Ο πατέρας του ήταν μέλος της διαβόητης Εθνικής Ουρουγουάης των 70s, που θεωρείται μία από τις πιο βρόμικες ομάδες στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Κάπως έτσι η επιθετικότητα και η σκληράδα ήταν ριζωμένη στο DNA της οικογένειας. Ο υιός Πάολο Μοντέρο έβγαλε ασπροπρόσωπο τον μπαμπά, κρατώντας το κούτελο της φαμίλιας καθαρό. Λίγοι στη σύγχρονη ιστορία του παιχνιδιού τίμησαν όσο αυτός το ιερό και όσιο στην Ουρουργουάη «ή η μπάλα ή ο παίκτης».
«Το fair play είναι απλά μια υποκρισία. Θέλω να διορθωθώ στη ζωή και να γίνω καλύτερος άνθρωπος, αλλά στο ποδόσφαιρο απλά πρέπει να κερδίσω. Αν όχι, τότε ας κάτσω σπίτι να παίξω χαρτιά», ήταν μια περίληψη της φιλοσοφίας του.
Δεν ήταν κανένα νταμάρι με τετράγωνους ώμους και καλοσχηματισμένα μούσκουλα. Απεναντίας ήταν αδύνατος και δεν ξεπερνούσε το 1,80. Δεν ήθελες όμως για κανέναν λόγο να μπλέξεις μαζί του. Εκείνος πάλι δεν είχε κανένα πρόβλημα να μπλέξει με τους πάντες. Με το μάτι μονίμως να γυαλίζει, επιζητούσε τη μανούρα για τη μανούρα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μετά το τέλος των αγώνων επισκεπτόταν τα αποδυτήρια των αντιπάλων για κάποια «γαλλικά» και άλλες που πλακωνόταν στα σοκάκια του Τορίνο με οπαδούς άλλων ομάδων, γιατί «μετά τη δεύτερη μπύρα πάντα ζητούσε το λόγο από όποιον τον κοιτούσε μέσα στο μπαρ», όπως έχει πει ο Κρίστιαν Βιέρι.
Είναι χαλαρά ο ρέκορντμαν αποβολών στην Serie A με 16 (ο δεύτερος έχει 12), ενώ συνολικά στην καριέρα του έχει δει 21 κόκκινες κάρτες. Έπαιξε 13 χρόνια στην Ιταλία, τα εννιά εκ των οποίων στη Γιουβέντους, κατακτώντας τέσσερα πρωταθλήματα και παίζοντας δις στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Έφτασε στο Τορίνο το 1996, μαζί με τον Ζινεντίν Ζιντάν, τον οποίο πήρε υπό την… προστασία του. Ήταν για μια πενταετία κολλητοί, αλλά με μια ιδιότυπη μορφή. Ο Μοντέρο ήταν πρακτικά «σωματοφύλακας» του Γάλλου.
Ο Κάρλος Αντσελότι το αποτύπωσε με απολύτως γλαφυρό τρόπο στην αυτοβιογραφία του. Όταν ανέλαβε τη Γιουβέντους το 1999, ήρθε αντιμέτωπος με καταστάσεις που είχαν παγιωθεί. Μία από αυτές ήταν και ένα αξίωμα: ποτέ δεν πας κόντρα στον Μοντέρο όταν δείχνει τσιτωμένος.
Ήταν τους πρώτους μήνες της θητείας του όταν το πούλμαν της αποστολής ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για ένα εκτός έδρας παιχνίδι και ο Ζιντάν ήταν άφαντος. «Εξαφανισμένος, δεν τον βρίσκαμε ούτε στο τηλέφωνο. Τον περίμενα για λίγο και μετά έδωσα εντολή να φύγουμε». Ένας εκ των βοηθών του απόρησε: «Μα, Καρλίτο, πως θα μας προλάβει;». Ο ενοχλημένος Αντσελότι όμως είναι ανένδοτος. Πρέπει να δείξει ποιος είναι το αφεντικό: «Αυτό είναι δικό του πρόβλημα».
