Κάποιοι θα μιλήσουν για το πόσο άνετα ήρθε αυτό το 5-0 επί του Καζακστάν, με καταπληκτικό, κυριαρχικό ποδόσφαιρο. Άλλοι θα σταθούν στο πόσο δομημένη και σωστά δουλεμένη είναι η ομάδα του Γκουστάβο Πογέτ, το είχε άλλωστε δείξει και με πολύ πιο φημισμένους και δύσκολους αντιπάλους (Γαλλία, Ολλανδία). Όλοι αυτοί δίκιο θα έχουν. Όμως, επιτρέψτε μας να πούμε πως το ακόμα μεγαλύτερο κέρδος της Εθνικής μας είναι άλλο. Το ότι έχει συμφιλιωθεί με τον κόσμο της, το ότι με αυτούς που έχει τραβήξει τώρα κοντά της υπάρχει ένα πραγματικό και ουσιαστικό δέσιμο.
Μετά το Euro 2004, μιλούσε το hype και η ευφορία της στιγμής, η αίγλη της πρωταθλήτριας Ευρώπης. Στο γήπεδο πήγαινε κόσμος επειδή ήταν “in” (με το λεξιλόγιο της εποχής), για να τους δουν, για τη «λεζάντα». Όταν πέρασε λίγο ο καιρός, όταν ήρθαν τα ζόρια και έφυγε η επίδραση του «τιμημένου», όταν δηλαδή επήλθε κατήφεια, οι πρώτοι που την έκαναν ήταν οι «είδα φως και μπήκα».
Μετά ήρθαν ακόμα πιο δύσκολα, πέτρινα χρόνια. Με ανήκουστα αποτελέσματα που δεν θέλουμε καν να τα θυμόμαστε. Όμως, ξέρετε κάτι; Καλό μας έκαναν, υπό μια έννοια. Μας προσγείωσαν στη σκληρή πραγματικότητα, ξεκαθάρισαν το τοπίο. Ποιοι είμαστε, με ποιους είμαστε, πώς είμαστε.
Λέμε συχνά πως ο Έλληνας φίλαθλος δεν αγαπάει την Εθνική. Αγαπάει μόνο την ομάδα του και την επιτυχία. Στην Opap Arena ωστόσο, αυτό που εμείς είδαμε και διαπιστώσαμε ήταν γνήσιο συναίσθημα, αυθεντική αγάπη. Βοηθάει και το (καταπληκτικό) γήπεδο που είναι έδρα, το είχε ανάγκη η «Γαλανόλευκη» κάτι τέτοιο, της έλειπε πολύ.
Ήταν γεμάτες «ωραίες φάτσες» οι κερκίδες. Με κόσμο που χαιρόταν αυτό που έβλεπε και χαμογελούσε μέσα από τη ψυχή του. Μια επικοινωνία, μια αλληλεπίδραση με τους διεθνείς που οι αθλητικοί δημοσιογράφοι έχουν έξοχα συνοψίσει εδώ και χρόνια με το κλισέ «12ος παίκτης».
Την προσεχή Τρίτη (26/3), μια μέρα μετά την εθνική μας εορτή, μπορούμε να έχουμε και ακόμα μια τέτοια (εθνική εορτή), ποδοσφαιρικού τύπου. Πάμε στη Γεωργία με την πίστη ότι θα είμαστε εμείς αυτοί που θα περάσουμε στην τελική φάση του Euro 2024.
Αξίζουμε να βρισκόμαστε στα γήπεδα της Γερμανίας το προσεχές καλοκαίρι, να επιστρέψουμε σε μεγάλο τουρνουά μετά από 10 χρόνια. Ως ομάδα, ακόμα και ως ιστορία διάολε, μην είμαστε «ταπεινά χαμομηλάκια», έχουμε έναν τίτλο πρωταθλήτριας Ευρώπης στο παλμαρέ μας, πολύ πιο φημισμένες ποδοσφαιρικές σχολές δεν τα έχουν καταφέρει.
Αλλά επειδή δεν παίζει μπάλα το παρελθόν, αυτό που μετράει πάντα είναι το παρόν με το βλέμμα στο μέλλον. Και αυτή η ομάδα φαίνεται πως έχει αυτό το «κάτι» που χρειάζεται για να το πάει εκεί που της πρέπει.
Ακόμα όμως κι αν συμβεί αυτό που κανείς Έλληνας δεν θέλει να σκέφτεται, ακόμα δηλαδή και αν η Γεωργία βγει από πάνω στη μεταξύ μας κόντρα, δεν πρέπει να πετάξουμε όλα όσα με κόπο χτίσαμε, επιστρέφοντας από πολύ μακριά.
Ο κόσμος έχει ψηθεί επειδή αναγνωρίζει την προσπάθεια των παικτών, το «δίνω ό,τι έχω» και το «γουστάρω που παίζω για το εθνόσημο». Αυτό το κλίμα, αυτό το κεκτημένο πρέπει να το προστατεύσουμε με κάθε κόστος. Το να μάθει ο Έλληνας φίλαθλος να νοιάζεται πραγματικά την Εθνική του ομάδα θα είναι ίσως ισάξιο με το θαύμα του 2004. Στις χαρές και στις λύπες μαζί, αυτό είναι αγάπη, κληρονομιά και παράδοση.