αντικείμενα να σημαδεύουν αντιπάλους σε κόρνερ ή πλάγια, βεγγαλικά να εκτοξεύονται, σοβαρά επεισόδια μέσα ή πέριξ αγωνιστικών χώρων ή πυρσούς που θα δημιουργούν τοπία στην ομίχλη. Εκείνες τις ημέρες κάθε τέτοια συμπεριφορά συνεπάγεται αυτόματα και τιμωρία και πολλές φορές αρκεί ακόμη και η ανάρτηση ενός πανό με περιεχόμενο με το οποίο δεν συμφωνεί η UEFA για να επιφέρει το κλείσιμο θυρών…
Εκείνο που αλλάζει σε αυτά τα ματς δεν είναι ούτε η λειτουργία των καμερών ούτε η ταυτοπροσωπία των κατόχων εισιτηρίων. Η μόνη διαφορά είναι η απόλυτη βεβαιότητα των διοικήσεων των συλλόγων ότι οποιαδήποτε ανάρμοστη συμπεριφορά στις εξέδρες θα επιφέρει αυτόματα και ποινές, σε αντίθεση με το εγχώριο πλαίσιο το οποίο επιτρέπει μια κατάσταση διαρκούς ατιμωρησίας. Κι έτσι, οι ίδιοι οπαδοί που μεσοβδόμαδα (συνήθως) είναι… Παναγίες, για να το πούμε λαϊκά, λίγες ημέρες αργότερα λειτουργούν όπως η Λίντα Μπλερ στον «Εξορκιστή», δηλαδή λες και μπήκε ο διάολος μέσα τους.
Οι ΠΑΕ απολαμβάνουν προνομιακού καθεστώτος σε σχέση με σχεδόν οποιαδήποτε άλλη ανώνυμη εταιρεία. Κατά καιρούς τους χαρίζονται χρέη, τους επιτρέπεται να αλλάξουν ΑΦΜ, το κράτος βάζει πλάτη για να φτιαχτούν στάδια, τους παρέχονται διευκολύνσεις και δυνατότητες διακανονισμών οφειλών που ο μέσος πολίτης δεν μπορεί ούτε να ονειρευτεί. Στον αντίποδα, η ελάχιστη απαίτηση που θα έπρεπε να έχει από αυτές η Πολιτεία είναι μία: Να αναλάβουν πλήρως την ευθύνη της ομαλής διεξαγωγής αγώνων στα γήπεδά τους, ειδικά από την στιγμή που μέσα σε αυτά δεν εισέρχονται οπαδοί αντιπάλων ομάδων. Εάν κάθε σύλλογος γνωρίζει ότι θα τιμωρηθεί με τρόπους που θα πλήξουν (κυρίως) την τσέπη του ή τις ελπίδες του για τίτλο, τότε θα διαπιστώσουμε ως εκ θαύματος ότι με έναν μαγικό τρόπο θα περιοριστούν στο ελάχιστο τα φαινόμενα βίας, ακόμη και χωρίς κάμερες ή είσοδο οπαδών με κινητά τα χέρια.
Και ένα υστερόγραφο: Η παράμετρος της εισχώρησης ποινικών σε λέσχες οπαδών προφανώς και είναι απολύτως υπαρκτή, όμως αφορά άλλη συζήτηση…