Τη στιγμή όμως που ο οδηγός πήγε να βάλει μπροστά, ακούστηκε μία φωνή από το βάθος του λεωφορείου: «Κόουτς περίμενε, πρέπει να μιλήσουμε». Ο Πάολο Μοντέρο είχε σηκωθεί από τη θέση του και με γοργά βήματα πλησίαζε τον προπονητή του. «Περίμενε Πάολο, να ξεκινήσουμε και μετά είμαι όλος δικός σου», του απάντησε ο Αντσελότι. “Όχι, γι’ αυτό το θέμα είναι που θέλω να μιλήσουμε. Κανένας δεν φεύγει από εδώ χωρίς τον Ζιντάν…»
Ακολουθούν δευτερόλεπτα αμηχανίας, συλλογής και περισυλλογής. Ιδού πως περιγράφει εκείνες τις… κρίσιμες στιγμές ο Ιταλός τεχνικός. «Σκέφτηκα για λίγα δευτερόλεπτα. Εκτίμησα την κατάσταση με καθαρό μυαλό: Έχω μπροστά μου έναν τρελό δολοφόνο. Ανάμεσα στους καλούς και στους κακούς θυσίαζε πάντα τους καλούς. Στοχεύει στη μπάλα και παίρνει πόδι, στοχεύει πόδι και τα παίρνει και τα δύο. Εκνευρίζεται και δεν θες να είσαι απέναντι του. Πήρα επομένως την απόφαση μου. «OΚ., Πάολο, τον περιμένουμε. Πάνω απ’ όλα η υγεία…»!
Για την ιστορία, ο Ζιζού κατέφτασε δέκα λεπτά αργότερα, ζήτησε συγγνώμη για την καθυστέρηση και το λεωφορείο αναχώρησε κανονικά. Χωρίς κανένας να έχει χτυπήσει…
Περίπου ένα χρόνο αργότερα ο Αντσελότι διαπίστωσε πόσο σοφή ήταν η επιλογή του να μην αντιπαρατεθεί με τον Ουρουγουανό. Νοέμβριος του 2000 και η Γιουβέντους έχει γνωρίσει ιστορική ήττα (3-1) από τον Παναθηναϊκό στην Αθήνα, που την αφήνει τέταρτη στον όμιλο του Τσάμπιονς Λιγκ (με πρώτη τη Λα Κορούνια και τρίτο το Αμβούργο). Λίγη ώρα μετά, στο αεροδρόμιο του Τορίνο μαζεύονται κάποιοι θερμόαιμοι οπαδοί για να γιουχάρουν και ει δυνατόν να τραμπουκίσουν τους παίκτες, που… κατάφεραν να μείνουν εκτός ευρωπαϊκών διοργανώσεων από το Φθινόπωρο. Ο Ζιντάν δεν έχει αγωνιστεί στο ΟΑΚΑ, λόγω τιμωρίας, αλλά δεν εξαιρείται από τις αποδοκιμασίες. Μάλιστα, την ώρα που περνάει ανάμεσα από τους οργισμένους οπαδούς, ένας από αυτούς, πάνω στην ένταση, τον σπρώχνει. Και για κακή του τύχη, ο Μοντέρο, παρότι απέχει αρκετά μέτρα από το συμβάν, το αντιλαμβάνεται…
Η περιγραφή ανήκει ξανά στον Αντσελότι, που αποσβολωμένος παρακολουθούσε τη σκηνή από απόσταση.
«Ο Μοντέρο έβγαλε ήρεμα τα γυαλιά του και με μια, αταίριαστη για τη στιγμή, κομψή χειρονομία τα τοποθέτησε προσεκτικά στη θήκη τους. Αυτό ήταν κακό σημάδι για τους νεαρούς. Δευτερόλεπτα μετά, άρχισε να τρέχει με φουλ ταχύτητα προς τη μεριά των οπαδών, με τις γροθιές του να στροβιλίζονται στον αέρα. Τον ακολουθούσε για βοήθεια και ο Ντανιέλ Φονσέκα, ένας άλλος πρόθυμος καβγατζής. Στο μυαλό μου, φαντάστηκα έναν εκφωνητή πυγμαχίας ακριβώς πίσω τους, να περιγράφει όσα έβλεπε στο ρινγκ: “Να ένα δεξί, τώρα ένα αριστερό χουκ, κι ένα ακόμα αριστερό χουκ. Τελικά έχουμε ένα τεχνικό νοκ άουτ. Ο Ζιντάν είναι ασφαλής. Επαναλαμβάνω, ο Ζιντάν είναι ασφαλής”».
Στο βιβλίο αυτό ο Καρλίτο αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στη σχέση του με τον Ζιντάν αλλά και με τους “δικηγόρους” του μέσα στην ομάδα: ποιοι ήταν αυτοί; Πέραν του Μοντέρο, ο Τζιάνι Ανιέλι, όπως υποστηρίζει «Ήταν η σκιά του, οι φύλακες άγγελοι του, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να τον υπερασπιστούν. Δεν τον άφηναν ποτέ μόνο», αναφέρει ο Αντσελότι και προσθέτει απολαυστικά. «Ο Ανιέλι ήταν τρελός γι’ αυτόν. Ο Μοντέρο απλά τρελός…»